των Richard Glatzer & Wash Westmoreland
(το σημείωμα του Wash Westmoreland)
still-alice.jpg

Το βιβλίο μας ρούφηξε. Είναι μια συναρπαστική ιστορία, δοσμένη με ειλικρίνεια από την Lisa Genova. Στην πορεία νιώσαμε ότι η ταινία πρέπει να έχει αμεσότητα. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί λεπτομερώς την καθημερινή απώλεια μνήμης της Alice στη δουλειά, στη ρουτίνα της ημέρας, στην κοινωνική ζωή. Υπάρχουν βέβαια και οι δυναμικές της οικογένειας.
Ερωτευτήκαμε τον κεντρικό χαρακτήρα. Υπάρχει κάτι ανεπιφύλακτα γοητευτικό στην Alice –στο πείσμα της, τη θέληση της, το ότι δεν το βάζει κάτω. Ό,τι και να σημαίνει αυτή η αρρώστια, είναι αποφασισμένη να το χειριστεί με τον πιο πρακτικό τρόπο. Δεν ξέρω σε ποιο κεφάλαιο συνέβη αυτό, αλλά η λογοτεχνική Alice που ξεπετάγονταν από τη σελίδα αποχωρίστηκε τα σκούρα κατσαρά μαλλιά για μία φλογερή κόκκινη κόμη.
(...) Η Julianne [Moore] μπορούσε να αποτυπώσει το σπινθηροβόλο πνεύμα και την περιπλοκότητα μιας καθηγήτριας γλωσσολογίας, αλλά και το γεγονός ότι καταλήγει τρωτή και αλλαγμένη στα τελευταία στάδια. Είναι μία από τις καλύτερες ηθοποιούς στον πλανήτη.
(...)  Το αριστούργημα του Ozu (1953) είναι μια από τις αγαπημένες μας ταινίες.  Την πρωτοείδα όταν ήμουν φοιτητής στην Ιαπωνία και ο Richard είχε κάνει μια αναφορά στο Tokyo Story στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους (Grief, 1993). Η ταινία αντιστέκεται στον συναισθηματισμό και διαθέτει τεράστια δύναμη χάρη στο συγκρατημένο της ύφος. Καταπιάνεται με τον τρόπο που οι οικογένειες αντιμετωπίζουν την αρρώστια και τα γηρατειά.
Όταν φτάσαμε στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε το ύφος της ταινίας. Θέλαμε να αποδώσουμε την υποκειμενική εμπειρία της Alice για να καταλάβει το κοινό την οπτική της,  να έχει πρόσβαση στις μύχιες πτυχές του εσωτερικού της κόσμου. Οι άλλοι χαρακτήρες δεν έχουν αυτό το προνόμιο. Αυτό σήμαινε μία προσωπική κινηματογράφηση και ένα μοντάζ που ανταποκρίνεται στη διανοητική της κατάσταση, στις διαθέσεις, στην αντίληψη της.
(...) Η προπαραγωγή συνέπεσε με τον χειρότερο χειμώνα των τελευταίων 20 χρόνων στη Νέα Υόρκη. Ήρθα στην ανατολική ακτή για να επιβλέψω τις εργασίες, ενώ ο Richard (*) έμεινε στο ηλιόλουστο Λος Άντζελες. Όταν έφυγα, είχε σταματήσει να οδηγεί και όταν ήρθε τα χέρια του και τα πόδια του λειτουργούσαν με το ζόρι. Δεν μπορούσε πια να ντύνεται ή να τρώει μόνος του και μπορούσε να δακτυλογραφεί μόνο με το ένα δάχτυλο.
Παρέμεινε απτόητος και ήταν στο γύρισμα κάθε μέρα, σκηνοθετώντας παρ’ όλες τις σωματικές δυσκολίες. Αυτό εμπότισε όλη την παραγωγή με ένα αίσθημα βαθύτερου σκοπού. Όλοι αισθανόμασταν ότι κάτι ιδιαίτερο συνέβαινε κι έτσι αντέχαμε τις ατελείωτες ώρες γυρίσματος.
Το τέλος του μυθιστορήματος είναι εξίσου δυνατό και αναπάντεχο. Ο Richard αιφνιδιάστηκε. Τον άφησε άφωνο και τον επηρέασε συναισθηματικά. Εγώ ήμουν μερικά κεφάλαια πίσω και όταν τον κοίταξα κατάλαβα. «Φαντάζομαι ότι θα κάνουμε την ταινία», του είπα.

(*) Ο Richard Glatzer, ο οποίος πάσχει από ALS, μιλά πλέον μόνο μέσω μιας εφαρμογής σε tablet. Η σχέση της ηρωίδας με τις νέες τεχνολογίες έχει βασιστεί στην προσωπική εμπειρία του Glatzer.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)