του Jose Antonio Vargas
documented.jpg

Πορτραίτο ενός προσώπου πετυχημένου αλλά όχι εφησυχασμένου, το ντοκιμαντέρ αυτό είναι και ένα σε προσωπικούς τόνους χρονικό μιας διαδρομής προς την αποδοχή και τη συναισθηματική συμφιλίωση.
Ο κεντρικός χαρακτήρας του ντοκιμαντέρ και δημιουργός του είναι ο Jose Antonio Vargas, ένας βραβευμένος με Pulitzer δημοσιογράφος. Το 2011 προέβη σε μια τολμηρή για τα δεδομένα των ΗΠΑ προσωπική αποκάλυψη: δήλωσε δημόσια ότι είναι ένας «παράνομος» μετανάστης, ένας «Αμερικάνος χωρίς χαρτιά», όπως είναι και ο υπότιτλος του ντοκιμαντέρ. Ήρθε στην Αμερική από τις Φιλιππίνες, παράνομα, σε ηλικία 12 χρονών και παρόλο που είχε την τύχη του μετανάστη σ’ ένα ξένο τόπο, υπερέβη τα εμπόδια -γλωσσικά, κοινωνικά ή οικονομικά-, και κατάφερε να γίνει ένας από τους πιο λαμπρούς νέους δημοσιογράφους των ΗΠΑ. Ο Jose Antonio Vargas είναι η ενσάρκωση του «αμερικάνικου ονείρου».
Είναι όμως και αποφασισμένος να διεκδικήσει ό,τι είναι αυτονόητο, δηλαδή την νομιμοποίηση του μετά από τόσα χρόνια παραμονής και προσφοράς στην νέα του πατρίδα. Μετά τη δημόσια αποκάλυψη του, ο Jose Antonio Vargas θα οργανώσει τη δράση του αγώνα του: Περιοδείες, ομιλίες, συνεντεύξεις σε τηλεοπτικούς σταθμούς, εξώφυλλα σε εμβληματικά αμερικάνικα περιοδικά, δημόσιες παρεμβάσεις σε προεκλογικές συγκεντρώσεις: ο αγώνας μοιάζει να διαδραματίζεται σ’ ένα οικείο γι’ αυτόν χώρο, στο λαμπερό σύμπαν της δημοσιότητας. Και επιπλέον όλων των προηγούμενων είναι οι επαφές μ’ αυτή τη «κρυφή» γενιά, τους νέους που μεγαλώνουν στη μοναδική πατρίδα που ξέρουν, όντας «ξένοι» και «απόβλητοι», που δίνουν ένα κοινωνικό εύρος στον αγώνα του. Σίγουρα το προσωπικό ζήτημα του Jose Antonio Vargas δεν αφορά μόνο την Αμερική…
Ωστόσο, η δημόσια παρουσία του Jose Antonio Vargas δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την προώθηση της υπόθεσης, αλλά και από τόνους προσωπικούς και εξομολογητικούς. Κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ –αλλά και του αγώνα-, ο δημοσιογράφος και δημιουργός αποκαλύπτει το οικογενειακό του παρελθόν (και όχι μόνο): τις σχέσεις του με τον παππού και την γιαγιά του, με τους οποίους μεγάλωσε στις ΗΠΑ, με τους ανθρώπους που τον στήριξαν, με κάθε ανιδιοτέλεια και με διάθεση προσφοράς, στη διαδρομή του προς την κορυφή.
Όμως ό,τι στιγματίζει τις εικόνες του ντοκιμαντέρ (και το λόγο του δημιουργού του) είναι μια απουσία: η απουσία μιας μητέρας, που αποχωρίζεται το 12χρονο γιο της,  ελπίζοντας να έχει μια καλύτερη τύχη μίλια μακριά, στη «γη της επαγγελίας». Δεν είναι λοιπόν χωρίς σημασία που ο σκηνοθέτης θα αφιερώσει ένα σημαντικό μέρος του ντοκιμαντέρ στα της σχέσης του με την μητέρα. Εδώ, καθώς οι τόνοι γίνονται εξομολογητικοί και προσωπικοί, οι εικόνες αποκτούν ένα απρόσμενο για τη θεματική του ντοκιμαντέρ συναισθηματικό βάθος και η προσωπική συγκίνηση καταλαμβάνει την εικόνα. Κάτι που δίνει σ’ αυτό το «μαχητικό» ντοκιμαντέρ, ένα ευπρόσδεκτο συναισθηματικό και ψυχολογικό βάθος….

Δημήτρης Μπάμπας