(Τρεις ταινίες του Ιάπωνα σκηνοθέτη, με ιστορίες γυναικών, κυκλοφόρησαν σε DVD)
naruse5.jpg

Η ιστορία του κινηματογράφου είναι γεμάτη λευκές σελίδες. Σκηνοθέτες αγνοούνται ή παραβλέπονται από τους ιστορικούς και θεωρητικούς του κινηματογράφου, απλώς και μόνο γιατί οι ταινίες τους δεν είναι διαθέσιμες. Μακριά από την Ευρώπη ή το Χόλιγουντ, χωρίς ποτέ να περάσουν στο κύκλωμα των φεστιβάλ, αυτοί οι σκηνοθέτες με το πέρασμα του χρόνου χτίζουν ένα μύθο και το έργο τους αποκτά τις διαστάσεις ενός θρύλου: σχόλια και φήμες στους κύκλους φανατικών σινεφίλ αποκτούν σιγά -σιγά τεράστιες διαστάσεις, χωρίς όμως ουσιαστικό αντίκρισμα αφού οι ταινίες παραμένουν πάντα σε αφάνεια.
Τέτοια υπήρξε η περίπτωση του ιάπωνα Μίκιο Ναρούσε/ Mikio Naruse (成瀬 巳喜男) (1905-1969). Πρόσωπο που περιβάλλεται από την  άχλυ του μύθου ο Μίκιο Ναρούσε είναι το κρυφό μυστικό των σινεφιλ.  Οι αναφορές στο έργο του στην ιστορία του ιαπωνικού κινηματογράφου του Donald Richie,  ένα αφιέρωμα στο φεστιβάλ του Λοκάρνο το 1983 (μαζί με την έκδοση ενός βιβλίου) αλλά και μια πρόσφατη έκδοση του Jean Narboni (στα γαλλικά) ήταν οι μοναδικές άξιες λόγου περιπτώσεις όπου το όνομα του έγινε ακουστό στο δυτικό κοινό.
Η πρόσφατη κυκλοφορία τριών ταινιών σε DVD (με αγγλικούς υποτίτλους) συνοδευόμενων μ’ ένα βιβλίο για το έργο του, αλλά και η επικείμενη κυκλοφορία και άλλων ταινιών του βάζει ένα τέλος σ’ αυτή την παράδοξη συνωμοσία σιωπής και θέτουν το έργο του για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση σε δημόσια θέα.
Στο πάνθεο του ιαπωνικού σινεμά ο  Μίκιο Ναρούσε κατέχει μια ξεχωριστή θέση: μαζί με τους Κουρασάουα, Μιζογκούτσι  και Οζου συμπληρώνει τη τετράδα των μεγάλων σκηνοθετών. Το γεγονός ότι ποτέ οι ταινίες δεν προβλήθηκαν σε δυτικά φεστιβάλ (ήταν καθόλου εξωτικές, πολύ «ιαπωνικές») και ελάχιστα διανεμήθηκαν στη δύση έκανα το έργο μια terra ingognita για τους δυτικούς θεατές.

Κοινοί θνητοί οι ήρωες
Ολα τα χρόνια της 37χρονης καριέρας του, κατά τη διάρκεια της οποίας γύρισε 89 ταινίες, ο Μίκιο Ναρούσε (1905–1969) υπήρξε ένας απλός υπάλληλος των στούντιο, αναλαμβάνοντας όποια ταινία τού πρότειναν και γυρίζοντας συχνά τρεις και τέσσερις μέσα σ’ ένα χρόνο. Ξεκίνησε από τα χρόνια του βωβού, εργάστηκε αδιάκοπα την περίοδο του πολέμου αλλά και κατά τη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής και ολοκλήρωσε την καριέρα του την περίοδο του μεταπολέμου, όταν η Ιαπωνία προσπαθούσε μέσα από τα ερείπια να ανορθωθεί.
Ολο σχεδόν το έργο του ανήκει στο είδος των «shoshimin–eiga» (ταινίες σύγχρονες με ήρωες κοινούς θνητούς) – και ήταν αυτός ο λόγος που στην αρχή της καριέρας του τον αντιμετώπιζαν ως ένα μιμητή του Γιασουτζίρο Οζου, ο οποίος επίσης σκηνοθετούσε ανάλογες ταινίες. Η δραματική πλοκή των ταινιών του –ανορθόδοξη αν συγκριθεί με τα γυναικεία μελοδράματα του Χόλιγουντ– επικεντρώνεται στον διάλογο και είναι διάστικτη από αδιόρατες συναισθηματικές εντάσεις και υπόκωφες εκρήξεις πάθους.
naruse6.jpgΤο σκηνοθετικό του ύφος χαρακτηρίζεται από μια εμμονή στα βλέμματα, τις κινήσεις των σωμάτων, τις χειρονομίες· η αφήγηση έχει ελάχιστες κορυφώσεις και ο ρυθμός είναι χαμηλός αλλά αδιάλειπτος· η δράση κατά κανόνα είναι εγκλωβισμένη σε κλειστούς χώρους χωρίς ποτέ όμως να έχουμε τη στατικότητα των ταινιών του Οζου. Ο Ναρούσε δίνει έμφαση στις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής σε μια κοινωνία που ταλαιπωρείται από τις συνέπειες του πολέμου και σχεδιάζει πορτρέτα χαρακτήρων που αντανακλούν τις αγωνίες της εποχής τους. Ενας από τους θαυμαστές του έργο του, ο Ακίρα Κουροσάουα, σημειώνει για το ύφος του: «Μια ροή εικόνων που σε μια πρώτη ματιά μοιάζει ήρεμη και συνηθισμένη. Στη συνέχεια, όμως, αποκαλύπτεται ότι είναι σαν ένα βαθύ ποτάμι με ήρεμη επιφάνεια ενώ από κάτω υπάρχουν έντονα και δυνατά ρεύματα».

Για τις γυναίκες
Ενδεικτικές των προηγουμένων οι τρεις ταινίες, που κυκλοφορούν σε εξαιρετική ποιότητα εικόνας, ανήκουν στην ύστερη και παραγωγικότερη, σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, περίοδο της καριέρας του: Οταν ο Ναρούσε, πικραμένος από το τέλος του γάμου με την ηθοποιό Σατσίκο Κίμπα, έβρισκε καταφύγιο στη σκηνοθεσία. Βασίζονται σε λογοτεχνικά έργα: Η ταινία Repast (Meshi) του 1951 στο έργο της Φουμίκο Χαγιάσι, το Sound of Mountain (Yama No Oto) του 1954 στο έργο του βραβευμένου με Νομπέλ Γιασουνόρι Καουαμπάτα και, τέλος, το Flowing (Nagareru) του 1956 στο μυθιστόρημα σε συνέχειες της Αγια Κόντα. Στο κέντρο αυτών των ιστοριών υπάρχουν οι γυναίκες –γκέισες, νοικοκυρές, νεαρές σύζυγοι, ανύπαντρες μητέρες, νεαρές κοπέλες–, έγκλειστες στους περιορισμένους χώρους ενός σπιτιού, φυλακισμένες μέσα σε αδιέξοδους γάμους και σχέσεις παλεύουν να επιβιώσουν συναισθηματικά (και όχι μόνο). Η αφήγηση σκιαγραφεί, με τρυφερότητα και ευαισθησία, τη λυγμική τους αγωνία, τα βουβά δάκρυά τους. Μελαγχολία, μια αίσθηση αδιόρατης θλίψης και εντέλει η απογοήτευση διαποτίζουν τα πρόσωπα αυτών των ταινιών ακόμα και όταν η αφήγηση έχει ένα «ευτυχισμένο» τέλος. Οι γυναίκες του Μίκιο Ναρούσε αναζητούν απελπισμένα –και τελικά μάταια– την ευτυχία: Συνθλίβονται ή επιβιώνουν φέροντας ανοικτές και χαίνουσες πληγές.
Ενα βιβλίο συνοδεύει αυτή την εξαιρετική έκδοση: Αποτελείται από δοκίμια της Audie Bock (συγγραφέας της μοναδικής σε κυκλοφορία μελέτης για το έργο του Ναρούσε στην αγγλική γλώσσα), του Philip Lopate και αποσπάσματα από το υπό κυκλοφορία βιβλίο της Catherine Russell. Κάθε ταινία διαθέτει και κανάλι σχολιασμού από τους κριτικούς Philip Lopate και Kent Jones.
Οι τρεις ταινίες σε DVD και το βιβλίο που τις συνοδεύει, κυκλοφορούν με τίτλο «Naruse: Three Films By Mikio Naruse – Repast, Sound of The Mountain, Flowing». Masters Of Cinema, 2006.

Δημήτρης Μπάμπας

(δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής 11-02-07)