(μια συνέντευξη τύπου)
wonderla.jpg

Ο σκηνοθέτης ταινιών τόσο ανόμοιων όπως Το φιλί της πεταλούδας, Η χώρα των θαυμάτων, Σε θέλω, Κωδικός 46, δηλώνει παρόν στο 46ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Διαθέτοντας λίγο από το πάθος και την ένταση με την οποία ζουν οι ήρωες του, χειμαρρώδης στην ομιλία του ο Michael Winterbottom απαντά με άνεση και χαρακτηριστική ευκολία σε οποιαδήποτε ερώτηση του τίθεται.
Ο βρετανός σκηνοθέτης αναφέρεται καταρχάς στην πλέον πρόσφατη ταινία του που προβάλλεται στο φεστιβάλ, το Τρίστραμ Σάντι: Μια ιστορία γι’ αγρίους (Tristram Shandy: A Cock and Bullstory), μια ταινία εποχής βασισμένη πάνω στη κωμική πραγματεία του Lawrence Sterne, The Life and Opinions of Tristram Shandy, Gentlemen. Στην παρατήρηση ότι το βιβλίο είναι απ’ αυτά που δεν προσφέρονται για μεταφορά στον κινηματογράφο, δηλώνει καταρχάς ότι αυτό το σχέδιο «τον απασχολούσε για 10 περίπου χρόνια. Το βιβλίο είναι πολύ μεγάλο (σ.τ.σ. έχει συνολική έκταση 720 σελίδες) και από όλο αυτό το τεράστιο υλικό χρησιμοποιήσαμε περίπου 10 σκηνές». Και συνεχίζει: «Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία είναι ένα πολύ παιχνιδιάρικο, χιουμοριστικό, κεφάτο βιβλίο. Όταν γράφτηκε -γράφτηκε σαν μια κωμωδία, είναι λίγο μπερδεμένο. Νομίζω ότι επειδή γράφτηκε πριν από 200 χρόνια ο κόσμος πιστεύει ότι υπάρχει σ’ αυτό κάποιο είδος ηθικού διδάγματος».
Αναφερόμενος στους λόγους που χρησιμοποίησε την ψηφιακή τεχνολογία σ’ αυτήν την ταινία, είπε ότι δεν ήταν οικονομικοί αφού η νέα τεχνολογία δεν είναι πολύ φθηνότερη σε σχέση με τα 35mm. Ωστόσο η ψηφιακή τεχνολογία ήταν γι’ αυτόν μια ευκαιρία για αυτοσχεδιασμό. «Όσον αφορά τα σκηνικά και τη χρήση της κάμερας είπαμε όλα να είναι πολύ απλά. Χρησιμοποιήσαμε για φωτισμό, όσο αυτό ήταν δυνατό, τον υπάρχοντα φωτισμό του χώρου».
withorwi.jpgΈνας από τους πιο παραγωγικούς σκηνοθέτες –σχεδόν μια ταινία κάθε χρόνο- ο Michael Winterbottom προσπαθεί να βρει μια αιτιολογία γι’ αυτούς του ρυθμούς εργασίας. «Οι περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Είναι φυσιολογικό να εργάζεσαι σ’ αυτούς τους ρυθμούς». Και συνεχίζει «Είναι εύκολο να κάνει κάποιος μια ταινία το χρόνο», κάνοντας δε χιούμορ θεωρεί οι περισσότεροι συνάδελφοι είναι «τεμπέληδες, οι οποίοι δουλεύουν μόνο 7-8 εβδομάδες το χρόνο».
Και φυσικά αυτοί οι ρυθμοί εργασίας δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς μια ομαλή ροή χρηματοδότησης. «Αισθάνομαι τυχερός που καταφέρνω να κάνω ταινίες τα σχέδια μου». Το πρόβλημα της χρηματοδότησης είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει, όπως λέει. «Η χρηματοδότηση ενός σχεδίου δεν είναι εύκολη. Υπάρχουν 10 με 12 πηγές χρηματοδότησης και πέρα απ’ αυτές τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα».
Ασφαλώς ένα από τα χαρακτηριστικά του ως σκηνοθέτη είναι το γεγονός της ποικιλίας στο ύφος αλλά και στη θεματολογία- ταινίες εποχής, διασκευές λογοτεχνικών έργων, μουσικές ταινίες, «πορνογραφικές», επιστημονικής φαντασίας. Δηλώνει ότι «δεν υπάρχει κάποιου είδους στρατηγική» σ’ αυτές τις επιλογές. Σε κάθε ταινία που σκηνοθετεί προσπαθεί να παρουσιάζει τα πράγματα όπως είναι και θέλει να είναι ακριβής και έντιμος απέναντι σε κάθε κατάσταση που παρουσιάζεται σε ταινία του.
Όταν ερωτάται για τα κίνητρα του και για τις επιλογές του όταν διασκευάζει γνωστά λογοτεχνικά έργα επισημαίνει ότι «κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Π.χ. το βιβλίο Jude πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία, ήταν από τα αγαπημένα μου βιβλία όταν ήμουν έφηβος».
Στην επισήμανση ότι ένας όχι και τόσο προσεκτικός παρατηρητής των ταινιών του θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ταινίες του είναι γυρισμένες από διαφορετικούς σκηνοθέτες, εξηγεί ότι αυτή η ποικιλότητα στο σκηνοθετικό του ύφος οφείλεται στο ότι «είναι ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται μια ταινία που καθορίζει εντέλει το ύφος. Π.χ. Η ταινία Η Χώρα των θαυμάτων επειδή διαδραματίζεται στο Λονδίνο έχει ένα πολύ συγκεκριμένο στυλ».
Περνώντας σε θέματα που άπτονται της σκηνοθετικής του πρακτικής ο Michael Winterbottom επισημαίνει: «Συνήθως οι άνθρωποι τείνουν να επιλέγουν την πιο περιπλοκή λύση όμως αυτή δεν βοηθά πάντα. Μιλώντας γενικά όσο πιο απλά μπορείς να κάνεις κάτι τόσο καλύτερα. Όσο μικρότερο είναι το συνεργείο τόσο το καλύτερο. Όσο φθηνότερα τόσο καλύτερα. Ωστόσο σε ορισμένες ιστορίες θα πρέπει να υλοποιήσεις ότι υπάρχει σ’ αυτές.»
Και συνεχίζει εστιάζοντας στα προβλήματα συνεργασίας που υπάρχουν ανάμεσα σ’ ένα σκηνοθέτη και τους συνεργάτες του: «Πάντα μου άρεσε να εργάζομαι μ’ ένα χαλαρό, απελευθερωμένο τρόπο …με ολιγάριθμα συνεργεία, να εργάζομαι αυτοσχεδιάζοντας ως ένα βαθμό. Οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζεσαι κατά τη διάρκεια δημιουργίας μιας ταινίας είτε σου λένε ποία είναι τα προβλήματα, είτε απλώς αισθάνεσαι από αυτούς ποιο είναι το πρόβλημα. Όμως δεν πιστεύω ότι είναι καλοί στο να βρίσκουν λύσεις για τα προβλήματα. Πρέπει εσύ ο ίδιος να βρεις την λύση, επειδή γνωρίζεις το υλικό και είσαι μέσα σ’ αυτό».
butterfl.jpgΌταν ερωτάται, με αφορμή τη βράβευση της ταινίας Στα σύνορα του Κόσμου στο Βερολίνο, για τη σημασία που έχουν τα βραβεία στην καριέρα του, ο Winterbottom σημειώνει ότι το βραβείο «βοήθησε απλώς την ταινία να αποκτήσει μια ευρύτερη διανομή, βοήθησε να βρω χρηματοδότηση για την επόμενη ταινία. Δεν με έκανε καλύτερο κινηματογραφιστή».
Ιδιαίτερου σχολιασμού έτυχε από τον Michael Winterbottom η ταινία του 9 Songs που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων για τον απροκάλυπτο τρόπο με τον οποίο απεικονιζόταν σεξουαλικές σκηνές. «Δεν είναι μια πορνογραφική ταινία» δηλώνει, αφού σκοπό δεν έχει την σεξουαλική διέγερση του θεατή, αλλά προσπαθεί να παρουσιάσει μια όψη του έρωτα, το σεξ χωρίς διαστροφή. Παρατήρησε ότι ο κινηματογράφος μετά την δεκαετία του 1970 διακρίνεται από ένα έντονο πουριτανισμό, σε αντίθεση με τα άλλα μέσα, όπως την τηλεόραση και τον περιοδικό τύπο που απεικονίζουν με πολύ πιο φιλελεύθερο τρόπο το σεξ.
Μ’ αφορμή τις ταινίες του 9 Songs και 24 Hour Party People στάθηκε ιδιαίτερα στην σχέση του με την μουσική, καθώς την θεωρεί πιο ενδιαφέρουσα από τον κινηματογράφο. «Τα βρετανικά γκρούπ αποτελούνται από μέλη που έχουν μεταξύ τους πολύ στενές σχέσεις. Είναι όπως μια οικογένεια. Στο κινηματογράφο αντίθετα, συγκεντρώνονται άτομα άγνωστα μεταξύ τους, συνεργάζονται για 7-8 εβδομάδες και μετά διαλύονται».
Αναφερόμενος στην επόμενη του ταινία ο βρετανός σκηνοθέτης δηλώνει ότι επιστρέφει στο σύγχρονο πολιτικό πεδίο, χώρο όπου διαδραματιζόταν και οι ταινίες του Καλώς ήλθατε στο Σεράγεβο, Στα σύνορα του Κόσμου. «Η ιστορία της ταινίας έχει σαν κεντρικούς ήρωες 3 βρετανούς πολίτες, μουσουλμάνους στο θρήσκευμα που φυλακίστηκαν στη φυλακή ύψιστης ασφαλείας στο Γκουαντάναμο της Κούβας». Οι ιστορίες τονίζει είναι πραγματικές και «το σενάριο βασίστηκε σε συνεντεύξεις με τους αληθινούς πρωταγωνιστές, συνολικής έκτασης 600 σελίδων». Η ταινία θα παρακολουθεί ένα ταξίδι, «τις διαδρομές των ηρώων από το Πακιστάν μέχρι τον εγκλεισμό τους στη φυλακή του Γκουαντάναμο».

(το κείμενο βασίζεται σε δηλώσεις του σκηνοθέτη κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου και σε συνέντευξη στη Αγγελική Κόντις για το αγγλόφωνο τμήμα του Πρώτου Πλάνου 2005. Επιμέλεια Δημήτρης Μπάμπας)