του Αχιλλέα Ντελλή (*)
fest3.jpg
Όπως στο μεσοστράτι μιας ζωής προβαίνει κανείς στον απολογισμό, έτσι και τα πενηντάχρονα ενός Φεστιβάλ, εν προκειμένω του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, δίνουν λαβή για τη διερεύνηση των επιτευγμάτων και των λαθών, των επιτυχιών και των αποτυχιών. Από το 1960 ως το 2009, τα χρόνια είναι αρκετά, η αρθρογραφία αρκετή ενώ η βιβλιογραφία ισχνή, για να κωδικοποιηθούν οι τέσσερις βασικοί πυλώνες γύρω από τους οποίους το Φεστιβάλ πορεύτηκε σε αυτή τη πεντηκονταετία. Κατά σειρά σπουδαιότητας είναι η διττή φύση του Φεστιβάλ (εμπόριο/τέχνη), επιτροπή και βραβεία, καλλιτέχνες και κριτική, κοινό και πρόσληψη.

1. Εμπόριο/ Τέχνη
Η γενιά που μεγάλωσε με τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο (ΝΕΚ) απέτυχε να συμβιβάσει τη διττή φύση του καλλιτεχνικού γεγονότος, όπως ακριβώς οι παραγωγοί απέτυχαν να ενσωματώσουν την καλλιτεχνική ιδιοσυστασία μέσα στο σύστημα παραγωγής. Οι αιτίες για ένα τέτοιο φαινόμενο υπερβαίνουν τους σκοπούς του Φεστιβάλ και αυτού του άρθρου, όμως κάθε φορά και ειδικά από την πρώτη Εβδομάδα το αίτημα επανερχόταν ζητώντας με επιμονή απάντηση. Η απάντηση γίνεται ρήξη κατά ειρωνικό τρόπο με τη θέσπιση του όρου Φεστιβάλ αντί Εβδομάδας το 1966, κληροδοτώντας ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο προϊόν που καπηλεύει την εθνική ταυτότητα και στην Τέχνη που εξυψώνει πολιτικές κυρίως συνειδήσεις. Το δίπολο αυτό συνοδεύεται και από άλλες διττές συμπαραδηλώσεις καθόλη την πορεία προς την ενηλικίωση του Φεστιβάλ που θα σφραγίσουν την ελληνική κινηματογραφία: στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η δυάδα εμπόριο/ μη ρεαλιστικό σινεμά- τέχνη/ ντοκιμαντέρ/ ρεαλιστικό σινεμά μετατρέπεται στις αρχές της επόμενης δεκαετίας στο διλημματικό αδιέξοδο εμπόριο/συντήρηση και τέχνη/πρόοδος, κληροδοτώντας στην ιστορία της ελληνικής κινηματογραφίας διχαστικές και ακραίες προσεγγίσεις.
fest2.jpg
2. Επιτροπή και βραβεία
Από την πρώτη Εβδομάδα έγινε μια σοβαρή προσπάθεια να αποκτήσει ο κινηματογράφος το status της τέχνης μέσα από τη συγκρότηση των επιτροπών: λογοτέχνες, ακαδημαϊκοί, κριτικοί, καλλιτέχνες του θεάτρου και η γηγενής αστική τάξη κατέβαλαν κοπιώδη προσπάθεια (με συχνές και οδυνηρές παλινωδίες) στη δεκαετία του 1960 να συμβιβαστούν με τη διττή φύση της νέας τέχνης (εμπόριο/τέχνη), να κατανοήσουν τις αισθητικές του νέου μέσου και να οσμιστούν τις νέες τάσεις. Τα βραβεία που δόθηκαν καθόλη τη διάρκεια του Φεστιβάλ απαντούν σε τέτοια ερωτήματα.
Πιο συγκεκριμένα τα βραβεία αρχικά περιστρέφονται γύρω από βασικά αιτήματα κάθε νηπιακής κινηματογραφίας: βαθμό αφηγηματικής πληρότητας (σενάριο, υποκριτική, σκηνοθεσία, φωτογραφία) και βαθμό πρωτοτυπίας (βραβείο σκηνοθεσίας). Από το 1962 και εξής που δίνονται ικανοποιητικές απαντήσεις σε αυτά τα αιτήματα, η αναζήτηση μετατοπίζεται στο τελικό αισθητικό αποτέλεσμα, το οποίο ονοματίζεται διαφορετικά και κλιμακωτά ανά περιόδους (1962-1966: βραβείο καλύτερης ταινίας, 1975-1977: Α’, Β’, Γ’ Βραβείο καλύτερης ταινίας, 1978-1980: Α’, Β’, Γ’ Βραβείο μεγάλου μήκους, 1981-1997: καλύτερη ταινία, 1998-2008: Α’, Β’, Γ’ Βραβείο Ταινίας Μυθοπλασίας).
Τα βραβεία λειτουργούν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως αναγνώριση καλλιτεχνικότητας και πρωτοτυπίας, ενώ σταδιακά από το 1966 ως το 1970 μετατρέπονται σε βραβεία νεωτερικότητας σε βάρος της αφήγησης (1970-1992) και να επανέλθει η αναζήτηση της χρυσής τομής (μορφή-περιεχόμενο/αφήγηση 1992 κ.ε.). Όλη αυτή η τιτλολογία των βραβείων συμβάλλει στη συγκρότηση ενός corpus ταινιών που λογίζεται τέχνη και σε μια συλλογική μνήμη γύρω από την οποία χτίζεται η εθνική κινηματογραφία περιλαμβάνοντας και αποκλείοντας καλλιτέχνες και είδη.
fest1.jpg
3. Καλλιτέχνες και κριτικοί
Από όλους τους καλλιτέχνες δύο σημαντικοί παράγοντες έχουν συμβάλλει στην αναζήτηση της ταυτότητας του Φεστιβάλ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η πλάστιγγα γέρνει προς τους αστέρες ηθοποιούς, αποτυπώνοντας περισσότερο την εμπορική πλευρά του, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ειδικά με τη απονομή βραβείου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη ο σκηνοθέτης-δημιουργός αποκτά θεσμική υπόσταση και πρωτοκαθεδρία εν σχέσει με τους υπόλοιπους συντελεστές. Το Αντιφεστιβάλ που διοργανώνεται το 1977 θα αναδείξει και άλλες ειδικότητες που ως τότε βρίσκονταν κάτω από τη σκιά του σκηνοθέτη-δημιουργού (μοντάζ, ηχοληψία, σκηνογραφία), ενώ από το 1985 προστίθενται οι ειδικότητες της ενδυματολογίας και του μακιγιάζ. Τα βραβεία σε όλη την πεντηκονταετία αποτυπώνουν περισσότερο πρόσωπα παρά ρεύματα. Παρά ταύτα, η συμβολή των κριτικών στην εγκαθίδρυση του ΝΕΚ, του οποίου τα χρονικά όρια, το ύφος και η θεματολογία παραμένουν ακόμη ανεξερεύνητα από την επιστήμη της φιλμολογίας, είναι αδιαμφισβήτητη. Αυτό αποτυπώνεται στην πύκνωση της αρθογραφίας σε παραλληλία με την εμφάνιση αυτού του ρεύματος, στην έκδοση περιοδικών (Ελληνικός Κινηματογράφος, Σύγχρονος Κινηματογράφος) που στηρίζουν τον αποκαλούμενο ΝΕΚ. Αργότερα τόσο κριτικοί όσο και καλλιτέχνες από τον ΝΕΚ θα καταλάβουν κορυφαίες θέσεις στην ιεραρχία της ελληνικής κινηματογραφίας (Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Υπουργείο Πολιτισμού, ΕΡΤ).

4. Κοινό και πρόσληψη
Από την πρώτη εβδομάδα το κοινό συμμετέχει ζωηρά στις προβολές. Αργότερα με την γιγάντωση της παραγωγής, τη γεωμετρική αύξηση των εισιτηρίων από το 1963 και εξής αναδύεται μια νέα γενιά θεατών που θα παρεμβαίνει μέσα στις σκοτεινές αίθουσες δίνοντας μορφή σε μια λαϊκή και δημοκρατική συμμετοχή. Έτσι πρέπει να κατανοηθεί η αντίστιξη προς τους παραγωγούς (Φίνος, Πάρις) και προς την εκτελεστική εξουσία, ειδικά την περίοδο της δικτατορίας. Η έντονη πολιτικοποίηση πριν το πραξικόπημα, η υιοθέτηση ενός υπαινικτικού λόγου κατά τη διάρκεια της χούντας θα οδηγήσει μια γενιά θεατών σε ρόλο παρεμβατικό και κυρίως στα μεταπολιτευτικά Φεστιβάλ θα παγιώσει ένα συγκεκριμένο τρόπο ανάγνωσης και πρόσληψης που συνίσταται στη σύζευξη της μορφικής και της πολιτικής ανατροπής. Αυτή με τη σειρά του θα δώσει σποραδικές ταμειακές επιτυχίες αμιγώς ή μη πολιτικών ταινιών (Θίασος, 1974-1975, σκην.: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Ο άνθρωπος με το γαρύφαλο, 1980, σκην.: Νίκος Τζήμας).

Αυτοί οι τέσσερις πυλώνες στην ιστορία του Φεστιβάλ ανταγωνίζονται και διεκδικούν μέρος της εξουσίας που απορρέει από τη δημοφιλία της κινηματογραφίας. Σε περιόδους κατά τις οποίες η αναζήτηση μιας νέας ταυτότητας κινηματογραφικής αναδύεται, η διαμάχη γίνεται πιο έντονη, οδηγώντας τις δύο μεσαίες κατηγορίες σε πόλεμο χαρακωμάτων. Η απόφαση των σκηνοθετών το 2009 να απέχουν από τη διαδικασία των βραβείων είναι σύμπτωμα της ταύτισης του Φεστιβάλ με την πορεία του ελληνικού κινηματογράφου. Σε αντίθεση με το Αντιφεστιβάλ του 1977, όπου ο αντικομφορμισμός της εποχής και το λαϊκό κίνημα έδινε νομιμοποιητικό οδό σε διαδικασίες αυτοδιαχείρισης, αυτό που αναζητάται με την καθολική αποχή των σκηνοθετών από τις διαδικασίες βράβευσης στο 50ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης έχει το χαρακτήρα του επείγοντος που υποκρύπτει κάτι πιο βαθύ και πιο ουσιαστικό από την προσωπική προβολή και την απόκτηση βραβείων.
Αν και δεν θέλει να το παραδεχτεί, η ελληνική κινηματογραφία έχει λύσει το διχαστικό ερώτημα τέχνη/εμπόριο (το ένα χρειάζεται το άλλο για να υπάρξει), έχει αποκτήσει βραβεία στα διεθνή fora υποσκελίζοντας τη βαρύτητα του ημεδαπού Φεστιβάλ, οι καλλιτέχνες απέκτησαν μια επίπλαστη ή μη αίσθηση της κοινότητας (αυτό που συμβαίνει στο συνάδερφο αφορά και μένα), το μεταμοντέρνο κοινό είναι υποψιασμένο, μπλαζέ και δύσκολο, όλα μαζί σπρώχνουν και στριμώχνουν την ελληνική κινηματογραφία στην καρδιά του προβλήματος. Η αναζήτηση μιας ταυτότητας, όχι με όρους εθνικής κινηματογραφίας, αλλά με όρους εθνικής ταυτότητας, περνά από τη στενωπό της αυτογνωσίας που δίνει απαντήσεις στην προβληματική νεοελληνική συνείδηση, καθώς είναι εγκλωβισμένη στα αποστεωμένα σχήματα του παρελθόντος. Το αίτημα της παιδείας, εν προκειμένω της κινηματογραφικής, θα δώσει στο άτομο τη θέση που διεκδικεί στο Ιστορικό Παρόν. Με άλλα λόγια το αίτημα της παιδείας ορίζει τα όρια της προόδου και της συντήρησης.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Μπάμπης Ακτσόγλου, 30 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Αθήνα(;): Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, 1989
Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, «Η ενηλικίωση του Φεστιβάλ», Ελληνικός Κινηματογράφος, 1, Οκτώβριος 1966, σελ. 16-17
Βασίλης Ραφαηλίδης, «Η Εβδομάδα του Ελληνικού Κινηματογράφου», Επιθεώρηση Τέχνης, 104, Αύγουστος 1963, σελ. 230-251
Ευάγγελος Χεκίμογλου, Ευφροσύνη Ρούπα, «Η συμβολή της ΔΕΘ στην ελληνική πολιτιστική ζωή», Βήμα Ιδεών, 29, Σεπτέμβριος 2009, σελ. 25

Σύνδεσμοι
Βραβεία και βραβευθέντες 1960-2003

(*) Διδάκτωρ ιστορίας και θεωρίας κινηματογράφου