moretti.jpg

Ο Νάνι Μορέτι γεννήθηκε στο Μπρούνικο της Ιταλίας το 1953. Την πρώτη ταινία του τη γύρισε το 1976 («Είμαι ένας αναρχικός»), ενώ την ίδια χρονιά παίζει στο «Πάντρε Παντρόνε» των αδελφών Ταβιάνι. Το 1978 σκηνοθετεί το «Ecce Bombo», το 1984 το «Μπιάνκα» και το 1985 το «Η λειτουργία τέλειωσε». Ιδρύει δική του εταιρεία παραγωγής, στην οποία κάνει την επόμενη ταινία του το «Παλιομπέλα Ρόσα» (1989). Κάποια προβλήματα υγείας τον κρατούν μακριά από τον κινηματογράφο μέχρι να κάνει το «Αγαπημένο μου ημερολόγιο», τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική, αλλά και εμπορική επιτυχία.
Ο Νάνι Μορέτι μιλάει στα Cahiers du Cinema…

Παλιές και νέες εποχές
Οι σκηνοθετικές απόψεις μου προέρχονται από τις επιλογές που κάνω ως θεατής: δεν αντέχω πια να βλέπω τις ίδιες ταινίες με τους ίδιους διάλογους. Ακόμη και στα σενάρια έχουμε την ίδια κατάσταση. Σήμερα, στην Ιταλία, έχει έρθει μια νέα γενιά, αυτή των «γιάπις του σεναρίου», ο καθένας απ’ αυτούς πιο προσεκτικός από τον άλλο, όσον αφορά στην ισορροπία του σεναρίου στην πλοκή, αλλά χωρίς κανένα πραγματικό πάθος για τη λογοτεχνία, το σινεμά, την πραγματικότητα ή τους ανθρώπους. Με τη δορυφορική τηλεόραση θα έχουμε ανάγκη από σειρές, από τηλεοπτικές ταινίες και έτσι… Πρόκειται, πράγματι, για αριβίστες του γραψίματος.
Στη δεκαετία του ’70, οι σκηνοθέτες  και οι σεναριογράφοι έλεγαν: «Αχ, αυτοί οι νέοι, όλοι τους θέλουν να γίνουν σκηνοθέτες. Δεν υπάρχει κανείς να δεχθεί τη σεμνή δουλειά του σεναριογράφου!». Και τελικά η Ιστορία, με Ι κεφαλαίο, εκδικήθηκε: Σήμερα υπάρχει χιλιάδες νέοι σεναριογράφοι, έτοιμοι να κάνουν έναν κινηματογράφο που δεν θα ρισκάρει τίποτε και για τον οποίο δεν ενδιαφέρομαι, ούτε ως σκηνοθέτης ούτε ως παραγωγός.
Έχω σταματήσει στο σινεμά του δημιουργού, όπως ήταν εκείνο πριν από εικοσιπέντε χρόνια. Βρισκόμουν στο Πέζαρο, για μια ρετροσπεκτίβα του ιταλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60: καμιά σύγκριση! Ακόμη και η πρώτη ταινία του Τίντο Μπρας «Chi lavora è perduto» ήταν ένα όμορφο φιλμ, αρκετά νεωτεριστικό. Γιατί; Γιατί τριγύρω υπήρχε τότε ένα άλλο κλίμα. Σήμερα όλοι είναι εσωτερικά διεφθαρμένοι. Οι ταινίες τους δεν έχουν τα προτερήματα και τα ελαττώματα μιας «πρώτης» ταινίας: είναι από την αρχή έτοιμα προϊόντα, χωρίς ζωή, χωρίς ψυχή…

Παραγωγοί: επιδιώξεις και συμφέροντα
Οι νέοι σκηνοθέτες υποφέρουν, αποδέχονται τη λογική των παραγωγών. Ένα παράδειγμα: «είμαι ένας νέος σκηνοθέτης και κάνω την πρώτη ταινία μου. Προϋπολογισμός: ένα εκατομμύριο λίρες. Ο παραγωγός μου λέει: «Μα, τι είναι αυτές οι ταινίες που είναι μόνο ιταλικές! Πρέπει να βγούμε από τα σύνορα. Εγώ σου δίνω μια Γαλλίδα ηθοποιό, έναν Άγγλο ηθοποιό. Οφείλουμε να σκεφτούμε την ευρωπαϊκή αγορά. Άλλωστε, υπάρχουν και οι Αμερικανοί….». Και η ταινία τελειώνει και στοιχίζει πέντε εκατομμύρια λίρες, εξαιτίας του διεθνούς καστ. Και κάτι τέτοιο δεν αφορά μόνο στην παραγωγή, αλλά και στο αισθητικό αποτέλεσμα: η ταινία αλλάζει. Δεν θα έλεγα πως μια φτωχή ταινία είναι καλή, ενώ μια πλούσια είναι κακή. Δεν συμβαίνει πάντα κάτι τέτοιο, αλλά εννιά φορές στις δέκα, ναι, συμβαίνει. Το χρήμα έρχεται, αλλά όλη η ζωή, η ψυχή φεύγει, όλη η ενέργεια….
Ο σημερινός παραγωγός δεν μοιάζει καθόλου με ευεργέτη, εισπράττει χρήματα από την τηλεόραση, από τους διανομείς, από τις συμπαραγωγές. Αν εισπράξει πέντε εκατομμύρια λίρες, η ταινία δεν θα στοιχίζει πάνω από 3,5 με 4 εκατομμύρια, ενώ τα υπόλοιπα πηγαίνουν στη τσέπη του. Στην Ιταλία, φτάσαμε στο σημείο ο παραγωγός να είναι αδιάφορος για την ποιότητα της ταινίας, για την επιτυχία που θα μπορούσε αυτή να έχει, για την τύχη της στις αίθουσες. Απ’ όπου κι αν το εξετάσουμε, η όλη διαδικασία τού έδωσε χρήματα πριν αρχίσει το γύρισμα.
carodia.jpg
Οι «διεθνείς» ταινίες
Κατά την διάρκεια της ενημέρωσης των δημοσιογράφων, οι παραγωγοί μιλούν για «διεθνή» ταινία. Και έτσι οι δημοσιογράφοι σημειώνουν «διεθνής ταινία». Οι παραγωγοί: «Ήδη, την πουλήσαμε σε 50 χώρες! Μ’ αυτή την ταινία θα πάμε στην Αμερική, οι διάλογοι της είναι στα αγγλικά, επειδή ο ιταλικός κινηματογράφος…..». οι δημοσιογράφοι  συνεχίζουν να σημειώνουν: «αμερικάνικη αγορά», χωρίς το παραμικρό κριτικό πνεύμα. Τελικά, η ταινία βγαίνει κακή, δεν είναι ούτε ιταλική ούτε διεθνής, δεν πηγαίνει στη Αμερική. Τελικά και το να βγει η ταινία σε αμερικάνικες αίθουσες δεν είναι και τόσο μεγάλο πρόβλημα. Έχω όλα τα προβλήματα του κόσμου στο κεφάλι μου εκτός από αυτό: να θέλω να γνωρίζω, αν οι ταινίες μου αρέσουν στο αμερικάνικο κοινό. Ακόμη και το ιταλικό κοινό δεν μ’ ενδιαφέρει. Πόσο μάλλον το αμερικάνικο……
Το χειρότερο είναι πως, τελικά, έχουμε μια κακή ταινία η οποία είναι ένα προϊόν που δεν είναι ούτε καν εμπορεύσιμο. Μήπως μπορούμε να ελπίζουμε πως οι χρηματοδότες θα μάθουν από τα πάθημα τους, πως η τηλεόραση, η διανομή και εκείνοι, οι οποίοι πούλησαν την ταινία στο εξωτερικό, θα νιώσουν υπεύθυνοι της καταστροφής; Σε καμιά περίπτωση! Οι παραγωγοί συνεχίζουν, γιατί κάτι τέτοιο τους επιτρέπει να βάλουν λεφτά στη τσέπη τους και οι χρηματοδότες, συνεχίζουν να πληρώνουν, ενθουσιασμένοι από τις λέξεις «διεθνής ταινία, αμερικάνικη αγορά, αγγλική γλώσσα».

Κριτικές και δημοσιογραφικός λόγος
Στη Βενετία διάβασα κριτικές ανθρώπων, οι οποίοι κάνουν αυτή τη δουλειά τριάντα χρόνια, κι όμως δεν είναι ικανοί να καταλάβουν, αν πίσω από κάποιο σκηνοθέτη υπάρχει κάποιος…, μια επιλογή, μια αισθητική, κάποιος που να γνωρίζει πως γίνεται μια ταινία. Εδώ και πολλά χρόνια οι ιταλικές κριτικές ουσιαστικά λένε μόνο καλά λόγια για τη συντριπτική πλειοψηφία των ιταλικών ταινιών, λες και με το να παινεύουμε τον ιταλικό κινηματογράφο, θα τον σώσουμε. Από την άλλη μεριά, με ενοχλεί αυτή η ευκολία του δημοσιογραφικού λόγου. Πρέπει να αντισταθούμε σ’ αυτό το δημοσιογραφικό λόγο, στο να μιλάμε εύκολα και χυδαία, όπως ακριβώς και ένας σκηνοθέτης οφείλει να αντισταθεί στην παραδοσιακή κινηματογραφική γλώσσα, την έτοιμη, και στους κρετίνους παραγωγούς.
Καταλαβαίνω πως κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, όμως πρέπει να καλλιεργούμε το λόγο μας. Είναι μια πράξη αντίστασης: να αντισταθούμε στους μοντερνισμούς, στα εύκολα πράγματα. Το να τοποθετούμε τη γλώσσα στο ίδιο επίπεδο με τη μόδα ή με μια ξένη διάλεκτο, την οποία δεν καταλαβαίνει κανείς, μας οδηγεί και στο να σκεφτόμαστε με τον ίδιο χυδαίο τρόπο. Εκείνο που αξίζει είναι η ικανότητα μας να αντιστεκόμαστε στη χυδαιότητα  που κυριαρχεί, αλλά όχι γιατί αυτό επιθυμούμε ή επειδή έχουμε ανάγκη να ανακαλύψουμε μια νέα ηθική. Πρέπει να αντιτασσόμαστε στην κυρίαρχη ηθική, στις κυρίαρχες «συμφωνίες».

Talk Show και άλλες πληγές
Η δυσαρέσκεια μου είναι εκείνη ενός προσώπου το οποίο διαβάζει εφημερίδες, βλέπει αυτή την τηλεόραση. υφίσταται αυτή την πολιτική, πηγαίνει στον κινηματογράφο. Είναι δύσκολο να πεις διαφορετικά πράγματα στην τηλεόραση, γιατί εκεί όλα είναι προβλέψιμα, συγκεκριμένα. Ένα παράδειγμα είναι ένα «talk –show», το «Maurizio Costanzo show». Εκεί, είχε γίνει μια βδελυρή «συζήτηση», στη διάρκεια της οποίας αδιάφοροι άνθρωποι, ορισμένοι, μάλιστα, πολύ γνωστοί-ηθοποιοί, σκηνοθέτες, γλύπτες (όλοι πηγαίνουν εκεί, ακόμα και οι πολιτικοί άνδρες! Γιατί άραγε ένας πολιτικός άνδρας πρέπει να πάει εκεί;)- πήγαν για να χαρίσουν τον εαυτό τους στη δημοσιότητα, να μιλήσουν για τους εαυτούς τους, για το σεξ, για τα αισθήματα, για τις προδοσίες, για τα παιδιά που δεν απόκτησαν… Ένα άσεμνο θέαμα, το οποίο κολακεύει τα πιο χαμηλά ένστικτα του κοινού….

Κοινό και δημιουργός
Θα μπορούσε να ρωτήσει ένας επαγγελματίας σεναριογράφος «Γιατί αυτός ο χαρακτήρας είναι λυπημένος; Τι του συνέβη;». Αυτές οι ερωτήσεις δεν με ενδιαφέρουν. Μπορώ να πω ότι αδιαφορώ πλήρως, δεν θέλω να δώσω στο κοινό αυτήν την ικανοποίηση. Το κοινό θέτει ερωτήσεις, είναι δίκαιο, φυσιολογικό, όμως θέλω να το συνηθίσω στις δικές μου ερωτήσεις, όχι να συμβεί το αντίθετο. Επιθυμώ να του επιβάλω τον δικό μου τρόπο δημιουργίας του σινεμά. Ξέρω ότι οι ταινίες μου ερεθίζουν ένα μέρος του κοινού, το οποίο τις βρίσκει βαρετές, δύσκολες. Ξέρω καλά ότι οι ταινίες μου δεν είναι «λαϊκές», όμως θέλω να κάνω αυτές τις ταινίες.

Τα προβλήματα ενός σκηνοθέτη- παραγωγού
Μου αρέσει να δουλεύω με τους ανθρώπους που αγαπάω, αλλά όχι να κάνω την παραγωγή ταινιών «με τον τρόπο του Νάνι Μορέτι». Μου αρέσει να κάνω την παραγωγή ταινιών άλλων σκηνοθετών, αλλά όχι κρατώντας την προσωπικότητα του σκηνοθέτη. Κάτι τέτοιο είναι ένα στοίχημα, αφού οι χειρότεροι παραγωγοί είναι οι σκηνοθέτες που έγιναν παραγωγοί: δημιουργείται ένας υβριδικός συνδυασμός, τον οποίο αποτελούν η προσωπικότητα του παραγωγού- σκηνοθέτη και η προσωπικότητα ενός νέου σκηνοθέτη. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να βοηθώ νέους σκηνοθέτες του κινηματογράφου, όχι όμως με τις αισθητικές απόψεις μου, με την προσωπική οπτική μου για τον κινηματογράφο. Πρόκειται για τις δικές τους ταινίες, όχι για τις δικές μου. Οι σκηνοθέτες –παραγωγοί, οι οποίοι έκαναν κάτι καλό στην Ιταλία είναι ο Όλμι ( σ.τ.μ. Ερμάνο Όλμι –τιμήθηκε με τη Χρυσή Δάφνη του Φεστιβάλ Κανών 1978, για την ταινία «Το δένδρο και τα τσόκαρα»), και ο Μορέτι. Ο Όλμι επειδή είναι καθολικός και ο Μορέτι επειδή είναι μαζοχιστής. Ο Όλμι επειδή αγαπάει πολύ τους άλλους και εγώ επειδή δεν αγαπώ καθόλου τον εαυτό μου.

[Συνέντευξη του Nanni Moretti στους Thierry Jousse, Nicolas Saada. Δημοσιεύθηκε  στα Cahiers du cinéma n° 479-480, mai 1994. Η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. Η Εποχή, Κυριακή, 30 Οκτώβριος 1994. Απόδοση από τα γαλλικά: Νίκος Καλτσάς. ]