του Κωστή Παπαγιώργη
jean-luc-godard.jpg

«Καιρός του φιλήσαι, καιρός του μισείσαι». Η παταγώδης εκθρόνιση ενός σκηνοθέτη σαν τον Γκοντάρ/ Jean-Luc Godard -παραδοσιακό σύμπτωμα για τα παρισινά πνευματικά ήθη- δεν αφορά μόνο τους σινεφίλ. Όποιος τρώει το εκλεκτό κομμάτι της πίτας, είναι βέβαιο ότι κάποτε θα πεινάσει αν δεν γίνει και διακονιάρης. Ειδικά στη Γαλλία, που έχει παθολογική ανάγκη εφήμερες διάνοιες και πρωταθλητές του πνεύματος, η ενθρόνιση και η εκθρόνιση αποτελούν πάγια κατάσταση. Στην περίπτωση του Γκοντάρ, μάλιστα το σύμπτωμα έλαβε διαστάσεις σοβινιστικής ψύχωσης. Τι είχε επιτύχει ο πάλαι ποτέ νεαρός σκηνοθέτης που έκλεψε τις καρδιές των συμπατριωτών του; Ότι γύρισε κάποιες ενδιαφέρουσες ταινίες, κανείς δεν το αμφισβητεί. Ότι η γαλλική κινηματογραφία έκανε το γύρο του κόσμου με αυτοκρατορικό εισιτήριο, είναι και αυτό γεγονός. Ωστόσο, το μυστικό βρίσκεται αλλού. Στη Γαλλία, το καλλιτέχνημα για να σκλαβώσει την κοινή γνώμη, πρέπει να συνάπτεται με μια έμφαση διανοητικής προπέτειας. Ο Παριζιάνος θέλει κάποιος να του βάλει τα γυαλιά. Άπαξ και αυτό επιτευχθεί, εφεξής όλα είναι διαφορετικά, γιατί ο «εκλεκτός» ανανέωσε το νου και την όραση.
godard4.jpg«Κομμένη ανάσα» [À bout de souffle, 1960], ο «Τρελός πιερότος» [Pierrot le fou, 1965], η «Παντρεμένη γυναίκα» [Une femme mariée, 1965], το «Δύο τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν» [2 ou 3 choses que je sais d'elle, 1966] κ.λπ. έλεγαν, προφανώς, μια ιστορία. Αλλά, ποιος ενδιαφέρεται για τόσο ταπεινά πράγματα; Οι μεγάλες πρωτεύουσες -αφηγηματικά τουλάχιστον- είναι εξαντλημένες. Η πλοκή έχει ξεθυμάνει. Μόνο αφελείς τολμούν να σερβίρουν δράματα στον Γάλλο. Μεσοπόλεμο, Κατοχή, Αλγερία, επαρχία, υπόκοσμος έχουν δύσει σαν θέματα. Ο νεαρός Γκοντάρ είχε πλήρη συνείδηση του τόπου και του χρόνου. Επέλεξε, λοιπόν, τη μόνη ευφυή λύση: ο Παρισινός δεν κερδίζεται με το κοινότοπο δράμα ή δραματάκι -για να τον ενθουσιάσεις, οφείλεις να του σερβίρεις τη σολομωνική τής περίτεχνα «υπονομευόμενης» ιστορίας. Οι παρεκκλίσεις, τα σοφά κομπιάσματα, η χλωροφορμισμένη συγκίνηση –με άλλα λόγια: ξέρω περισσότερα από όσα λέω- υποδηλώνουν μια πνευματική υπεροχή απέναντι στην πραγματικότητα αμιγώς γαλλική. Υπηρετώντας γνωστές φιλοσοφίζουσες μόδες, ο Γκοντάρ δίδαξε με τη σειρά του ότι είμαστε κάτι παραπάνω από αυτό που ζούμε. Είναι μήπως σύμπτωση ότι η γαλλική κριτική της λογοτεχνίας υπερτερεί κατά πολύ έναντι της πρωτογενούς λογοτεχνίας; Ο παρισινός υπερδιανοητισμός -με ό,τι στείρο και εγωκεντρικό συνεπάγεται (γαλατικό σαράκι μετά τον Μπέρξονα)- θεωρεί ζήτημα εθνικής τιμής να λατρεύει την εξήγηση περισσότερο από τη συγκίνηση. Πως θα ξέφευγε ο νεαρός σκηνοθέτης από αυτή τη ναρκισσιστική πανούκλα; Με μέγιστη φιλοδοξία και υποτυπώδη διαβάσματα, αποφάσισε να δραματοποιήσει κινηματογραφικά κάποια ακραιφνώς «δοκιμιακά» συμπεράσματα.
Άλλωστε, στις ταινίες του, πλάι στην αγλαή κεφαλή της Άννας Καρίνα/ Anna Karina, εμφανίζονται επεισοδιακά -σε κανονική παρέλαση- εξώφυλλα από βιβλία της μόδας Γκολντμάν, Μπαρτ, Γκριγιέ, Σαρτρ κ.λπ. Πώς να μιλήσεις στους αυστηρούς κήνσορες αν δεν έχεις προικιστεί με κάποιο αλληθώρισμα προς τη βιβλιοθήκη; Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο διανοουμενισμός του Γκοντάρ ισοδυναμούσε με τρανταχτό πιστοποιητικό παρισινής εθνικοφροσύνης. Δεν ήταν αφελής, ανυποψίαστος, παρορμητικός επαρχιώτης που αναμασάει τα φτωχά του βιώματα. Απεναντίας, έπινε νερό από το σοφό κυλικείο. Εδικαιούτο, λοιπόν, τη μυθοποίηση. Ενώ οι ομότεχνοι του, την ίδια εποχή, έπλαθαν την παλιά ιστορία -και καλά έκαναν-, αυτός επέμενε να λέει και να σχολιάζει, να αφήνει περιθώριο στο πλάνο, σάμπως να πρόκειται για τεφτέρι του θεατή, όπου ο επαρκής σινεφίλ αναγνωρίζει το σοφό του εγώ. Καμώματα; Πρωτοπορία; Πληθωρική δημιουργικότητα που δεν αντέχει την ωρίμανση; Λίγο απ’ όλα αυτά και τίποτα ολοκληρωμένο, ο Γκοντάρ πέρασε στις συνειδήσεις -από τα καφενεία ως τα πανεπιστήμια- σαν ακάματη συνείδηση που μιλάει από το μέλλον της κινηματογραφίας.
Αλλά για πόσο; Ήρθε μια εποχή που η κάψα πέρασε και ο νεαρός «γέρασε» -στη Γαλλία οι διανοούμενοι γερνάνε γρήγορα! Όχι μόνο δεν έκανε πια ταινίες, αλλά η ίδια η τεχνοτροπία του έμοιαζε με εξοργιστικό ευφυολόγημα. Προκειμένου λοιπόν να πνιγεί από τα χέρια του ίδιου του έργου του, ο Γκοντάρ μεταμφιέστηκε σε βετεράνο. Τι σοφή παρωδία! Το τρομερό παιδί με την κάμερα επ’ ώμου, αίφνης, μέσα σε δύο δεκαετίες, μεταμφιέστηκε σε ένα Παρισινό «Χάιντεγκερ»! Η ανεπάρκεια του ύφους του έβρισκε τώρα τα παραπλήρωμα της στη στυφή και αγέλαστη αυθεντία ενός φτασμένου ειδήμονα. Στο μεταξύ ο Χιούστον έκανε ταινίες σε βαθιά γεράματα. Το ίδιο και ο Μπέργκμαν (που υποστήριζε πάντα ότι προτιμά τα γουέστερν από τα σκαριφήματα του Γκοντάρ ...) Ωστόσο, ο Γάλλος σκηνοθέτης, θεωρώντας χρέος του να αρθεί πάνω από αυτό το ταπεινό επάγγελμα, αντί να κινηματογραφεί, ενέδωσε σε σιβυλλικά φληναφήματα. Γιατί λοιπόν να μη στραφεί εναντίον του η ντόπια «χαιρεκακία» και να μιλήσει για «χρόνια ανία» και «εξαπάτηση»; Το σύνδρομο της γκιλοτίνας δεν ολιγώρησε και ετούτη τη φορά. Τα καφενεία του Παρισιού άλλωστε είναι μοναδικά στη ανάδειξη και στη κατάρριψη των μύθων. Αφού πρώτα κολακεύσουν και κολακευθούν, αφού ζήσουν ένα φεγγάρι υπό το καθεστώς μιας ιδέας και μιας προσωπικότητας, κατόπιν επιστρέφουν το θαυμασμό με την τεχνοτροπία της μαρμάγκας. Τι είχαμε, τι χάσαμε; Καιρός του βαλείν λίθους, καιρός του συναγαγείν λίθους...

[Δημοσιεύτηκε στην εφ. Επενδύτης, Σάββατο 28- Κυριακή 29 Νοεμβρίου 1998]