(με αφορμή την ταινία Short Cuts)
robert-altman.jpg

Λογοτεχνία -σενάριο -κινηματογράφος
Όσο εργαζόμασταν στο σενάριο [για την ταινία «Στιγμιότυπα»/ Short Cuts], η σκέψη μας δεν ήταν η λογοτεχνική μεταφορά των διηγημάτων του Ρέιμοντ Κάρβερ/ Raymond Carver, αλλά η χρησιμοποίηση των προσώπων, των δομικών στοιχείων των ιστοριών και των συναισθημάτων των ατόμων, για τα οποία έγραψε, καθώς και η δραματοποίηση τους σε πολλαπλές αφηγήσεις περισσότερο κοντινές στο βιβλίο.
Οι νουβέλες του Κάρβερ δεν έχουν αρχή και τέλος και βεβαίως δεν έχουν ίντριγκα, απλώς περιγράφουν τα γεγονότα της ζωής. Με σεβασμό στην καρδιά του κειμένου, ο συν-σεναριογράφος μου [ σ.τ.ε. Frank Barhydt] και εγώ πραγματοποιήσαμε την προσαρμογή κάποιων ιστοριών, κάναμε τα πρόσωπα να κινηθούν από το ένα επεισόδιο στο άλλο, μέχρι που επινοήσαμε και άλλους πρωταγωνιστές. Για να δώσουμε ομοιογένεια σ’ αυτή τη σούπα αλά Κάρβερ θα ‘πρεπε να μετακινούμε τα πρόσωπα όπως τα πιόνια στην σκακιέρα.
Το σύμπαν του Κάρβερ είναι αυτό των «χαμένων» και των αλκοολικών, και εγώ προσπάθησα να ελαφρύνω λίγο τη μελαγχολική του ματιά στον κόσμο. Έτσι εξηγείται ο ρυθμός της ταινίας που περνά από το τραγικό στο κωμικό. Άλλωστε η σύνθεση όλων των ταινιών μου στηρίζεται στην ιδέα ότι οι άνθρωποι γελούν όταν πρόκειται να πεθάνουν. Με κατηγόρησαν ότι δεν έχω κάνει ούτε μια ταινία με τέλος ευτυχισμένο…
Αλλά από τον ίδιο τον ορισμό το τέλος δεν είναι ποτέ ευτυχισμένο. Ο θάνατος είναι το μοναδικό πραγματικό τέλος που γνωρίζω. Όπως έλεγε η Ντόροθι Πάρκερ: «Μπορούμε να έχουμε μια ευτυχισμένη ζωή, όμως κανείς ποτέ δεν είχε ένα ευτυχισμένο θάνατο».
short-cuts.jpg
Το Χόλιγουντ και οι άλλοι
Αν στο Χόλιγουντ δεν ασχοληθείτε με την ίδια συνταγή, με εκείνη που είχε προηγουμένως επιτυχία, δεν μπορούν να καταλάβουν τι προσπαθείτε να κάνετε. Είναι έμποροι που πουλάνε στρογγυλά πιάτα, και αν κάποια μέρα, κάποιος φτάσει με τετράγωνο πιάτο δεν θα το αγοράσουν, γιατί θα είναι πολύ δύσκολο να το πουλήσουν. Όσο πιο περίπλοκη είναι η σύνθεση της ταινίας, τόσο περισσότεροι θεατές είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν με προσοχή την ταινία και γι’ αυτό το λόγο δεν έχουμε θεατέ. Αν αγαπάτε ταινίες όπως τα «Στιγμιότυπα», το μυαλό σας δουλεύει περισσότερο.
Αν είχαμε τη δυνατότητα να μετρήσουμε αυτή τη δραστηριότητα θα βλέπαμε τη διαφορά ανάμεσα στα «Στιγμιότυπα», όπου εκεί λειτουργεί περισσότερο και σε μια ταινία περιπέτειας και αγωνίας, όπως ο «Φυγάς» [σ.τ.ε. The Fugitive (1993) .σε σκηνοθεσία Andrew Davis]. Ο μηχανισμοί είναι οι ίδιοι: ο φόβος, κ.τ.λ. Για τα «Στιγμιότυπα» οι θεατές είναι πιο ενεργητικοί.
Το χολιγουντιανό μοντέλο ταινίας δεν έχει παρά ένα μόνο επίπεδο ανάγνωσης. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Πάντως αυτή η διαφορά ανάμεσα στις ταινίες του Χόλιγουντ και τις άλλες, κάνει τις άλλες ταινίες ευχάριστες γι’ αυτούς που τις αγαπούν. Τις αγαπούν πραγματικά γιατί μπορούν να δουν τόσα πολλά πράγματα σ’ αυτές. Είναι πολλοί καθρέφτες, όχι ένας. Είναι ένα πρίσμα. Μπορούν να πλησιάσουν αυτό που βλέπουν από πολλές πλευρές της ίδιας τους της ζωής, των πραγματικά προσωπικών σκέψεων τους. Αν αυτό δεν λειτουργούσε έτσι, δεν νομίζω πως θα το έκανα. Ο «Φυγάς» είναι πολύ καλός, πάρα πολύ καλά φτιαγμένος, με πάθος αλλά δεν νομίζω πως θα μπορούσα να τον κάνω.

Αναδρομές και σχέδια
Κοιτάζω πίσω, στο παρελθόν, αδιάκοπα. Εκεί βλέπω όλα τα γεγονότα, κυρίως τα τυχαία. Πιστεύω πως η ζωή είναι δομημένη με βάση το τυχαίο. Αν με ρωτούσαν πριν είκοσι χρόνια πώς το έργο μου δεν έχει ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα, πως όλα τα στοιχεία ήταν τελείως διαφορετικά, προσωπικά επιλεγμένα. Μα όταν βλέπω όλη τη δουλειά που έχω κάνει συνειδητοποιώ πως πρόκειται από το ίδιο βιβλίο και πως οι δουλειές είναι τα κεφάλαια.
Τώρα δουλεύω σ’ ένα φιλμ που αφορά τη μόδα, το Prêt-à-Porter [1994] μαζί με τον σεναριογράφο μου από τα «Στιγμιότυπα». Ετοιμάζουμε επίσης και μια καινούργια ταινία, το Blondie”, ενώ δουλεύουμε για το «Περισσότερα Στιγμιότυπα», μια συνέχεια της ταινίας μου. Και η τέταρτη ταινία αφορά στη Μάτα Χάρι, και το σενάριο της γράφτηκε από τον Ντέιβιντ Γουίλιαμσον, σεναριογράφο στα «Επικίνδυνα Χρόνια» και στο «Καλλίπολη».
Όσο για το Χόλιγουντ, καμιά φορά με θυμούνται. Όμως δεν έχω κανένα λόγο να δουλέψω μ’ αυτούς τους ανθρώπους, γιατί δεν μπορώ να βρω κανένα σημείο επαφής μαζί τους. Δεν ξέρουν πώς να πουλήσουν τις ταινίες μου και δεν γνωρίζω πώς να κάνω τις δικές τους. Επομένως δεν υπάρχει καμιά αιτία συνεργασίας. 

(Ελληνική μετάφραση Ν.Κ.. Δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Εποχή Κυριακή 23 Ιανουαρίου 1994)