του Louis Skorecki
tornes0.jpg

Αυτός ο άνθρωπος πέθανε. Οι καλλιτέχνες πεθαίνουν επίσης, ακόμη και οι πιο μεγάλοι. Και ο Σταύρος Τορνές -είναι το όνομα αυτού του ανθρώπου, ενός Έλληνα, τον βλέπουμε εδώ στην ταινία του το 1982, Μπαλαμός, ζωντανό, ακόμη περισσότερο αλλόφρονα από τρελό άλογο με το οποίο αντιπαραβάλλεται -, αυτός εδώ ο άνθρωπος πέθανε.
Κάθε θάνατος είναι ένα σκάνδαλο, αλλά ο δικός του είναι απαράδεκτος. Ο Σταύρος Τορνές δεν είχε δικαίωμα να πεθάνει. Το επέτρεψε στον εαυτό του. Είχε χωρίς αμφιβολία τους λόγους του, αλλά θα έπρεπε να μείνει αιώνιος.
Το πιο αστείο, είναι ότι θα μπορούσε. Ο Σταύρος Τορνές ήταν κινηματογραφιστής. Μια λέξη που σήμερα ακούγεται σαν βρισιά, σαν βλαστήμια. Συνήθως χρησιμεύει για να χαρακτηρίζει τους κιβδηλοποιούς. Η εποχή ανήκει οριστικά στην τηλεόραση (τόσο το καλύτερο) κι αυτό δημιουργεί μια κατάσταση ώστε την έννοια του κινηματογράφου την έχουν σφετεριστεί οι κατασκευαστές των βίντεο-φιλμ, τηλεοπτικών-φιλμ, των οποιονδήποτε φιλμ.
Αυτός ήταν κινηματογραφιστής. Δεν ήταν παρά αυτό. Ποιητής, φιλόσοφος, προφήτης. Αλλά ποιητής στον κινηματογράφο, προφήτης εικόνων/ μηνυμάτων για τον πλανήτη.
Ήταν ο μεγαλύτερος των σημερινών κινηματογραφιστών. Πέθανε μέσα στην ανωνυμία που είχε διαλέξει, με τη συνείδηση πως είναι ένα ζώο, σε εξαφάνιση, ο επιζών μιας τελειωμένης εποχής όπου οι λέξεις τέχνη και σινεμά, καλλιτέχνης και κινηματογραφιστής δεν ήταν ακόμη, χυδαίες λέξεις.
tornes3.jpg
Ήταν νέος -59 χρoνών για έναν κινηματογραφιστή, είναι η παιδική ηλικία -αλλά το να είσαι ο πιο μεγάλος και ο πιο άγνωστος, φθείρει. Φθείρει γρήγορα και δυνατά ακόμη κι όταν έχεις διαλέξει να παραμείνεις άγνωστος για να μπορείς να συνεχίσεις να κάνεις σινεμά.
Σε κάθε δευτερόλεπτο ο Σταύρος Τορνές γερνούσε μια ώρα. Φθαρμένος από την αγωνία του κινηματογράφου, πέθανε από την επιθυμία -αγάπης- να τον αναστήσει, έστω με το τίμημα της ίδιας του της καταστροφής.
Να δώσει ζωή στη γυναίκα κινηματογράφο και να πεθάνει.
Φθείροντας το σώμα του τρεφόμενος με οτιδήποτε -μια ηθική του φτωχού. Χωρίς ασκητισμούς ή άλλες ηλιθιότητες. Χωρίς άλλοθι. Χωρίς δίχτυ.
Απελαυμένος, περιθωριακός, σύντροφος δρόμου όλων των «σκουάτερ» της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, όλων των αλητών του αστικού ντελίριου, φίλος των ζώων επειδή ήταν ένα, ναι λοιπόν, μια ανωμαλία, ένα ορυκτό, ένα τοπίο αυτός μόνος του, διέσχισε αυτόν το μισό αιώνα, πολύ γρήγορα για να γίνει αντιληπτός και πολύ αργά για να διακρίνεις ότι κινείται. Πολύ έντονα για να τον αγαπήσουμε.
Οι ταινίες του δεν είναι παρά δικές του. Δηλαδή εκτός και αν τις δεις (περιμένουμε με ανυπομονησία μια αναδρομή σημαντική στην ταινιοθήκη, πραγματικές προβολές σε μια δύο κινηματογραφικές αίθουσες, άρθρα, αφιερώματα, ίχνη) είναι αδύνατον να τις περιγράψεις ή να τις διηγηθείς. Είναι ένας Παζολίνι περισσότερο παζολινικός και από τον Παζολίνι, ένας Στράουμπ λιγότερο δογματικός, ένας Μουρνάου του παρόντος χρόνου.
Ο Σταύρος Τορνές πέθανε την περασμένη Τρίτη, μια εικοστή έκτη Ιουλίου, στις εννέα το βράδυ. Εδώ και ένα χρόνο μαχόταν με τους γραφειοκράτες του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, στην Αθήνα για να του δώσουν επιτέλους τέσσερα εκατομμύρια δραχμές για να κάνει την ταινία του. Ήξερε ότι ήταν η τελευταία. Ήξερε ότι επρόκειτο να πεθάνει (καρκίνος, άρνηση νοσηλείας κ.τ.λ.), ήθελε απλά να χρησιμοποιήσει τις τελευταίες του δυνάμεις σ’ αυτόν τον Ροβινσώνα Κρούσο που δεν θα δει ποτέ το φως. Τέσσερα εκατομμύρια δραχμές, κάνει περίπου το 200.000 φράγκα, είκοσι γαλλικά παλιοεκατομύρια παλαιά, ο μέσος όρος των ταινιών του. Οι έλληνες «κινηματογραφιστές», οι άλλοι, παίρνουν από το κέντρο με τη σειρά, πενήντα εξήντα εκατομμύρια και πλέον. Είναι σύνηθες να χρειάζονται και πέντε χρόνια για να σκηνοθετήσουν με έμφαση, «ταινίες» που κοστίζουν είκοσι Σταυρός Τορνές.
Ο Σταυρός γυρίζει σ’ ένα χρόνο ένα αριστούργημα, οι άλλοι μαστορεύουν σε μισή δεκαετία μνημεία ακαδημαϊσμού. Ο Παπατάκης μόνος, ίσως (που αγαπά, θαυμάζει και ήθελε να οργανώσει ένα αφιέρωμα στον Τορνέ), ξεφεύγει από αυτή την ορδή των δραχμοφάγων που σκότωσαν, λίγο πιο γρήγορα, το «γέρο» Σταύρο.
Την ίδια την ημέρα του θανάτου του, λίγες ώρες πριν το μάθουμε, το Κέντρο ανακοίνωσε πως παραχωρούσε επιτέλους τα τέσσερα του εκατομμύρια στον Ροβινσώνα Κρούσο. Δεν ήξεραν. Σήμερα το μετανιώνουν ίσως. Ο χρόνος θα κρίνει.
Ο Σταύρος Τορνές, σκηνοθέτησε στην Ελλάδα με τον Κώστα Σφήκα, την πρώτη του ταινία, Θηραϊκός Όρθρος. Είμαστε στα 1967. Ήδη έχει κάνει τον ηθοποιό, τον τεχνικό, όλων των ειδών τις μικροδουλειές. Θα συνεχίσει να επιβιώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο στην Ιταλία, εμφανιζόμενος στην Πόλη των γυναικών του Φελίνι, κάνοντας το βοηθό του Αντονιόνι, κερδίζοντας πάντα μόλις αρκετά για να διατηρηθεί στη ζωή και να γυρίζει.
tornes1.jpgΣτουντέντι, Αντίο Ανατόλια, Κοάτι (αυτή η πρώτη μεγάλου μήκους θαμπώνει τους θεατές που την αρπάζουν όπως ένα κομήτη στο φεστιβάλ της Τουλόν /Υέρς στα μέσα της δεκαετίας του ’70). Εξωπραγματικό, τόσοι τίτλοι που δεν είναι, παρά για την ώρα, η υπόσχεση μελλοντικών θαυμάτων.
Τόσα ιταλικά θαύματα, κλεμμένα στο δρόμο, στην απόγνωση, στη δυστυχία.
Το 1982, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Σταύρος σκηνοθετεί τον Μπαλαμό, ταινία –βουβάλι, δεύτερη μεγάλου μήκους, αυτός του οποίου η εικόνα –άλογο σας κοιτά στο δευτερόλεπτο που εσείς διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Το κατοικεί, το παίζει, κάνει δώρο το σώμα του στην ταινία όπως άλλοι στην επιστήμη. Ήδη, αρχίζει να πεθαίνει επειδή ζει πολύ το σινεμά.
Τρεις ταινίες ακόμη, Καρκαλού (19840, Ντανίλο Τρέλες (1986), Ερωδιός (1987), και τέλος. Μυθολογίες καθημερινές, φιλοσοφικές εποποιίες, αλληγορίες κακογραφημένες.
Βλέπουμε τον κόκο της ταινίας, το δέρμα των ζώων, τα μάτια των ανθρώπων. Βλέπουμε καθαρά.
Στις εικόνες που μας αφήνει ο Σταυρός Τορνές, οι μεθύστακες κάνουν τον Ρεμπώ, οι φουρνάρηδες παίζουν κάνοντας έρωτα με την άμμο, οι νέγροι καλούν τη μαυράδα.

Είναι ένας κινηματογράφος πριν από τον κινηματογράφο. Όμηρος στην κάμερα, Ηράκλειτος στον ήχο. Ένας κινηματογράφος ρακοσυλλέκτης, ψιθυρισμοί -Εμμαούς, επωδοί στον Λουμιέρ: «Γιατί με άφησες τελείως μόνο, εφευρέτη του διαβόλου;»
Ο Σταύρος έχει συζητήσει έτσι, σε κάθε στιγμή της ζωής του, με το θεό Σινεμά. Υπήρξε αιρετικός, φιλόσοφος, φτωχός ανάμεσα στους φτωχούς. Στο «Γιατί κινηματογραφείτε»: αναφέρει ένα από τα κείμενα του, του 1977: «Ο κινηματογράφος είναι ο χώρος όπου εσύ κι εγώ αναγνωριζόμαστε, «εγώ» και οι άλλοι φιλιόμαστε».
Η αγάπη, τίποτα άλλο.
Ο Σταύρος, έτσι μίλησε, έζησε, κινηματογράφησε μαζί με τη Σαρλότ Βαν Γκέλντερ. Χωρίς αυτήν, τίποτα δεν θα υπήρχε. Δεν έχει πεθάνει όσο αυτή είναι εδώ για να συνοδεύει τις ταινίες που μαζί έκαναν.
Σε κάποιο μέρος στον κόσμο, όμως ένα ορφανό κλαίει.

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφ. Liberation της 1.8.1988. Την ελληνική  μετάφραση έκανε ο Στ. Καπλανίδης και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΑΝΤΙ τ.381, 26-8-1988)