(σχόλιο για την ταινία The Man Who Wasn't There του Joel Coen)
coen3.jpg

Το βιβλίο ιστορίας καταγράφουν τα γεγονότα αντικειμενικά (όσο αυτό είναι δυνατό), ως εξωτερικοί παρατηρητές.
 Τα γεγονότα της εσωτερικής ζωής του καθενός δεν “καταγράφονται” πουθενά κατά τον ίδιο τρόπο, αν και οπωσδήποτε η σχέση των εσωτερικών μας γεγονότων  (του ψυχισμού μας) με τον εξωτερικό κόσμο διαμορφώνει την ίδια την ιστορία. Ο κινηματογράφος είναι η τέχνη που μπορεί να εμφανίζει τις κινήσεις, τις εντάσεις, τα νοήματα και τις συγκινήσεις του εσωτερικού μας κόσμου εξωτερικά με τρόπο μοναδικά ιδιόμορφο (κάνοντας χρήση των τεχνικών μέσων του σινεμά). Έτσι, καταγράφει κατά μια έννοια τις διαφορετικές εκδοχές της σχέσης του ψυχισμού μας με τον κόσμο γύρω μας.
 Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ταινία The Man Who Wasn't There/ Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί των αδερφών Coen. Ένας πρωταγωνιστής που δεν μιλάει σχεδόν καθόλου, παραμένει ανέκφραστος χωρίς ξεσπάσματα και έντονες εκφράσεις, με δύο λόγια περνάει μάλλον απαρατήρητος. Κανένα βιβλίο δεν θα γράψει ποτέ γι αυτόν.
Την ίδια στιγμή ο Ed Crane είναι ο κεντρικός ήρωας της ταινίας και ο μοναδικός αφηγητής της ιστορίας του. Όσα δεν λέει ποτέ εξωτερικά ως χαρακτήρας, τα διηγείται σε εμάς ως έναν εσωτερικό μονόλογο. Παρουσιάζει ένα αδικαιολόγητο (για έναν απλό κουρέα σαν αυτόν) ενδιαφέρον για τη μουσική του Μπετόβεν. Καπνίζει διαρκώς τα τσιγάρα του, βλέπουμε τον καπνό να τυλίγει το πρόσωπό του σε αργά πλάνα και το ίδιο αργά βλέπουμε τον ίδιο να παρακολουθεί τους περαστικούς να πηγαίνουν στη δουλειά τους ακολουθώντας την κανονική ροή του χρόνου και της εξωτερικής πραγματικότητας.
coen1.jpg Στη μόνη ίσως σκηνή όπου η δράση – δηλαδή η εξωτερικά εκφρασμένη ένταση του σώματος, ως κίνηση – είναι παρούσα, είναι εκείνη όπου ο Crane θα παλέψει με τον εραστή της γυναίκας του και θα τον σκοτώσει. Αμέσως μετά όμως θα επιστρέψει σπίτι και θα καθίσει στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου καθόταν πριν, στην άκρη του κρεβατιού, κοντά στα πόδια της γυναίκας του, και θα συνεχίσει την αφήγησή του από το σημείο που την είχε αφήσει. Με αυτό τον απλό, μα τόσο έκδηλο τρόπο θα δειχτεί κινηματογραφικά, ότι το γεγονός της εξωτερικής ζωής –και τι γεγονός! ένας φόνος- είναι περισσότερο μια παρένθεση στην εσωτερική ροή και την πραγματικότητα της αφήγησης.
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία, ο αργός ρυθμός –που δεν αλλάζει ακόμα και σε σκηνές κορύφωσης- τα πλάνα όπου ο χρόνος των εσωτερικών γεγονότων επιβραδύνεται (slow motion) για να ταιριάξει στον ρυθμό και στην ατμόσφαιρα του Crane, η μουσική του Μπετόβεν (ακούγονται αποκλειστικά τα αργά μέρη από τις σονάτες του, adagio sestenuto, andante) εμφανίζουν μπροστά μας έναν κρυμμένο χώρο και έναν άλλο χρόνο, εκείνον της εσωτερικής ζωής του πρωταγωνιστή, εκείνον που καμιά ιστορία δεν θα καταγράψει ποτέ και κανείς ερευνητής δεν είναι ικανός να βρει εκεί έξω.
Ο Crane είναι ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί ακόμα και στον ίδιο του τον θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα, στην τελευταία σκηνή, που παρουσιάζεται χωρίς ίχνος πόνου και αγωνίας, όπως θα περιμέναμε να δούμε αν ο σκηνοθέτης ενδιαφερόταν να μας παρουσιάσει την εξωτερική, ρεαλιστική, ορατή κατάσταση ενός μελλοθάνατου, Η τελευταία σκηνή είναι λουσμένη σε ένα άπλετο και εντελώς αδικαιολόγητο  φως. Αδικαιολόγητο επείδή αυτό το φως δεν είναι το συμπλήρωμα της σκιάς,  δεν έχει δηλαδή να κάνει με τις φωτοσκιάσεις που συναντάμε στον εξωτερικό κόσμο, αλλά έχει να κάνει με μία λευκότητα ενός άλλου, κρυμμένου – αλλά όχι λιγότερο πραγματικού - κόσμου.
Αυτό το “εκεί” του τίτλου είναι ξεκάθαρο πια, γιατί μοιάζει να αναφέρεται στο εξωτερικό “εκεί” της πραγματικότητας. Ο Crane ήταν περισσότερο στο “αλλού” της δικής του εσωτερικότητας, χωρίς να καταφέρει να συγχρονίσει το ρυθμό και την πνοή του με εκείνον του κόσμου γύρω του.
Οι αδελφοί Coen γυρίζουν μια ταινία που ισορροπεί λεπτά ανάμεσα στη δύναμη της εξωτερικής δράσης από την μια, και την ένταση μιας αόρατης κίνησης εσωτερικών γεγονότων και συγκινήσεων από την άλλη, μια πραγματικότητα που ο καθένας κρύβει μέσα του και κουβαλά μαζί του χωρίς πάντοτε να βρίσκει τον τρόπο να εκφράσει τη σχέση του εκεί με το αλλού, του έξω με το μέσα.

Γιώργος Παυλίδης

(Δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο του συγγραφέα http://cogito-ergo-film.blogspot.gr/)