zerodark.jpg

του Henry Proter/ The Observer

Στα 45 πρώτα λεπτά της νέας ταινίας για τον φόνο του Οσάμα Μπιν Λάντεν, με τίτλο Zero Dark Thirty, υπάρχουν εμβόλιμες σκηνές με πράκτορες της CIA να βασανίζουν έναν ύποπτο που ονομάζεται Αμάρ. Ο βασανισμός λαμβάνει χώρα σε μια ανώνυμη τοποθεσία και υποθέτω ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «τυπικός»: το θύμα στερείται τον ύπνο, ξυλοκοπείται, υφίσταται εικονικούς πνιγμούς. Τελικά, δίνει κάποιες πληροφορίες που οδηγούν Αμερικανούς πεζοναύτες στο κρησφύγετο του Μπιν Μάντεν.
Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι, χωρίς αυτήν την κτηνωδία, ο Μπιν Λάντεν θα ήταν ακόμα ζωντανός και ελεύθερος να επιτεθεί στις ΗΠΑ. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα με τον φαινομενικά τολμηρό ρεαλισμό του φιλμ της Κάθριν Μπίγκελοου. Αντλώντας από εκατομμύρια σελίδες ντοκουμέντων της CIA, η αρμόδια επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας έφτασε στο συμπέρασμα ότι αυτό που οδήγησε στον Μπιν Λάντεν ήταν η σχολαστική δουλειά των υπηρεσιών αντικατασκοπείας και όχι τα βασανιστήρια. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι σκηνές που επινοήθηκαν με την ίδια στρεβλή λογική όπως στη σειρά «24» του καναλιού Fox, όπου τα βασανιστήρια συνεχώς παρουσιάζονται ως τρόπος απόσπασης ζωτικών πληροφοριών, περιελήφθησαν στην ταινία με στόχο τον δραματικό, πολιτικό, ακόμα και πορνογραφικό εντυπωσιασμό.
Ο ρεαλισμός που επικαλούνται η Μπίγκελοου/ Kathryn Bigelow και ο σεναριογράφος της, ο Μαρκ Μπόαλ, είναι ψεύτικος όχι μόνο λόγω αυτής της ανακρίβειας σχετικά με το κυνήγι του Μπιν Λάντεν, αλλά περισσότερο διότι οι τόσο σκληρές αυτές σκηνές δεν αγγίζουν καν την πραγματικότητα στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρότερη.
Η σκηνοθέτις θα έπρεπε να μάθει την ιστορία του Σαμί αλ-Σααντί. Ή, καλύτερα, να ακούσει την κόρη του, τη Χαντίγια, που έδωσε την πιο ανατριχιαστική αναφορά στο BBC για την παράδοση του πατέρα της στη Λιβύη ως μέρος μιας συμφωνίας της χώρας με τον Μαρκ Αλεν, της Μ16, πράξη για την οποία η οικογένεια Σααντί πρόκειται να λάβει 2,1 εκατ. στερλίνες αποζημίωση από τη βρετανική κυβέρνηση.
Φανταστείτε τον φόβο των παιδιών του Σααντί όταν τα χώρισαν από τους γονείς τους σε πτήση από το Χονγκ Κονγκ στην Μπανγκόκ, όπου στο αεροπλάνο ανέβηκαν πέντε άνδρες του Καντάφι. Οταν έφτασαν στην Τρίπολη, η Χαντίγια είδε τον πατέρα της με χειροπέδες και μια βελόνα στο μπράτσο. Εφθασε κατόπιν ο Μούσα Κούσα, ο υπεύθυνος ασφαλείας του Καντάφι, και άρχισε η μακρόχρονη περίοδος φυλάκισης και βασανισμού του Σααντί.
Τίποτα στην ταινία της Μπίγκελοου και του Μπόαλ δεν μπορεί να συλλάβει τις τρομερές συνέπειες των παραδόσεων αυτού του είδους στα θύματα και τις οικογένειές τους, ούτε, άλλωστε, την υποκρισία των δυτικών κυβερνήσεων που «εξήγαγαν» την κτηνωδία και που οι εκπρόσωποί τους κοίταζαν σαν θεατές ανθρώπους να υφίστανται σοδομισμούς και ηλεκτροσόκ την ώρα που οι ηγέτες των «πολιτισμένων» χωρών καθησύχαζαν τον εαυτό τους ότι αυτός είναι ο ενήλικος κόσμος της real-politik.
Ο Τόνι Μπλερ έκλεισε τη συμφωνία με τον Καντάφι για την παράδοση δύο εχθρών του δικτάτορα -του Σααντί και του Αμπντέλ Χακίμ Μπελχάτζ- τώρα όμως περιφέρεται στον κόσμο δίνοντας διαλέξεις προγραμματισμένες από το χριστιανικής έμπνευσης ίδρυμά του, το Faith Foundation. Και ο σερ Μαρκ Αλεν, του οποίου η αλληλογραφία με τον πρώην αρχικατάσκοπο του Καντάφι επέτρεψε στους δύο Λίβυους να κάνουν αγωγή στη βρετανική κυβέρνηση, στοχάζεται για τα ιερά μυστήρια της θρησκείας σε άρθρα του στην Catholic Herald.
Να, όμως, τι έγραφε σε σημείωμά του στον Κούσα μετά την παράδοση του Μπελχάτζ και της εγκύου γυναίκας του στην Τρίπολη. «Σας συγχαίρω για την ασφαλή άφιξη (του Μπελχάτζ). Ηταν το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε για εσάς και τη Λιβύη. Ξέρω πως δεν πληρώσαμε την αερομεταφορά, αλλά η δουλειά συλλογής πληροφοριών έγινε από Βρετανούς».
Ούτε εγώ, στα θρίλερ κατασκοπείας που έχω γράψει, ούτε ακόμα και ο μεγάλος Τζον Λε Καρέ, δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν κατάσκοπο που να διαποτίζεται από τόσο βαθιά υποκρισία.
«Νιώθω τόσο οργισμένη και θλιμμένη», είπε η Χαντίγια. «Μια χώρα σαν την Αγγλία υποτίθεται πως είναι δημοκρατία και υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ισως ο Μπλερ και οι υπόλοιποι δεν μπήκαν στον κόπο να φανταστούν τι μπορεί να συνέβη στην οικογένειά της ή στον Μπελχάτζ και τη γυναίκα του, το άφησαν όμως να συμβεί παρά τη δημόσια επίδειξη ευλάβειας. Το ζήτημα είναι ότι κάθε κυβέρνηση και οι λειτουργοί της, ασχέτως τι λένε, μπορούν να ξεστρατίσουν και να φερθούν πολύ άσχημα. Γι’ αυτό κάθε πραγματικά ελεύθερη κοινωνία έχει συστήματα ελέγχου, διαφάνειας και απόδοσης ευθυνών, ακόμα και για τις μυστικές υπηρεσίες.
Είναι ουσιώδες να καταλάβουμε ότι τίποτα δεν θα είχε έλθει στο φως χωρίς την τυχαία ανακάλυψη από την Human Rights Watch ντοκουμέντων στο γραφείο του Κούσα, τα οποία επιβεβαίωσαν την πρόθυμη συνεργασία του Αλεν εκ μέρους της Βρετανίας. Οι αποδείξεις ήταν τόσο ισχυρές, που η κυβέρνηση απλώς συμβιβάστηκε εξωδικαστικά με τους Σααντί, έστω κι αν δεν είχε τη γενναιότητα να παραδεχτεί ανοιχτά την ευθύνη της.
Τι θα είχε συμβεί, όμως, αν το προτεινόμενο τώρα νομοσχέδιο περί «δικαιοσύνης και ασφαλείας» είχε ψηφιστεί από τη Βουλή; Η κυβέρνηση θα είχε τη δυνατότητα να διατάξει «κλειστή εξεταστική διαδικασία» και όλα τα τεκμήρια θα παρέμεναν μυστικά. Αν περάσει αυτό το νομοσχέδιο, οι πολίτες θα χάσουν την πρόσβαση στη γνώση οποιασδήποτε υπόθεσης που είναι έστω και ελάχιστα ενοχλητική για υπουργούς και κατασκόπους, και έτσι οι άνθρωποι σαν τον Μπλερ, τον Αλεν και τον Στρο θα έχουν τη δυνατότητα να ενεργούν χωρίς κανένα δημόσιο έλεγχο – δηλαδή με ατιμωρησία.
Χωρίς αμφιβολία, οι πολίτες δεν είναι δυνατόν να εμπιστευτούν στους πολιτικούς μια νέα επικίνδυνη δύναμη που θα κλείνει τις θύρες των δικαστηρίων επειδή αυτό βολεύει κάποιους. Το θέμα των βασανιστηρίων είναι τόσο σοβαρό που δεν μπορεί να επιτραπεί στους πολιτικούς να το κρύβουν σε κλειστές αίθουσες δικαστηρίων και στους κινηματογραφιστές να ευτελίζουν την εμπειρία του ατέλειωτου πόνου και της απόγνωσης ώστε να φαίνεται σχεδόν δικαιολογημένη.

(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH  05-01-2013)