no.jpg

Διχάζει τους Χιλιανούς η ταινία για το δημοψήφισμα του 1988, που ανέτρεψε τον δικτάτορα Πινοσέτ

του Larry Rohter /International Herald Tribune

Ο μονολεκτικός τίτλος, «No», της ταινίας που γύρισε ο Πάμπλο Λαρέν/ Pablo Larraín και είναι φέτος μια από τις υποψήφιες για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (προβάλλεται ήδη στους ελληνικούς κινηματογράφους) αναφέρεται σε μια κομβική στιγμή στην ιστορία της Χιλής, της πατρίδας του σκηνοθέτη. Σ’ ένα δημοψήφισμα με την επιλογή «ναι – όχι», το 1988, οι πολίτες έβαλαν τέλος στη δικτατορία του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ ψηφίζοντας την κάθοδό του από την εξουσία, 15 χρόνια αφότου την είχε καταλάβει με ένα αιματηρό, υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ, πραξικόπημα, στη διάρκεια του οποίου ο πρόεδρος Σαλβαδόρ Αλιέντε ανατράπηκε και σκοτώθηκε.
Η προσοχή του σκηνοθέτη στις ιστορικές λεπτομέρειες είναι ένας από τους λόγους που κέρδισε την κορυφαία διάκριση στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών, τον περασμένο Μάιο. Στην πατρίδα του, ωστόσο, η υποδοχή του φιλμ ήταν ανάμεικτη, καθώς ηγέτες της πραγματικής εκστρατείας για το «όχι» διαμαρτυρήθηκαν ότι παρουσίασε λανθασμένα ορισμένα σημαντικά γεγονότα και διαστρέβλωσε άλλα.
Ο κεντρικός ήρωας στο «Νο» είναι ο Ρενέ Σααβέρδα (φανταστικό πρόσωπο), ένας μοντέρνος νεαρός διαφημιστής, που πρόσφατα έχει επιστρέψει από την αυτοεξορία του στο Μεξικό και αναλαμβάνει να προωθήσει στα μέσα ενημέρωσης την καμπάνια τού «όχι», που αρχικά δεν της δίνουν πολλές πιθανότητες νίκης. Παρότι αντιμετωπίζει σφοδρές αντιρρήσεις από δογματικούς πολιτικούς της Αριστεράς, ο Σααβέρδα καταφέρνει να διοργανώσει μια ελπιδοφόρα εκστρατεία και να επινοήσει ένα γενικότερης αποδοχής σύνθημα –«Χιλή, η ευτυχία έρχεται»– αντιστρέφοντας την παλίρροια.
Οταν άρχισε να προβάλλεται το «Νο» στη Χιλή, ο Πάμπλο Λαρέν βρέθηκε να δέχεται πυρά στο twitter. «Το να πιστεύει κανείς ότι ο Πινοσέτ έχασε το δημοψήφισμα εξαιτίας ενός τηλεοπτικού σποτ είναι σαν να μην έχει ιδέα για το τι συνέβη», έγραψε ο Φρανσίσκο Βιδάλ, υπουργός σε δύο πρόσφατες σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Ο Λαρέν απάντησε ότι «η ταινία δεν είχε καθόλου την πρόθεση να απλοποιήσει την όλη εκστρατεία για το “όχι” συρρικνώνοντάς την σε ένα σύνθημα».
«Το φιλμ είναι μια χονδροειδής υπεραπλούστευση, που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα», μας είπε ο Χενάρο Αριαγκάδα, ο επικεφαλής της καμπάνιας του «όχι», σε τηλεφωνική επικοινωνία από τη Χιλή. «Η ιδέα ότι, έπειτα από 15 χρόνια δικτατορίας, σε μια πολιτικά προηγμένη χώρα με ισχυρό συνδικαλιστικό και φοιτητικό κίνημα, στέρεα πολιτικά κόμματα και ενεργό κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, φτάνει ξαφνικά από το Μεξικό ένας διαφημιστής με σκέιτμπορντ και λέει “Κύριοι, αυτό πρέπει να κάνετε” είναι μια καρικατούρα».
Το φιλμ είναι χαλαρά βασισμένο στο θεατρικό έργο «Δημοψήφισμα», γραμμένο από τον Χιλιανό συγγραφέα Αντόνιο Σκαρμέτα, ο οποίος έγραψε επίσης το μυθιστόρημα στο οποίο βασίστηκε η βραβευμένη με Οσκαρ ταινία «Il Postino». Είπε ότι του άρεσε η ταινία και επαίνεσε τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες. «Ενα έργο τέχνης δεν οφείλει αναγκαστικά να αναπαραστήσει την ιστορία. Πράγματι, δεν παρουσιάζει τι συνέβη κάτω από την επιφάνεια, κάτι που υπάρχει στο θεατρικό έργο. Πρόκειται όμως για ένα φιλμ που χρησιμοποιεί την πραγματικότητα για να πει κάτι άλλο, προκλητικό και ενδιαφέρον, που αντανακλά τις απόψεις μιας νεότερης γενιάς».
Ο Χοσέ Μιγκέλ Βιβάνκο, διευθυντής του Human Rights Watch Americas, υπηρέτησε το 1988 ως παρατηρητής την ημέρα του δημοψηφίσματος. Παρότι του άρεσε η ταινία, τόνισε τη σημασία της μακροπρόθεσμης δουλειάς της αντιπολίτευσης. «Οι ψηφοφόροι έπρεπε να πεισθούν να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία που πολλοί θεωρούσαν μάταιη, γιατί πίστευαν ότι ο Πινοσέτ θα έκανε νοθεία και θα τους εκμεταλλευόταν. Η προσπάθεια αυτή ήταν κρίσιμη».
Ο Χενάρο Αριαγκάδα επισημαίνει ένα άλλο πρόβλημα. Επειδή η εκστρατεία για το «όχι» θριάμβευσε, έγινε έκτοτε περιζήτητος ως σύμβουλος σε κοινωνίες που προσπαθούν να πραγματοποιήσουν ειρηνική μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, πρώτα στη Λατινική Αμερική και αργότερα σε αραβικές χώρες. Ανησυχεί γιατί το «Νο», που προβάλλεται σε όλο τον κόσμο, δίνει ένα απλουστευτικό μήνυμα που εκλαμβάνεται ως αληθινό. «Αν ήταν έτσι, θα ανοίγαμε γραφεία στη Ν. Υόρκη και στην Ουάσιγκτον και θα ανατρέπαμε δικτάτορες σε όλο τον κόσμο. Υπερβολικά καλό για να ’ναι αληθινό».

Ο σκηνοθέτης
Στη Χιλή, η συζήτηση για το «Οχι» έγινε πιο περίπλοκη εξαιτίας και ορισμένων μη κινηματογραφικών ζητημάτων, ανάμεσά τους και το ότι ο 36χρονος σκηνοθέτης Πάμπλο Λαρέν προέρχεται από δύο επιφανείς δεξιές οικογένειες της Χιλής που υποστήριξαν τον Πινοσέτ. Ο πατέρας του, γερουσιαστής, υπήρξε πρόεδρος ακροδεξιού κόμματος, ενώ η μητέρα του είναι υπουργός της σημερινής συντηρητικής κυβέρνησης και ανήκει σ’ έναν κλάδο της πλουσιότερης ίσως οικογένειας της Χιλής. Πολλοί υποψιάζονται ότι ασχολήθηκε με το δημοψήφισμα για να προωθήσει δεξιόστροφους στόχους, εστιάζοντας στην παρέμβαση ενός ανθρώπου αντί για τη συλλογική προσπάθεια των αντιδικτατορικών δυνάμεων. Ο Πάμπλο Λαρέν αναγνωρίζει ότι η οικογενειακή του προέλευση αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα βάρος, αλλά αποκρούει την ιδέα ότι αυτό έπρεπε να του απαγορεύσει να ασχοληθεί με το δημοψήφισμα. «Ισως δεν τους αρέσει ο τρόπος που αφηγήθηκα την ιστορία. Πιστεύω όμως ότι αυτό που πραγματικά δεν τους αρέσει είναι ότι την αφηγήθηκα εγώ, εξαιτίας της βιογραφίας μου, του ονόματός μου, των γονιών μου».

(η ελληνική μετάφραση δημοσιεύθηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH 24-02-2013)