belatar4.jpg

Oι ταινίες του σκηνοθέτη θεμελιώνουν μια τέχνη που ξεκινάει πάλι απ’ την αρχή

του Nίκου Kολοβού

Bela Tarr
Επιμέλεια: Αθηνά Τσαγγάρη
Eκδοση Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2002, σελ. 111

O Μπέλα Ταρ άρχισε να παλεύει με δαίμονες και σκοτεινούς αγγέλους το 1977. Τότε που γύρισε, όντας 22 χρόνων, την «Οικογενειακή φωλιά». Την ιστορία της Ιρέν, του αδιέξοδου κλειστοφοβικού κόσμου της. Eπρεπε να περάσουν από τότε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια για να γνωρίσουμε τον «ηρωικό παραβάτη» του σύγχρονου κινηματογράφου, όπως θα τον χαρακτηρίσει η Σούζαν Σόνταγκ με αφορμή το Satantango, της προτελευταίας σατανικής και θείας κωμωδίας του. Ο χαρακτηρισμός αυτός παραπέμπει στην «Θεία Κωμωδία» του Ντάντε. «Ελπίζω πως θα μπορούν να γελάνε βλέποντας και τις δικές μας ταινίες, δεδομένου ότι κι αυτές είναι κωμωδίες», είπε (σελ. 61).

H παρακαταθήκη της τέχνης του
Το Satantango το οποίο γύρισε ο Ταρ το 1994, αμέσως έγινε το opus magnum του. Κιβωτός και παρακαταθήκη της τέχνης του.
Η Αθηνά Τσαγγάρη, επιμελήτρια του βιβλίου, στο σύντομο αλλά πυκνό δοκίμιό της, διέκρινε ότι σε αυτήν την ταινία συντελούνται τρία κοσμογονικά για τη συνέχεια του κινηματογράφου πράγματα:
α) Μια μορφή «μετα-αποκαλυπτικής» δημιουργίας. Με τη φιλοσοφική έμπνευση απ' το κείμενο του Αποστόλου Ιωάννη, αλλά και την ιστορική εικόνα της αποσύνθεσης της ανατολικής Ευρώπης.
β) Η γέννηση ενός ζοφερού και θανάσιμου τρόπου αφήγησης στον οποίο η διάρκεια μοιάζει χωρίς πέρας και η κίνηση έχει το ρυθμό της ακινησίας.
γ) Η ανεύρεση ενός συστήματος καθορισμού του χρόνου μέσω μιας «διαρκούς εκκένωσής» του μέσα στο φιλμικό κείμενο.
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μια άλλη διάθεση του χώρου. Κάτι που βγαίνει απ' το κατοικημένο, το χτισμένο, το περιορισμένο και επιμηκύνεται αόριστα στις πεδιάδες της χώρας, στα ποτάμια και τις άλλες υδάτινες κηλίδες της. Με την ακατάσχετη βροχή ως απειλή ενός κατακλυσμού που θα έρθει. Χωρίς κιβωτούς σωτηρίας του τετελεσμένου κόσμου, αυτήν τη φορά, αλλά και χωρίς τον αποκλεισμό ενός θαύματος. Προμηνύματα αυτών των κοσμογονικών γεγονότων πριν και μετά το Satantango, πρόβαλαν έκτυπα στο «Κολαστήριο». Ενώ στις «Αρμονίες του Βέρκμαϊστερ» ακολουθεί η ώριμη επικύρωσή τους.
Ο Μπέλα Ταρ ώς το 2000, με την τριλογία αυτή τελειώνει προσωρινά ίσως τις ομιλίες και προπαντός τις σιωπές του. Απ' την εμφάνιση του «Πολίτη Κέιν» και στο εξής γεννιέται ο σύγχρονος κινηματογράφος. Παρ' όλα αυτά, το υλικό που συγκέντρωσε ο Ταρ και το ενέγραψε στις ταινίες του μοιάζει με «μια επιτυχημένη και αυθεντική αφετηρία». Θεμελιώνει «έναν κινηματογράφο που ξεκινάει πάλι απ' την αρχή» (Γκας Βαν Σάντ, σελ. 13). Eτσι, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο σύγχρονος κινηματογράφος.

Oλα θα κατακλυστούν από υπαρξιακή μιζέρια
Ο Ταρ έλεγε: «Μια ταινία δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ταυτίζεται με μια απλή ανθρώπινη ιστορία, ή μάλλον, πρέπει να τοποθετεί αυτήν την ανθρώπινη ιστορία μέσα στο σύστημα των σχέσεων, όπου η άκρη ενός τοίχου μπορεί να έχει την ίδια δραματική σημασία με μια δράση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα». Με το θλιμμένο τραγούδι μιας γυναίκας και την ηχώ μιας σταλαγματιάς. Με το χορό που δεν έχει τέλος. Γιατί είναι μόνο η οριστική μορφή της ακινησίας και όχι μόνο γιατί είναι «η τελευταία ψυχαγωγία του ανθρώπου». Oλα θα κατακλυσθούν απ' την υπαρξιακή μιζέρια και την ανίατη αθλιότητα.
Ο κινηματογράφος του Ταρ συναντιέται με την ουγγρική μοντερνιστική παράδοση. Με κοντινότερο σταθμό το έργο του Μίκλος Γιαντσό και τη γενιά του '60. Παραπέρα τον Γκοντάρ και τον Αντονιόνι, ύστερα τον Αντρέι Ταρκόφσκι και το Σοκούροφ. Με δυο λέξεις, ολόκληρο τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό στο πλάι αλλά και πάντα απόμακρα. Ο Ταρ στέκει παράμερα καχύποπτος και κυνηγημένος. Ψάχνοντας να βρει τα σημεία που δεν επισήμαναν οι άλλοι, πρόδρομοι και συνοδοιπόροι. Η παρομοίωση του πρώιμου έργου του Ταρ με εκείνο του Φασμπίντερ είναι άστοχη γιατί οι αφετηρίες και η ατμόσφαιρα του τελευταίου, καθώς και η γλώσσα του απέχουν πολύ μεταξύ τους.
Τα δοκίμια των Γκας Βαν Σάντ, Στεφάν Μπουκέ, Εμίλ Μπρετόν, John Orr, Gabor Gelencser, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, διευρύνουν το πεδίο των αναζητήσεων μέσα στο έργο του Ταρ. Οι εκτενείς συνεντεύξεις που ακολουθούν φωτίζουν πολλές πτυχές του έργου αυτού. Τέλος, η εξαντλητική φιλμογραφία σημαδεύει όλα τα κείμενα και συμπληρώνει το βιβλίο.

belatar3.jpg
Η μελαγχολία της αντίστασης
Ο Ταρ με το έργο του αποκλήθηκε «διαβολικός οραματιστής» (Δημόπουλος, σελ. 71), «δαιμονικός φορμαλιστής» (Ρόζενμπαουμ, σελ. 11), «πεσιμιστής, μισάνθρωπος, φορέας ενός σαδιστικού ανθρωπισμού» (Τσαγγάρη, σελ.10-11). «Ο Ταρ επιχειρηματολογεί υπέρ της κόλασης» (ο.π.).
Η νοσταλγία της Αγάπης και η προσδοκία της Ζωής που αποπνέουν ο λόγος και η στάση ορισμένων απ' τους τύπους των ταινιών του, αποσιωπούνται ή υποβαθμίζονται ως δευτερεύουσες σημασίες και μηνύματα. Η μελαγχολία αυτής της αντίστασης την οποία επιστρατεύει ο Ταρ ενάντια στον κυρίαρχο κινηματογράφο (του Χόλιγουντ κυρίως και των ομοιωμάτων του στην Ευρώπη ή τις άλλες χώρες του κόσμου). Οι πειρασμοί της πολιτικής και της ιδεολογικής επιστράτευσης που απωθεί σθεναρά. Είναι ανάγκη να επιμείνουμε σ' αυτήν τη μελαγχολία.
Ο Μπέλα Ταρ έπεσε σαν μετεωρίτης στη διερευνητική ταραχή του περσινού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Oπως συνέβη προηγουμένως με τον Αμπάς Κιαροστάμι και τον Αλεξάντερ Σοκούροφ. Τηρώντας τις αναλογίες ξανά, όπως πάντα. Κρατώντας κατά γράμμα το «Σύμβολο της Πίστης» στη Ζωή και στην Αγάπη. Μη αφήνοντας την απογοήτευση και τη σφηνωμένη ολόγυρα απελπισία να τον τραβήξουν σαν άγκυρες στο βυθό του μηδενός.
Είχε το θάρρος να «κλωτσήσει» όλες τις κλειστές πόρτες. Είπε: «Eνα πράγμα ήταν βέβαιο, ότι δεν θα πηγαίναμε να χτυπήσουμε την πόρτα της κινηματογραφικής βιομηχανίας και να ζητήσουμε την άδεια να μας αφήσουν να μπούμε, γιατί αισθανόμασταν ότι όλα όσα συνέβαιναν στην κινηματογραφική βιομηχανία, ήταν ένα ψέμα, ήταν κάτι πολύ φθηνό και άσχημο. Λέγαμε ότι δεν υπήρχε κανένα νόημα στο να καθήσουμε να μιλήσουμε ή να διαπραγματευθούμε μ' αυτούς τους ανθρώπους….» Λέγαμε ότι αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να γκρεμίσουμε με κλωτσιές την πόρτα και να τους δείξουμε ποια είναι στην πραγματικότητα η ζωή, να δείξουμε και στον κόσμο ποια είναι η πραγματικότητα στη ζωή γιατί σχεδόν ποτέ δεν τη βλέπουν στην οθόνη. Μετά, τα πράγματα ήταν απλά… Oσο πιο απεγνωσμένοι είμαστε, τόσο περισσότερη ελπίδα υπάρχει (σελ. 73).
«Προσωπικά, το μόνο που θεωρώ ιερό, είναι η ίδια η ζωή. Γι' αυτό και έχει όντως σημασία το για ποια πράγματα μιλάμε σε μια ταινία. Oσον αφορά την πολιτική, πιστεύω ότι είναι μια βρώμικη υπόθεση και δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο κανενός έργου τέχνης» (σελ. 71).
Ο Μπέλα Ταρ είχε το θάρρος να μάθει περπατώντας στη λάσπη. Να ψάξει στις ανώνυμες πόλεις, στις ερημιές της ψυχής και στις πεδιάδες της Ουγγαρίας για να βρει τους τόπους των στοχασμών και των γυρισμάτων. Να σχηματίσει τις συνισταμένες της αλλαγής του κόσμου. Χωρίς να ταραχθεί από το τι θα τον περίμενε στο εγγύς μέλλον. Eζησε μέχρι σήμερα παραβατικά, στη σκιά της μελαγχολίας αλλά και στην αθόρυβη λάμψη μιας γενναιοφροσύνης. Το βιβλίο που του αφιέρωσε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης αναδεικνύει όλες αυτές τις αρετές.

(δημοσιεύθηκε στην εφ. H KAΘHMEPINH  03-08-2003)