venice.jpg
Αυλαία στο φετινό φεστιβάλ της Βενετίας με πολλές υποσχέσεις για το μέλλον

Του Μισελ Δημοπουλου

Φέτος, η Βενετία μάς χάρισε μια αστραφτερή εικόνα, τόσο του εαυτού της όσο και του Φεστιβάλ της. Εκεί που, άλλες χρονιές, πνιγόμαστε από τον καύσωνα (ή τις βροχές) και την υγρασία που κολλάει στο πετσί σου σαν υδάτινο ζεστό στρώμα, διαχυνόταν, πριν από λίγες μέρες, μια γλυκιά και δροσερή ατμόσφαιρα, ένα ευλογημένο ευωδιαστό αεράκι που μετέφερε αρώματα και μυρουδιές αλλιώτικες από τις συνήθεις αναθυμιάσεις της λιμνοθάλασσας. Σαν να ήθελε να εκδικηθεί όλες αυτές τις Κασσάνδρες που προμηνύουν το τέλος της Μόστρας ή, έστω, την έκπτωσή της. Διότι, μην ξεχνάμε, η Μόστρα έχει πολλούς εχθρούς, από το Τορόντο –το φεστιβάλ που γίνεται την ίδια περίοδο και φιλοδοξεί να την εκθρονίσει– μέχρι τη Ρώμη, το νέο φεστιβάλ που προετοιμάζεται πυρετωδώς για τον Οκτώβριο. Διαγράφεται, λοιπόν, μια νέα γεωπολιτική των κινηματογραφικών φεστιβάλ που απαιτεί σύνθετες στρατηγικές γνώσεις για να μπορέσεις να αντιληφθείς τα συμφέροντα και τις σκοπιμότητες που διακυβεύονται στον χώρο αυτό.
Αν σταθούμε στο φετινό πρόγραμμα της Μόστρας, θα διαπιστώσουμε ότι και εκεί βρισκόμαστε σε καλή μέρα, σε καλή σοδειά. Ο διευθυντής Μάρκο Μίλερ, ο οποίος εμφανίζεται μεταμορφωμένος σε σικ τελετάρχη ντυμένο με μια άψογη μαύρη στολή Αρμάνι (την οποία, μαθαίνουμε, αντικατέστησε με Πράντα, λόγω σπόνσορινγκ), σχεδίασε ένα εντυπωσιακό και εκρηκτικό πυροτέχνημα με ονόματα ηχηρά στο πάνθεον της παγκόσμιας κινηματογραφοφιλίας: Ντέιβιντ Λιντς, Ντε Πάλμα, Στίβεν Φρίαρς, Αλέν Ρενέ, Μανοέλ ντε Ολιβέιρα, Ολιβερ Στόουν, Σπάικ Λι, Αρονόφσκι, Αμέλιο, Μπενουά Ζακό, μαζί με πιο προχωρημένες υπογραφές, όπως του κινέζου Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ, του Ταϊλανδού Απιτσατπόνγκ Γουερασεκατούλ ή του Γάλλου Ζαν Μαρί Στράουμπ (με τη γυναίκα του Ντανιέλ Ιγιέ), καθώς και πιο άγνωστες που, ίσως, αποδειχτούν ανακαλύψεις.

Συγκίνηση και αποθέωση
Οι «Καρδιές» του παλαίμαχου λιονταριού του «νέου» γαλλικού κινηματογράφου Αλέν Ρενέ (δεν ανήκε στη νουβέλ βαγκ, αν και έπαιξε τεράστιο ανανεωτικό ρόλο στον μεταπολεμικό γαλλικό σινεμά) υπήρξε η πρώτη μεγάλη συγκίνηση της Μόστρας. Βασισμένη σε θεατρικό έργο του πληθωρικού βρετανού συγγραφέα Αλαν Εϊκμπορν (με τον οποίο είχε ευτυχήσει να πρωτοσυνεργαστεί, το 1993, στο «Σμόκινγκ / Νο Σμόκινγκ»), η ταινία τοποθετεί σ’ ένα ονειρικό και χιονισμένο Παρίσι έξι εκλεκτούς ήρωες (3 άντρες και 3 γυναίκες) που πασχίζουν να ξεγελάσουν τη μοναξιά τους. Οι τρόποι ποικίλουν, όχι όμως τόσο το αποτέλεσμα. Τα πρόσωπα, από παραμυθένιες φιγούρες μετατρέπονται σιγά σιγά σε όντα με σάρκα και οστά, διαπλέκουν μεταξύ τους όνειρα απατηλά και εύθραυστες ισορροπίες, επινοούν μυθοπλασίες με σκοπό την ευτυχία τους, προσπαθούν να απαλλαγούν από τις συναισθηματικές ανασφάλειές τους και, εν τέλει, μανταλώνουν τις υπάρξεις τους σε αδιέξοδα. Ωστόσο αποπειράθηκαν –προσχηματικά έστω– να στείλουν ένα μήνυμα και επηρέασαν ως έναν βαθμό τη φαντασιακή αναζήτηση του άλλου.
Μάγος της αφήγησης, ο Ρενέ δεν εγκλωβίζεται σε καταθλιπτικές λύσεις, αντίθετα διανθίζει με μπόλικο χιούμορ το αβέβαιο εγχείρημά του. Η θεατρική δομή της ταινίας, που χορογραφεί τις σκηνές με σχεδόν διαβολική μαεστρία, του επιτρέπει να αντλήσει όλο τον συναισθηματικό πλούτο των χαρακτήρων και να τον μεταφέρει με μια συναρπαστική κινηματογραφικά δύναμη. Οι μελαγχολικές «Καρδιές» του Αλέν Ρενέ χτύπησαν δυνατά και οι θεατές αποθέωσαν συγκινημένοι την κορυφαία κλάση, τη βαθιά ανθρωπιά και την ωριμότητα του ογδοντάχρονου μεγάλου δημιουργού. Εκπληκτικό όλο το καστ, κυρίως οι Πιερ Αρντιτί, Αντρέ Ντισολιέ και Σαμπίν Αζεμά.
queen2.jpg
Η βασιλική οικογένεια
«Η Βασίλισσα» του Στίβεν Φρίαρς δεν είναι μόνο η σκιαγράφηση της βασίλισσας της Αγγλίας Ελισάβετ Β΄ σε στιγμή κρίσης ούτε η εύκολη απομυθοποίηση της. Δεν περιορίζεται στη σιωπή της με αφορμή τον θάνατο της λαοπρόβλητης Νταϊάνας ούτε στη δοκιμασία της από την τροπή των γεγονότων, ούτε καν στα οπορτουνιστικά τερτίπια του ακμαίου και σφριγηλού, τότε, νέου πρωθυπουργού Τόνι Μπλέρ. Ο Φρίαρς γύρισε μια ταινία για το θεσμό της βασιλικής οικογένειας. Φυσικά δεν την εξιδανικεύει, αλλά δεν τη στιγματίζει κιόλας. Η βασίλισσα ενσαρκώνει το παλιό σύστημα αξιών με ήθη, έθιμα και τελετουργικά που σήμερα μοιάζουν παρωχημένα, γελοία, ενώ, από την άλλη πλευρά, στη νέα τάξη πραγμάτων, τη σκυτάλη της εξουσίας έχουν πάρει τα μίντια και το μάρκετινγκ που καθοδηγούν τα πλήθη και υποκινούν πολιτικές εξελίξεις. Και το δίλημμα που εκφράζει –πάντα υπαινικτικά– το εξαίσιο βλέμμα της Ελεν Μίρεν αποκτάει, χάρη στη δισυπόστατη σκηνοθεσία του Φρίαρς, χαρακτήρα συμβολικό: συμμορφώνομαι στις επιταγές του σήμερα ή πεθαίνω!
Σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, ο σκηνοθέτης από την Ταϊβάν Τσάι Μινγκ-Λιάνγκ συνεχίζει τη δημιουργική του πορεία στο συγκλονιστικό τελευταίο του φιλμ «Δεν θέλω να κοιμηθώ μόνος». Θέμα του η μοναξιά, η εξαθλίωση των σωμάτων, η απουσία επικοινωνίας, η άλλη όψη του άγριου καπιταλισμού της Ασίας. Σκηνικό: ο ημιτελής σκελετός ενός τεράστιου πύργου στο Κουαλά Λουμπούρ της Μαλαισίας, όπου βρίσκουν καταφύγιο διάφοροι άστεγοι ντόπιοι και αλλοδαποί. Ο Ταϊβανέζος σκηνοθέτης χτίζει μια ταινία χωρίς καθόλου διάλογους, μόνο με ήχους, και αποδεικνύει ότι ο καθαρός κινηματογράφος είναι υπόθεση γραφής και ματιάς και όχι χρημάτων.
Οταν υποχωρούν οι φράχτες: ένα ρέκβιεμ σε 4 πράξεις
Eνα χρόνο μετά την καταστροφή, ο μαύρος Αμερικανός σκηνοθέτης Σπάικ Λι δεν μπορεί να κρύψει την οργή του μπροστά σ’ αυτά που είδε και άκουσε στη Νέα Ορλεάνη. «Ζούμε σε μια χώρα για τους πλούσιους. Ο Μπους ούτε που νοιάζεται για τους φτωχούς, λευκούς ή μαύρους». Το τετράωρο ντοκουμέντο του, δομημένο γύρω από τις μαρτυρίες των κατοίκων που αφηγούνται την οδύσσειά τους, παρουσιάζεται ως ένα καταλυτικό χρονικό των συγκλονιστικών αυτών ημερών, από τους φράχτες που υποχωρούν μέχρι την εγκληματική ολιγωρία και αποδιοργάνωση στην παροχή βοήθειας προς τους άστεγους από τις τοπικές και ομοσπονδιακές αρχές.

H KAΘHMEPINH  10-09-06