polansk3.jpg

Οι κλασικοί Ρομάν Πολάνσκι και Τζον Χιούστον στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Λα Ροσέλ

Του Μιχαλη Δημοπουλου

Ποιος θα περίμενε ότι την τελευταία εβδομάδα του Μουντιάλ θα μαζευόντουσαν 70.000 θεατές πρωί, μεσημέρι, βράδυ, για να απολαύσουν ξανά και ξανά ή να ανακαλύψουν (οι νεότεροι), στις μεγάλες οθόνες, βουβές ταινίες του Χάρολντ Λόιντ, αθάνατα φιλμ νουάρ του Τζον Χιούστον ή φετινές φεστιβαλικές δημιουργίες από την Κίνα, το Ιράν ή την Αλγερία;
Και όμως αυτό συνέβη στη γαλλική πόλη Λα Ροσέλ των 80.000 κατοίκων, ένα όμορφο λιμάνι στον Ατλαντικό φορτωμένο με ιστορία, γοτθικές εκκλησίες και μεσαιωνικά ξύλινα αρχοντικά, και πλημμυρισμένο από ένα άπλετο, ανυποχώρητο φως που σε καταδιώκει ακόμα και στις γραφικές στοές του κέντρου της πόλης.

Στη Λα Ροσέλ, λοιπόν, εδρεύει, εδώ και 34 χρόνια, ένα Φεστιβάλ Κινηματογράφου που δεν παίζει το χαρτί του γιγαντισμού ούτε του γκλάμουρ, ούτε πασχίζει να γίνει εμποροπανήγυρη και ούτε αλληθωρίζει προς τις Κάννες: ένα αληθινό ραντεβού των σινεφίλ και των σκηνοθετών με ανοίγματα προς όλες τις κατευθύνσεις, με μια πολιτισμική ανησυχία που συνδυάζει τα ερεθίσματα της τοπικής κοινωνίας με τα πιο εκλεκτικά ρεύματα του κινηματογραφικού ορίζοντα και που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό να διαπλέκει στο πρόγραμμά του, με μαγικό τρόπο, το παλιό με το καινούργιο.
Η συνύπαρξη καινούργιου και παλαιού
Οι αναδρομές σε πρωτοπόρους του μπουρλέσκ (Χάρολντ Λόιντ), κλασικούς γερόλυκους του Χόλιγουντ (Τζον Χιούστον), μετακλασικούς περιπλανώμενους μάγους (Ρομάν Πολάνσκι) συνυπάρχουν ισότιμα με ανακαλύψεις νεότερων, όπως ο extreme Γεωργιανός Ντίτο Τσιντσάντζε ή ο καταξιωμένος στην Ελλάδα, παραγνωρισμένος στη Γαλλία, Νίκος Παναγιωτόπουλος (που ένιωσε δικαιωμένος από το ενδιαφέρον του κοινού και των κριτικών για τις 6 ταινίες του αφιερώματος) ή ακόμα ο νέος Ροσελίνι του γιαπωνέζικου σινεμά, ο Χιροκάζου Κόρε–Εντα, ή αυτοί οι παράξενοι δίδυμοι και μαστοράντζες της βρετανικής animation, οι αδελφοί Κουέι κ.λπ. Εδώ δεν επικρατεί το άγχος της εξασφάλισης της παγκόσμιας «πρώτης προβολής» ή το στρες της εμπορικής απόδοσης, που τόσο ταλανίζει τους μέτριους προγραμματιστές, οι οποίοι είναι ανίκανοι να καταλάβουν ότι η αγάπη για το σινεμά δεν εξαργυρώνεται με εξευτελιστικές κινήσεις εντυπωσιασμού. Ωραία και χορταστική επίσης η πρωτοβουλία των αφιερωμάτων σε δύο κορυφαίους Γάλλους ηθοποιούς, στον πρόωρα χαμένο Μορίς Ρονέ με το πιο ρομαντικά τσαλακωμένο πρόσωπο της οθόνης, αλησμόνητο ερμηνευτή της Φλόγας που τρεμοσβήνει του Μαλ, της Απιστης γυναίκας του Σαμπρόλ, και στην τόσο εύθραυστη και αινιγματική Μπιλ Οζιέ, που συνόδευσε δημιουργικά ονόματα ηχηρά όπως του Μπουνιουέλ, του Ριβέτ, των Φασμπίντερ και Ολιβέιρα. Χωρίς να ξεχάσουμε και την ύπαρξη πολλών ταινιών σε αβάν–πρεμιέρ, βραβευμένων στις Κάννες ή αλλού, βίντεο πειραματικά κ.λπ. Γύρω στις 200 ταινίες μαζί με τις μικρού μήκους, μια πραγματική σινεφιλική πανδαισία, άριστα σκηνοθετημένη από δύο ακούραστες γυναίκες, την Πριν Ενγκλέρ και τη Σιλβί Πρα, άξιες συνεχίστριες του πρωταρχικού οράματος του ιδρυτή Ζαν–Λου Πασέκ, ο οποίος αποσύρθηκε πριν από 5 χρόνια.
Εξόριστοι της κοινωνίας
keylarg2.jpgΝα ξαναδείς σκόρπιες μερικές ταινίες του Χιούστον (1906–1987), έτσι στην τύχη, είναι σίγουρα αγιασμός αλλά είναι και μια επικίνδυνη χειρονομία, διότι αλίμονο σε όποια ταινία διαδεχτεί, στην καθημερινή διαδρομή του φεστιβαλικού θεατή, τη Βασίλισσα της Αφρικής (1951) ή τους Κουρσάρους των μεγαλουπόλεων (με τον τίτλο αυτό είχε κυκλοφορήσει στη χώρα μας το έξοχο Ζούγκλα της ασφάλτου, 1950). Οι ήρωές του, ιδιωτικοί ντετέκτιβ, τυχοδιώκτες, γκάνγκστερ, χρυσοθήρες, ιεροκήρυκες, κυνηγοί φαλαινών ή γυμναστές αλόγων, όλοι χαρακωμένοι από τη ζωή, εξόριστοι της κοινωνίας και βασανισμένοι από την ήττα, δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, είναι μυθικές φιγούρες χάρη στο βλέμμα που τους ρίχνει ο σκηνοθέτης, χάρη στον εσωτερικό κόσμο που τους εμφυσεί, αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον όπου εγγράφεται το πεπρωμένο τους. Και αυτό επιβεβαιώνεται ολοφάνερα στην τελευταία του ταινία, τους Νεκρούς (1987) –το κύκνειο άσμα του–, διασκευή της νουβέλας του Τζόις, όπου έχουμε την αίσθηση ότι πλησιάζουμε όλο και περισσότερο τους χαρακτήρες, φτάνοντας στο σημείο να ανήκουμε στην παρέα τους, να συμμεριζόμαστε τις ελπίδες τους, τις μικρές χαρές τους αλλά και τους ενδόμυχους φόβους τους. Οι περισσότερες από τις ταινίες του Χιούστον βασίζονται σε λογοτεχνικά έργα που φέρουν σπουδαίες υπογραφές: Μέλβιλ (Μόμπι Ντικ, 1956), Κίπλινγκ (Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς, 1975), Ντάσιελ Χάμετ (Το γεράκι της Μάλτας, 1941), Τενεσί Ουίλιαμς (Η Νύχτα της Ινγκουάνα, 1964), Μάλκολμ Λόουρι (Κάτω από το ηφαίστειο, 1984) κ.λπ.
Ο Χιούστον δεν πτοείται, ως παλιός, καλός σεναριογράφος και μάλιστα ακομπλεξάριστος, ξέρει να διηγείται τις ιστορίες αποφεύγοντας να τις εικονογραφεί ή να τις προδίδει.
Στο Ανταύγειες στα χρυσά μάτια (1967) δανείζεται το έξοχο μυθιστόρημα της Κάρσον Μακάλερς, όχι για να το φέρει στα μέτρα του, αλλά, αντίθετα, για να μεταφέρει ατόφιο το αρχικό πνεύμα του πρωτότυπου με άλλα μέσα και με ένα χιούμορ πιο μακάβριο. Ρίχνει το βάρος στο βλέμμα και, κυρίως, στην ηδονοβλεψία ως κινητήριο μοχλό των «υπογείων» επιθυμιών που κρύβονται πίσω από την έξωθεν «κανονικότητα» των χαρακτήρων, του αξιωματικού (Μάρλον Μπράντο), της γυναίκας του (Ελίζαμπεθ Τέιλορ), του σιωπηλού φαντάρου και των άλλων που συνυπάρχουν στο στρατόπεδο της Τζόρτζιας (ΗΠΑ). Τα πρόσωπα κατασκοπεύονται συνεχώς και τελικά αλληλοεξοντώνονται, διότι δεν έχουν τα κότσια να βιώσουν τις επιθυμίες τους αλλά ούτε και να τις ομολογήσουν. Ισως, τελικά, η αποτυχία να είναι ο απώτερος σκοπός των ηρώων του Χιούστον.
Η κατάλληλη ατμόσφαιρα
Κατά διαβολική σύμπτωση, το άλλο μεγάλο αφιέρωμα της Λα Ροσέλ επικεντρώθηκε στον Ρομάν Πολάνσκι, ο οποίος ήταν παρών και, μάλιστα, ιδιαίτερα κοτσονάτος, παρά τα 74 του χρόνια. Πιο κοσμοπολίτης από τον Χιούστον, αλλά με ένα αρκετά πλούσιο έργο εξίσου ποικιλόμορφο, που επίσης φλερτάρει με όλα τα κινηματογραφικά είδη και που δεν διστάζει να καταπιαστεί με ογκόλιθους της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Μάκμπεθ, Τες, Ολιβερ Τουίστ), ο Πολάνσκι είναι κι αυτός ένας δημιουργός που δύσκολα χωράει σε έτοιμες κατηγορίες. Ο ίδιος, στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στη Λα Ροσέλ, παρουσία πολυπληθούς κοινού, δήλωσε ότι, γι’ αυτόν, σημασία έχει οι ιστορίες που διηγείται «να ριζώνουν βαθιά σε τόπους, περιβάλλοντα, εποχές, όπως οι ιστορίες του Τσέχοφ»: βασικό του μέλημα η δημιουργία «της κατάλληλης ατμόσφαιρας». Ομολόγησε τον θαυμασμό του για τον Αμλετ του Λόρενς Ολιβιέ, ενώ παραδόξως αμφισβήτησε, κάπως ενοχλημένος, ένα από τα πιο εξόφθαλμα θεματικά μοτίβα στις ταινίες του, την εμμονή του στις βασανιστικές καταστάσεις εγκλεισμού, σαν να μην ήθελε να αποδεχτεί το αυταπόδεικτο. Συχνά και οι σπουδαίοι καλλιτέχνες παραδοξολογούν προκειμένου να μην τους κατατάξουν στην κατηγορία των ιδεοληπτικών.
Ολοι θα θυμούνται το Τσάινα Τάουν (1974), αυτό το αριστούργημά του, που αναβίωσε τη μόδα του φιλμ νουάρ, δίνοντας ταυτόχρονα το στίγμα μιας ευρωπαϊκής προσέγγισης του είδους, η οποία λίγο απέχει από τον κόσμο του Ρέιμον Τσάντλερ. Το Λος Αντζελες του ’30, βουτηγμένο στο έγκλημα, τη δολιότητα και τη διαφθορά, αρρωστημένες καταστάσεις, ένα κλίμα δυσφορίας, μια ανησυχητική ατμόσφαιρα. Και ο ντετέκτιβ Γκίτες (απολαυστικός ο Τζακ Νίκολσον) να επιμένει να λύσει ένα μυστήριο που ουδείς εύχεται να διαλευκανθεί. Απέναντί του, ποιον γεροκαρχαρία του παρελθόντος, δολοφόνο, αιμομείκτη και διαφθορέα έχει, ο οποίος κινεί όλα τα νήματα της σεξουαλικής και χρηματικής εξουσίας της πόλης; Τον Τζον Χιούστον –στον καλύτερό του ρόλο– ταυτόχρονα στυγνό και σπαραχτικό. Ωραίος φόρος τιμής και θαυμασμού (θυμίζει την παρουσία του Φριτς Λανγκ στην Περιφρόνηση του Γκοντάρ) από έναν νεότερο σε έναν βετεράνο τυχοδιώκτη του Χόλιγουντ, που συνήθιζε να λέει: «Δουλειά μου είναι να διηγούμαι ιστορίες, όχι να ομφαλοσκοπώ».

H KAΘHMEPINH  06-08-06