tui-na-lou-ye.jpg

Tui Na/ Blind Massage, Lou Ye
Η τυφλότητα και ο έρωτας βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας του Lou Ye.
Στο κέντρο της δραματικής πλοκής βρίσκεται ένας χώρος: το ινστιτούτο μασάζ στην πόλη Nanjing. Μέσα στους μισοφωτισμένους χώρους του, όπου κάθε έννοια ιδιωτικότητας απουσιάζει, ζουν και εργάζονται οι τυφλοί ήρωες της ταινίας. Όλοι τους διανύουν τη νεότητα τους και στο κέντρο της ζωής τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι ο έρωτας. Η σκηνοθεσία δημιουργεί καταρχάς μια μεγάλη πινακοθήκη χαρακτήρων, όπου ο καθένας διαγράφει τη δική του εν πολλοίς αυτόνομη πορεία. Ωστόσο κομβικός είναι ο ρόλος ενός προσώπου μέσα σ’ αυτήν την πινακοθήκη: ενός νεαρού τυφλού μασέρ που αναστατώνεται και συνταράσσεται από τη σαρκική επιθυμία.
Αφηγηματικές γραμμές που διασταυρώνονται, που συγκλίνουν ή απομακρύνονται: είναι οι ερωτικοί πόθοι και οι επιθυμίες που καθορίζουν σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό τους τρόπους και τις συμπεριφορές. Οι γραμμές των πόθων που περιπλέκονται και κυκλώνουν τα πρόσωπα, παγιδεύοντας τα. Ο περίκλειστος χώρος, η σωματική εγγύτητα, το (ερωτικό) βλέμμα που απουσιάζει –κάτι που κάνει και το ωραίο ως αξία να έχει μια άλλη διάσταση-, οι περιπέτειες και οι περιπλοκές τους έρωτα, ο χωρίς ανταπόκριση και ανταπόδοση έρωτας, αλλά και η συμφιλίωση με την τυφλότητα, με το σύμπαν του σκότους: αυτές είναι οι συντεταγμένες της ταινίας.
Εικόνες μισοφωτισμένες, τρεμάμενες, είδωλα και περιγράμματα θολά και ασαφή, μία μείξη εικόνων και συναισθημάτων, άτακτη και κάποιες φορές χαοτική: η ταινία του Lou Ye είναι, όπως πάντα, ένα επικό στη στόχευσή του πανόραμα των συναισθημάτων, των αναστατώσεων και των αναταράξεων του έρωτα…

Nagima,  Zhanna Issabayeva
Επικεντρωμένη σ’ ένα πρόσωπο, η ταινία είναι το χρονικό ενός κοινωνικού αποκλεισμού με κεντρικά πρόσωπα δύο νεαρές κοπέλες, στο Καζακστάν.
Η ομώνυμη του τίτλου ηρωίδα ζει μια ζωή στο κοινωνικό περιθώριο: μεγαλωμένη σε ορφανοτροφείο, κοινωνικά απόβλητη μένει μαζί με την έγκυο φίλη της -επίσης τρόφιμη στο ορφανοτροφείο- στα περίχωρα της πόλης. Εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο  και έτσι υποστηρίζει οικονομικά τη φίλη της. Όμως ζουν μια ζωή χωρίς καμία προοπτική, και όταν η φίλη της πεθάνει στη γέννα τότε η Nagima θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις νέες ευθύνες….
Τα κεντρικά πρόσωπα της δραματικής πλοκής στιγματίζονται από την απουσία αγάπης και την κοινωνική απόρριψη. Απέναντι σ’ αυτά τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα η σκηνοθεσία αντιπαραθέτει την εικόνα του νεογέννητου:  η ελπίδα και η απελπισία -μια αντίθεση ισχυρή που  υπερκαλύπτει όλη την ταινία. Θυμίζοντας στον έλληνα θεατή τη Φόνισσα του Αλέξανδρού Παπαδιαμάντη, η ταινία κυριαρχείται από  μια αίσθηση  απελπισίας και ματαιότητας και ένα κλίμα αποκλεισμού. Η σκηνοθεσία σχεδιάζει το πορτραίτο της νεαρής κοπέλας ως ηρωίδας μιας αληθινής (κοινωνικής) τραγωδίας: ό,τι υπάρχει στο τέλος είναι το μαύρο σύννεφο της απελπισίας που υπερκαλύπτει κάθε φωτεινή ακτίνα στη ψυχή της ηρωίδας (και του θεατή).
the-man-of-the-crowd.jpg
O Homem das Multidões / The Man of the Crowd, Marcelo Gomes & Cao Guimarães
Έχοντας στο κέντρο τα συναισθήματα δύο προσώπων, που βιώνουν τη μοναξιά της πόλης, η ταινία είναι επιπλέον μια ευαίσθητη απεικόνιση της αστικής ζωής. 
Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Juvenal οδηγός στο μετρό στη πόλη Belo Horizonte (τον ρόλο υποδύεται ο Paulo André), στιγματίζεται από μια μορφή αστικής μελαγχολίας. Ενώ, κεντρική ηρωίδα είναι η Margô, υπεύθυνη της κίνησης στο μετρό (το ρόλο υποδύεται η Silvia Lourenço). Ζει με τον πατέρας της και βρίσκεται σε μια κομβική στιγμή της ζωής λίγο πριν το γάμο της: με τον μέλλοντα σύζυγό της γνωρίστηκε στα  chat rooms του Internet. Ο άνδρας συνεσταλμένος και συναισθηματικά άτολμος, μονήρης και συμφιλιωμένος με τη μοναχικότητα. Η γυναίκα επιθετική στην έκφραση των συναισθημάτων της και διεκδικητική: παρακολουθεί μέσα από τις κάμερες ασφαλείας την κίνηση και τις συμπεριφορές του άνδρα. Τα δύο πρόσωπα, με πρωτοβουλία της γυναίκας, έρχονται συναισθηματικά κοντά, και αυτή η εγγύτητα -συναισθηματική και σωματική- φαίνεται ότι θα αλλάξει τη ζωή τους…
Η ταινία διαθέτει μια αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα: το κάδρο της έχει τις αναλογίες του τετράγωνου -κάτι που δίνει περισσότερη έμφαση στην ανθρώπινη φιγούρα μέσα στο αστικό τοπίο. Παρόλα που οι χρωματικοί τόνοι είναι περιορισμένοι –η ταινία μοιάζει ως μονόχρωμη – η τελική εικόνα που ο θεατής εισπράττει χαρακτηρίζεται από θερμότητα. Η αφήγηση, χαλαρή και χωρίς εντάσεις, συγκροτείται τόσο από την κίνηση των ηρώων μέσα στην πόλη -με εικόνες της ζωής στο δρόμο-, όσο και από τις στιγμές της συναισθηματικής τους προσέγγισης –όπου ο δραματικός χώρος είναι το εργένικο δωμάτιο του ήρωας. Με ελάχιστους διάλογους και με κύριο χαρακτηριστικό την ευαισθησία στην οπτική της, η σκηνοθεσία δίνει έμφαση στη μοναξιά μέσα στην πόλη, τις διαφορετικές διαδρομές των ηρώων, τις συγκλίσεις και τις αποκλείσεις των. Η αφηγηματική διαδικασία έχει μια σωρευτική λειτουργία: είναι στο τέλος που σχηματίζεται η πλήρη εικόνα για τα κεντρικά πρόσωπα και τη μεταξύ τους σχέση. Σχεδιάζεται έτσι μια πλούσια σε αποχρώσεις και τονισμούς, και μελαγχολική στην επίγευσή της απεικόνιση της μοναχικής ζωής στις μεγαλουπόλεις του σήμερα …
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομότιτλο διήγημα του Edgar Allan Poe, γραμμένο το 1840. Ενώ στην ηχητική μπάντα της ταινίας ακούγονται οι O Grivo, σε κομμάτια που χαρακτηρίζονται από μια μελαγχολική ατμόσφαιρα.

Everything That Rises Must Converge, Omer Fast
Η ταινία που χαρακτηρίζεται από μια πειραματική διάθεση και η αφήγηση της συντίθεται από τα εξής μέρη που αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο.
Το πρώτο μέρος είναι μια  αποκαλυπτική και εκ βαθέων συνέντευξη με τον John, σκηνοθέτη ταινιών πορνό: αφηγείται τα της παιδικής ηλικίας του και το πώς ασχολήθηκε με τη βιομηχανία πορνό. Το δεύτερο παρακολουθεί, ταυτόχρονα, τέσσερις πρωταγωνιστές ταινιών πορνό: από το πρωινό τους ξύπνημα έως την καθημερινότητα της εργασίας -γυρίσματα  της ταινίας πορνό- και από κει μέχρι τις ώρες της βραδινής ξεκούρασης. Το τρίτο μέρος αποτελείται από μια ιστορία εστιάζει σε μια γυναίκα που αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα και προσπαθεί να κερδίσει την προσοχή του άνδρα της. Ενώ το τέταρτο μέρος εστιάζει σε μια ηθοποιό η οποία σ’ ένα στούντιο  αφηγείται την εμπειρία  μιας παράνομης μετανάστριας. 
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μια οθόνη χωρισμένη στα τέσσερα, για να αφηγηθεί  τις πολλαπλές πλευρές - οπτικές γωνίες των ιστοριών. Σύμμειξη διαφορετικών ανθρώπινων εμπειριών, εικόνες που η μια υπερκαλύπτει την άλλη και περιγράφουν το καθημερινό αλλά κα το εξαιρετικό της ανθρώπινης ζωής, ντοκιμαντέρ και  μυθοπλασία, η απομυθοποίηση- αποδόμηση (του πορνό) και δραματοποίηση των ανθρώπινων  συναισθημάτων: η ταινία είναι τελικά μια συναρπαστική απεικόνιση / διαπλοκή εμπειριών, εικόνων, συναισθημάτων. 
Βάση της ταινίας υπήρξε ένα installation του σκηνοθέτη. Ο τίτλος της ταινίας είναι μια αναφορά στη συλλογή  διηγημάτων Everything That Rises Must Converge της  αμερικανίδας Flannery O’Connor (1925-1964).
arrete-ou-je-continue.jpg
Arrête ou je continue, Sophie Fillières
Αν και η ταινία εκ πρώτης όψεως μοιάζει ως άλλη μια αφήγηση των δυσκολιών της συμβίωσης στο ζευγάρι, ωστόσο αυτή η δημιουργία της γαλλίδας σκηνοθέτιδος είναι κυρίως το πορτραίτο μιας γυναίκας της μέσης ηλικίας, αντιμέτωπη με τις προκλήσεις της ηλικίας της.
Η κεντρική ηρωίδα -την υποδύεται η πάντα γοητευτική Emmanuelle Devos- έχει μόλις περάσει τις περιπέτειες μιας σοβαρής ασθένειας. Αντιμετωπίζει τις συνέπειες μιας συζυγικής κρίσης και προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι ο μητρικός της ρόλος έχει να παύσει να υπάρχει, αφού ο γιος της έχει φύγει από το σπίτι. Κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στο δάσος θα χαθεί και θα παραμείνει εκεί…
Η σκηνοθέτις θέτει στο κέντρο της δραματικής πλοκής το ζευγάρι και εστιάζει στην συγκρουσιακή ατμόσφαιρα που επικρατεί στη σχέση τους. Ο άνδρας –τον υποδύεται ο Mathieu Amalric- σκιαγραφείται ως ένας αδιάφορος ως προς την προοπτική της σχέσης τους. Ωστόσο, καθώς η αφήγηση προχωρά, στο κέντρο έρχεται η γυναίκα και η συναισθηματική της διαδρομή-από την απόγνωση, στην ενδοσκόπηση και από κει στην αυτοπεποίθηση: αυτή εντέλει είναι το κέντρο της ταινίας.
Ανάλαφρη και με τόνους κωμικούς, αλλά χωρίς ποτέ να χάνει τη στόχευση της, αυτή η ταινία είναι δείγμα ενός κινηματογράφου ο οποίος εκμεταλλεύεται τις υποκριτικές ικανότητες και τις λάμψεις των ηθοποιών για να δημιουργήσει κάτι πέρα από το προφανές.

Δημήτρης Μπάμπας