ueber-ich-und-du.jpg

Über-ich und du, Benjamin Heisenberg
Κωμωδία χαρακτήρων, αλλά κυρίως μια ταινία για τη θερμή και τις ιδιοτροπίες της ανδρικής φιλίας είναι η δημιουργία του μέλους της σχολής του Βερολίνου, Benjamin Heisenberg.
Κεντρικά πρόσωπα σ’ αυτήν είναι ένας υπερήλικας διανοούμενος ψυχαναλυτής, αντιμέτωπος με τις προκλήσεις (σωματικές αλλά κυρίως διανοητικές) της τρίτης ηλικίας και ένας μικροαπατεώνας αντιμέτωπος με τους κινδύνους του επαγγέλματος -τους ρόλους υποδύονται οι εξαιρετικοί André Wilms, Georg Friedrich. Η μεταξύ τους σχέση, αν και θα ξεκινήσει ως μια σχέση επαγγελματικής εξάρτησης θα εξελιχθεί σε μια σχέση συμβιωτική.
Το κοινό έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η σχέση τους είναι τα ανοικτά θέματα -σε ψυχολογικό και όχι επίπεδο- που διατηρούν. Για τον υπερήλικα είναι το ένοχο ναζιστικό του παρελθόν που πρέπει αντιμετωπίσει, αλλά και να απολογηθεί γι’ αυτό. Ενώ για τον νεαρότερο είναι το σύνθετο και περίπλοκό ψυχολογικό τοπίο, οι απωθήσεις και τα ανεπούλωτα τραύματα.
Ωστόσο δεν είναι τα προηγούμενα που δίνουν τον τόνο. Είναι οι κωμικές συντεταγμένες της μεταξύ των προσώπων αυτών σχέσης, είναι το κωμικό των καταστάσεων που αναδύονται από τα ανεπούλωτα τραύματα, από τη συμβίωση και τις μεταξύ τους συγκρούσεις.  Ανάλαφρη στον τόνο και χωρίς ποτέ να χάνει το στόχο της, η σκηνοθεσία σχεδιάζει τα πορτραίτα δύο χαρακτήρων με τους τρόπους μιας slapstick κωμωδίας, και με πρώτη ύλη μια πνευματώδη στην υφή της ειρωνεία.

The Darkside, Warwick Thornton
Το υπερφυσικό, η άλλη διάσταση, ο κόσμος των πνευμάτων και φαντασμάτων, βρίσκεται στο κέντρο αυτού του αυστραλιανού «ντοκιμαντέρ». Τα πρόσωπα –λευκοί αλλά και ιθαγενείς- αφηγούνται κοιτάζοντας κατάματα τον κινηματογραφικό φακό τις προσωπικές τους ιστορίες, εμπειρίες από τον κόσμο των πνευμάτων. Κάποιες ιστορίες είναι δραματικές, άλλες τρομακτικές, κάποιες κωμικές, άλλες τραγικές. Ο τόνος είναι εξομολογητικός και πολλές φορές βαθιά προσωπικός. Ωστόσο, καθώς προχωρά αυτό το συμβατικό στη φόρμα ντοκιμαντέρ, στο στυλ «Talking Heads», ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος μια ανατροπή: μια νεαρή γυναίκα αφηγούμενη την ιστορία της διακόπτει και αρχίζει να χορεύει στους ρυθμούς ενός μουσικού κομματιού των Massive Attack. Ενώ, ένας άλλος αφηγητής είναι έκδηλα κωμικός στο ύφος της ομιλίας του. Όπως αποκαλύπτεται στο τέλος, όταν τα ζενερίκ πέφτουν, οι αφηγητές, πλην δυο εξαιρέσεων, είναι όλο τους ηθοποιοί.
Και αυτό μετακινεί την ταινία από τις επικράτειες του ντοκιμαντέρ στο είδος της μυθοπλασίας: είναι τελικά ό, τι είδαμε μια μίμηση/ αναπαράσταση, μια «μυθοπλαστική» εκδοχή του κινηματογραφικού είδους του ντοκιμαντέρ. Και αυτό φέρνει στο κέντρο, όχι την αλήθεια των προσώπων και των ιστοριών τους, αλλά τη δύναμη της υποκριτικής, τη δύναμη του προφορικού λόγου να υποβάλλει ένα κλίμα συναισθηματικό, να μεταφέρει τα αισθήματα. Και αυτό κάνει επιπλέον κεντρική τη σκηνοθετική διαχείριση: δηλαδή το σκηνικό, τη γωνία λήψης, το κάδρο, τον αφηγηματικό ρυθμό, την εναλλαγή των εικόνων και των ιστοριών –δηλαδή τη δραματικότητα τους.
 xi-you.jpg
Xi You/ Journey to the West, Tsai Ming-liang
Η αρχή της ταινίας: ένα ανθρώπινο πρόσωπο, η ανάσα και ο ρυθμός της αναπνοής, οι ρυτίδες…
Μετά το Χονγκ Κονγκ και την μικρού μήκους ταινία Walker, ο κοκκινοντυμένος αργοκίνητος βουδιστής μοναχός (τον ρόλο υποδύεται ο μόνιμος πρωταγωνιστής του σκηνοθέτη Lee Kang-sheng) κατευθύνεται προς τα δυτικά, και πιο συγκεκριμένα στην γαλλική πόλη Μασσαλία. Και εκεί θα συναντήσει «ένα τέρας», τον Denis Lavant, τον μόνιμο πρωταγωνιστή των ταινιών του Leos Carax.
Ο ταϊβανέζος σκηνοθέτης κινηματογραφεί τον πρωταγωνιστή του καθώς κινείται με τον πιο αργό ρυθμό που μπορεί να βαδίσει κάνεις, μέσα σ’ ένα δρόμο της πόλης. Ενώ από πίσω του τον ακολουθεί, βαδίζοντας στον ίδιο υπνωτικό ρυθμό, ο Denis Lavant. Οι φιγούρες και των δύο καθώς κινούνται μέσα σ’ ένα πολυσύχναστο δρομάκι της πόλης γίνεται η αφορμή για μια παρατήρηση του αστικού τοπίου και των προσώπων που κινούνται με τους συνήθεις ρυθμούς, σ’ αυτό: είναι το πολυποίκιλο τοπίο μιας πόλης που ξεδιπλώνεται. Παράλληλα, όμως, δίνει η ταινία την αφορμή και για ένα είδος οπτικού διαλογισμού, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα φανερό στην κορύφωση της. 
Το τέλος της ταινίας μαγευτικό: η ανάποδη αντανάκλαση μιας πλατείας με κίνηση, ένας πιανίστας στο κέντρο που παίζει και ο βραδυπορών μοναχός που σιγά -σιγά μπαίνει στο πλάνο…
Σημείωση: ο τίτλος της ταινίας μια ειρωνική στον τόνο αναφορά στο ομότιτλο κλασικό μυθιστόρημα της κινέζικης λογοτεχνίας του 16ου αιώνα, που αφηγείται το ταξίδι για την παραλαβή των βουδιστικών σούτρα από ένα κινέζο μοναχό.

Nonfiction Diary, Jung Yoon-suk
Κορέα. 1994. Μια συμμορία νεαρών μανιακών δολοφόνων συλλαμβάνεται. Τα εγκλήματα του που αποκαλύπτονται ιδιαιτέρως αποτρόπαια: τα θύματά τους βιάζονται, δολοφονούνται με τρόπο φρικτό, τα πτώματα τεμαχίζονται, καίγονται. Οι δολοφόνοι στην προσπάθεια τους να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους επικαλούνται τα πολιτικά- ταξικά τους κίνητρα.
Ο σκηνοθέτης καταρχάς διερευνά τα των πράξεων τους και τις επιπτώσεις τους. Ωστόσο τοποθετεί αυτό το γεγονός που συντάραξε την Νότια Κορέα τη δεκαετία του 90, σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο: στο πολιτικό, κοινωνικό τοπίο μιας χώρας που συνταράσσεται από πολιτικές αναταραχές. Η κατάρρευση μιας γέφυρας, η κατάρρευση ενός εμπορικού κέντρου με 500 θύματα είναι δύο γεγονότα που συμβαίνουν την ίδια περίοδο, και τα οποία ο σκηνοθέτης συνδέει με τη συμμορία των δολοφόνων. Εξετάζεται η ποινική μεταχείριση των ενόχων και συσχετίζεται η κοινωνική τους θέση. Συνεντεύξεις με τους αστυνομικούς που τους συνέλαβαν, τους δεσμοφύλακες, τον δήμιο που τους εκτέλεσε, ιερείς και καλόγριες εναλλάσσονται με εικόνες από την τηλεοπτική κάλυψη των γεγονότων. Παράλληλα, εισάγονται στο κάδρο και πρόσωπα πολιτικά από το πρόσφατο ταραγμένο πολιτικό παρελθόν της χώρας: πρόσωπα που στιγματίζονται ως υπεύθυνα για τις πολιτικές σφαγές της δεκαετίας του 80. Στο αποκορύφωμα αυτό το πολιτικό ντοκιμαντέρ θα αποκαλύψει το αληθινό του θέμα: γίνεται μια κραυγή ενάντια στη θανατική ποινή, μια εναντίωση στο αποτρόπαιο και το βάρβαρο της πράξης.
aimer-boire-et-chanter-alain-resnais.jpg
Aimer, boire et chanter, Alain Resnais
Η αφήγηση της ταινίας διαδραματίζεται στην αγγλική επαρχία και στο κέντρο της έχει τρεις γυναίκες, οι οποίες έχουν προ πολλού διανύσει την πρώτη τους νεότητα. Το διαφιλονικούμενο πρόσωπο είναι ο σύζυγος της μίας και πρώην ή επίδοξος εραστής των δυο άλλων. Πάσχον, όμως από μια σοβαρή ασθένεια και μη έχοντας μεγάλο χρόνο ζωής, το πρόσωπο αυτό θα παραμείνει αόρατο καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης. Έτσι ό,τι βλέπει ο θεατής είναι τρεις γυναίκες να αγωνίζονται να κερδίσουν την εύνοια τους μελλοντικού εκλιπόντα. Παράλληλα, εκτός των τριών γυναικών στο στόχαστρο της αφήγησης τίθενται και οι ερωτικοί σύντροφοι τους.
Βασισμένος στο θεατρικό έργο του άγγλου Alan Ayckbourn, Life of Riley, ο Alain Resnais σ’ αυτήν την ταινία του παρουσιάζει σε πλήρη έκταση την καλά κρυμμένη αγγλοφιλία του. Και εδώ υπάρχει ένα είδος αντίφασης -μια βρετανικότητα εκφραζόμενη στη γαλλική γλώσσα, ένα βλέμμα γαλλικό πάνω σε πρόσωπα και τόπους ακραία βρετανικούς. Μια αντίφαση λοιπόν, που διατρέχει όλη την ταινία –σκηνοθεσία, ερμηνευτική των ηθοποιών- και η οποία παράγει εξόχως απολαυστικά για τον θεατή ειρωνικά πολιτιστικά συμφραζόμενα.
Ο Resnais τοποθετεί όλο τα έργο μέσα στο στούντιο, με τα σκηνικά εμφανώς θεατρικά (ζωγραφισμένες επιφάνειες) και ενθέτοντας ενδιάμεσα της δράσης τις λήψεις της αγγλικής υπαίθρου. Ωστόσο είναι οι κινήσεις της κινηματογραφικής κάμερας που διασπούν τη θεατρικότητα, είναι η διαρκής εναλλαγή του θεατρικού σκηνικού με το μαγευτικό τοπίο, που υπενθυμίζουν διαρκώς στον θεατή πως ό,τι βλέπει είναι η τέχνη ενός μεγάλου μάστορα του σινεμά στα καλύτερα του…
stratos.jpg
Το μικρό ψάρι/ Stratos, Γιάννης Οικονομίδης
Πορτραίτο ενός χαρακτήρα ιδιαίτερου, αλλά και μια περιπετειώδης ως προς το αφηγηματικό της ύφος αντανάκλαση της Ελλάδας της κρίσης, η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη επιβεβαιώνει την παραμονή του σκηνοθέτη στις επικράτειες των κινηματογραφικών ειδών, και πιο συγκεκριμένα σ’ αυτές της γκανγκστερικής ταινίας και του μισοφωτισμένου φιλμ νουάρ.
Όσον αφορά το προηγούμενο, η σκηνοθεσία εξαρχής δηλώνει τις προθέσεις της: έχει ως κεντρικό χαρακτήρα ένα πρόσωπο της κινηματογραφικής μυθολογίας –τόσο ξένο όμως για το ελληνικό σινεμά του δημιουργού- έναν επαγγελματία δολοφόνο. Άρτι αποφυλακισθείς ο ομώνυμος του ξενόγλωσσου τίτλου, ήρωας ζει μέσα στις δικές του ζωτικές αυταπάτες: ένα μικρό ψάρι που κινείται στα βαθιά νερά. Ενσαρκωμένος από τον διαρκώς στα όρια της απάθειας και κατατονίας Βαγγέλη Μουρίκη, ο ήρωας θα βρεθεί αντιμέτωπος με το τοπίο της άγριας κοινωνικής πραγματικότητας, όταν κάθε αυταπάτη καταρρεύσει και κάθε ελπίδα αποδειχθεί φρούδα…
Η δομή της αφήγησης συντίθεται από δύο εμποτισμένα στη βία, αλληλοδιαδεχόμενα μέρη. Το πρώτο είναι οι διαλογικές σκηνές, στις οποίες ο ήρωας συναντά τα υπόλοιπα πρόσωπα της δραματικής πλοκής. Εδώ σχεδιάζεται για τον ήρωα το πορτραίτο του ψυχρού, απαθούς, μάλλον αδιάφορου συναισθηματικά χαρακτήρα. Ωστόσο υπάρχει κάτι ενδιαφέρον σ’ αυτήν τη σχεδίαση: αντίβαρο στην ψυχρότητα και την απουσία συναισθημάτων του ήρωα είναι το ζεστό συναισθηματικό του βλέμμα προς την οικογένεια των γειτόνων και τον φίλο στη φυλακή. Παράλληλα, το μέρος αυτό είναι διάστικτο από μια βία λεκτική (και όχι μόνο) –τόσο γνώριμη από τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη- αποδέκτης ή μαρτυράς της οποίας γίνεται συχνά ο ήρωας. Η λεκτική βία αυτή είναι έκφραση μιας οργής και μιας επιθετικότητας προς τον Άλλον. Και γι’ αυτό η παθητικότητα ή η απάθεια, που χαρακτηρίζει τον ήρωα, η απουσία κάθε μορφής οργής τον διαχωρίζει από τον περίγυρο του. Επιπλέον, δείχνει να είναι και η ασπίδα προστασίας του απέναντι στην επιθετικότητα των Άλλων. Όχι μόνο απέναντι στη βία, αλλά, -και αυτό είναι το σημαντικότερο-, στην ηθική διαφθορά, που διαρκώς διαβρώνει τα πρόσωπα.
Το δεύτερο μέρος οργανώνεται γύρω από τα συμβάντα, τα σχετικά με το γκανγκστερικό μύθο: οι συναντήσεις, οι δολοφονίες, οι περιπλοκές. Εδώ, ο ήρωας είναι ο δρων, αυτός που ασκεί τη βία. Αυτό το μέρος είναι γεμάτο αναφορές και απόηχους από το έργο του Jean-Pierre Melville: Ο ήρωας στιγματίζεται από μια θλίψη και μελαγχολία, από αυστηρότητα στη μορφή και τον τρόπο, όπως οι μονήρεις ήρωες του γάλλου δημιουργού.

Δημήτρης Μπάμπας