(από την Παλαστίνη στο Παρίσι)
54poster.jpg

Lamma shoftak (Όταν σε είδα) , Annemarie Jacir
Ένα φλέγον πολιτικό ζήτημα, αυτό του εκτοπισμού και της επιστροφής των Παλαιστίνιων προσφύγων στην εστία τους, διαπραγματεύεται η δεύτερη ταινία της Annemarie Jacir. Μόνο που η πρώτη γυναίκα Παλαιστίνια που σκηνοθέτησε ταινία μεγάλου μήκους (το Salt of this Sea, το 2008) αφηγείται την ιστορία, με έναν ανάλαφρο, παιγνιώδη σχεδόν τρόπο, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού.
Ιορδανία 1967. Μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο των έξι ημερών Παλαιστίνιοι της Δυτικής όχθης και της Γάζας μεταφέρονται «προσωρινά» στους γειτονικούς προσφυγικούς καταυλισμούς. Ανάμεσά τους και ο εντεκάχρονος Τάρεκ με τη μητέρα του, ο οποίος αναζητάει απεγνωσμένα τον πατέρα του στους άντρες που καταφτάνουν κάθε φορά στο στρατόπεδο. Το Lamma shoftak/ When I saw You/ Όταν σε είδα εστιάζει στην επίμονη ερώτηση του αγοριού προς τη μητέρα , που διατρέχει σαν κεντρικός άξονας την ταινία: «Πότε μπορούμε να γυρίσουμε σπίτι μας;» Αυτή η τυφλή επιθυμία του τον σπρώχνει κατά τύχη σε άλλες επικράτειες, εκτός της «ασφάλειας» των στενών προσφυγικών χωρίων, σε ένα άλλο στρατόπεδο, αυτό της εκπαίδευσης ανταρτών Φενταγίν. Ο μικρός μαθαίνει γρήγορα, πειθαρχεί αλλά και συγκρούεται, συνδυάζει πάθος και επιμονή , για να φύγει τελικά κι από εκεί με σταθερά στραμμένο το βλέμμα προς την πατρίδα.
Η ταινία κινείται σε δύο χώρους δράσεις: τα δύο διαφορετικά στρατόπεδα, και σε δύο επίπεδα σχέσεων: το στενό συναισθηματικό δέσιμο του παιδιού με τη μητέρα (η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία) και αυτό των χαλαρότερων αλλά εξίσου σημαντικών δεσμών που αναπτύσσει το αγόρι με τους νεαρούς αντάρτες (τους οποίους η σκηνοθέτιδα παρουσιάζει εξανθρωπισμένους και καθόλου ως τρομοκράτες). Έχοντας ως επίκεντρό της ένα πανέξυπνο παιδί, που θέτει συνεχώς ερωτήματα και γι αυτό δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε μια παράλογη πραγματικότητα, η ταινία εξελίσσεται σε μια συναρπαστική ιστορία ενηλικίωσης –που θυμίζει παραμύθι- αλλά και σε μια περιπετειώδη αναζήτηση της πατρικής κοιτίδας, που διαπνέεται από ελπίδα και αισιοδοξία. Και δεν μπορεί παρά να μας θυμίζει την ταινία μιας άλλης σκηνοθέτιδας που πρωτοστάτησε στο κινηματογραφικό πεδίο της χώρας της, την Wadjda (Το απαγορευμένο ποδήλατο) της Haifaa al Mansour. Η ίδια διακαής επιθυμία, η ίδια επαναστατική διάθεση δύο εντεκάχρονων παιδιών, η ίδια καθοριστική σχέση με τη μητέρα. Αλλά και ένας παρόμοιος τρόπος κινηματογραφικής γραφής των δύο δημιουργών, που δεν θέλουν να κάνουν καθαρά πολιτικές ταινίες: προτιμούν το χιούμορ από τη δραματική αντιπαράθεση, αποφεύγουν τους οξείς τόνους, χρησιμοποιούν την αφέλεια και την περιέργεια του εφηβικού βλέμματος για να προσεγγίσουν δυσεπίλυτα πολιτικά ζητήματα.
la-jaula-de-oro.jpg
La Jaula de Oro (Κελί από χρυσάφι), Diego Quemada-Diez
Από τις άθλιες φτωχογειτονιές της Γουατεμάλας τρεις δεκαπεντάχρονοι -δυο αγόρια και ένα μεταμφιεσμένο σε αγόρι κορίτσι- ξεκινούν ανυποψίαστοι ένα ταξίδι φυγής προς τον πλούσιο Βορρά, τη μυθική Καλιφόρνια, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Στην πορεία τους μέσα από το Μεξικό θα συναντήσουν ένα νεαρό Ινδιάνο από την περιοχή της Τσιάπας, που δεν μιλάει ισπανικά. Παρόλο που η ένταξη του ξένου  θα συναντήσει εμπόδια από τον αρχηγό της ομάδας, ο κοινός στόχος θα τους κρατήσει μαζί σε ένα επικίνδυνο ταξίδι που  κεντρικός του άξονας είναι μια σιδηρογραμμική γραμμή.
Εμπνευσμένη από πραγματικές ιστορίες, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Quemada-Diez μεταφέρει με ρεαλισμό αλλά και ευαισθησία τους σταθμούς μιας περιπέτειας, γνωστής στην περιοχή. Το κυνήγι του τρένου και την αγωνία της ανάβασης, το στοίβαγμα των λαθρομεταναστών στα βαγόνια και στις οροφές τους, τη βιαιότητα των αρχών και των τοπικών συμμοριών που τους εκμεταλλεύονται, τον αγώνα τους για ζωή, το παιχνίδι με το θάνατο. Εστιάζοντας κυρίως στα πρόσωπα των νεαρών πρωταγωνιστών του ο Μεξικανός σκηνοθέτης παρακολουθεί τις δοκιμασίες με τις οποίες αυτοί έρχονται αντιμέτωποι, την κούραση και την επιμονή, τις ήττες και τις μικρές τους νίκες. Παράλληλα κομβικό σημείο στην ιστορία αποτελεί η συμπάθεια που αναπτύσσεται ανάμεσα στο νεαρό  Ινδιάνο και το κορίτσι. Μια σχέση που θα αναδείξει ανταγωνισμούς και στην ουσία προωθεί την αφηγηματική δράση. Η εξέλιξη της αρχικής σύγκρουσης των δύο κεντρικών πρωταγωνιστών σε πραγματική αλληλεγγύη αποτελεί τη δραματικότερη συνιστώσα της ταινίας.
Λιγότερο σκληρό από το Sin Nombre του Fukunaga και χρωματικά πιο άτονο το «Κελί από χρυσάφι» αποτυπώνει ωστόσο με την ίδια, ίσως και   μεγαλύτερη ένταση την απεγνωσμένη προσπάθεια εξόδου  προς έναν ονειρικό βορρά που δεν είναι παρά ένας βρώμικος τόπος φτηνού εργατικού δυναμικού. Η μελαγχολία –διάχυτη σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής- που επιτείνεται από τη μουσική υπόκρουση και που καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις μεταβάσεις στο χώρο και το χρόνο, κορυφώνεται στην τελευταία σκηνή της ταινίας. Εκεί που το χιόνι, σταθερό αναφορικό σημείο στα όνειρα των παιδιών,  αποκρυσταλλώνεται σε κάτι απτό αλλά οδυνηρά κενό. 
jin-reha-erdem.jpg
Jîn, Reha Erdem
Στα βουνά του Κουρδιστάν μια νεαρή αντάρτισσα ξεγλιστράει από τη μικρή στρατιωτική της οργάνωση για να βρεθεί παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο εμπόλεμες ζώνες. Η απεγνωσμένη της προσπάθεια να περάσει σε  ασφαλέστερες περιοχές αποβαίνει μάταιη λόγω των αυστηρών ελέγχων του τουρκικού εθνικού στρατού, αλλά και των επιθέσεων που δέχεται-σαν απροστάτευτη γυναίκα- από άντρες της τοπικής κοινωνίας.  Κυνηγημένη από παντού, η δεκαεφτάχρονη Jin, κουβαλώντας το σθένος και τις αντοχές μιας αγωνίστριας αλλά και την ευαισθησία ενός παιδιού, θα βρει τελικά καταφύγιο στην άγρια φύση του δάσους. Μόνο που και αυτό απειλείται το ίδιο βάναυσα από τις ριπές ενός αδυσώπητου πολέμου.
 Μετά το « Kosmos» ο Reha Erdem επιστρέφει με μια παραβολή, απλούστερη ως προς την κινηματογραφική της αφήγηση και λιγότερο μυστηριακή, με ευκρινέστερες όμως αναφορές  και οικουμενικότερες προεκτάσεις. Κι εδώ, όπως και σε προηγούμενες ταινίες του, παρακολουθούμε ένα ξεχωριστό πρόσωπο που οι δεσμοί του με τον έξω κόσμο έχουν διακοπεί. Μόνο που τώρα σε πρώτο πλάνο προβάλλεται και ο φυσικός κόσμος, ένα οικολογικό σύμπαν που αντιμετωπίζει τους ίδιους, αν όχι περισσότερους κινδύνους από την ηρωίδα. Ο σκηνοθέτης εστιάζει  σε αυτό το επιβλητικής ομορφιάς φυσικό περιβάλλον και στα πλάσματά του με λεπτομερή διαύγεια και φωτεινότητα. Για να τονίσει με τις ξαφνικές εκκωφαντικές εκρήξεις που διαταράσσουν την ηρεμία του τη βίαιη εισβολή ενός αθέατου -αλλά πανταχού παρόντος- εχθρού. Μέσα σε αυτό το τοπίο που ποικίλλει και μεταμορφώνεται συνεχώς, από βραχώδες και γυμνό σε οργιαστικά πράσινο και με συνεχείς εναλλαγές από την ημέρα στη νύχτα με το ολόγιομο φεγγάρι -αγαπημένο μοτίβο του σκηνοθέτη- η έφηβη αντάρτισσα διανύει μια διαδρομή στην πορεία της οποίας προσπαθεί  να αλλάξει και η ίδια. Να αποτινάξει τη στρατιωτική της ταυτότητα και να  υποδυθεί ένα απλό κορίτσι. Η επιθετικότητα όμως και η αγριότητα που θα συναντήσει στο δρόμο της την επαναφέρουν στην αρχική της θέση. Οι αναπάντεχες τελικά συναντήσεις της με τα άγρια αλλά και ήμερα ζώα του δάσους είναι αυτές που της προσφέρουν βάλσαμο, προστασία και μικρές στιγμές χαράς.
Με ελάχιστους διαλόγους, αργά και μακρινά πλάνα και την εξαιρετική φωτογραφία του μόνιμου συνεργάτη του, Florent Herry, ο Erdem στήνει ένα αντιπολεμικό κινηματογραφικό ποίημα. Με αφορμή το δυσκολότερο ζήτημα που ταλανίζει τη χώρα του τα τελευταία τριάντα χρόνια δίνει μέσα από τις περιπέτειες και κυρίως μέσα από το βλέμμα της νεαρής ηρωίδας του, την ακατάβλητη επιθυμία του εμπόλεμου ανθρώπου για επιστροφή σε μια εστία ειρηνική. Αλλά και σε μια οικολογική ισορροπία.  Η σκηνή όπου η Jin, κρυμμένη στις φυλλωσιές ενός δέντρου, ακούει το τραγούδι των Τούρκων στρατιωτών αλλά και η μαγική σκηνή του τέλους  είναι ίσως οι ωραιότερες της ταινίας.
bluebird.jpg
Bluebird (Το γαλάζιο πουλί),  Lance Edmands
Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στην αμερικανική πολιτεία του Μάιν, στα σύνορα με τον Καναδά η οδηγός ενός σχολικού λεωφορείου θα διαπράξει ένα εγκληματικό λάθος. Στο τέλος της υπηρεσίας της, ένα πουλί θα αποσπάσει την προσοχή της με συνέπεια να μην ολοκληρώσει τον τυπικό έλεγχο του οχήματος. Την επομένη, ένα αγόρι που είχε αποκοιμηθεί μέσα στο λεωφορείο, βρίσκεται μισοπεθαμένο στα πίσω καθίσματα. Η νεαρή μητέρα του είχε ξεχάσει κι αυτή να πάρει το παιδί, όντας υπό την επήρεια αλκοόλ. Είναι Γενάρης και το χιόνι βαραίνει το τοπίο και τους λιγομίλητους ανθρώπους κάνοντας τους να δείχνουν ακόμα πιο μοναχικοί. Μια στασιμότητα πλανάται στους χώρους, η αίσθηση της ματαίωσης, της επίγνωσης μιας παρακμής. Η μοναδική βιομηχανία χαρτιού της περιοχής βρίσκεται κι αυτή σε ύφεση. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον το τραγικό περιστατικό εγείρει όχι μόνο αισθήματα ενοχής στους υπεύθυνους, αλλά αφυπνίζει και τις παγωμένες συνειδήσεις τους. Η οδηγός είναι αυτή που θα υποφέρει περισσότερο. Σύζυγος και μητέρα μιας έφηβης κόρης, παραπαίει ανάμεσα στην απόγνωση και την κατάθλιψη, ώσπου καταρρέει.
Η ταινία παρακολουθεί με τη σειρά όλα τα εμπλεκόμενα στην ιστορία πρόσωπα. Τη νεαρή μητέρα του αγοριού που δουλεύει σε ένα μπαρ, το σύζυγο-έναν υλοτόμο που βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση-, την κόρη, με τα προβλήματα και τις εφηβικές ανησυχίες της. Ζωές κολλημένες που δεν ελπίζουν σε τίποτα, εκτός από το κορίτσι που δείχνει κάποια διάθεση για αλλαγή. Αν και το Buebird θυμίζει αναπόφευκτα λόγω θέματος το «The sweet hereafter» του Atom Egoyan κινείται ωστόσο σε πιο μικρή κλίμακα, διαφοροποιούμενο τόσο ως προς το φιλοσοφικό βάθος όσο και ως προς τη γραφή. Εδώ έχουμε μια απλή, γυμνή σχεδόν απεικόνιση και ένα ρεαλιστικό ύφος πολύ κοντά στο ντοκιμαντέρ. Ο Edmands καταφέρνει ωστόσο με τα χρώματα και το βάθος της κάμεράς του να μεταδώσει αυτή την κλειστοφοβική και μελαγχολική ατμόσφαιρα της μικρής πόλης, είτε κινηματογραφεί στον εσωτερικό χώρο μιας κουζίνας, είτε στο ανοιχτό δασώδες τοπίο της περιοχής. Και αυτό τελικά συνιστά και τη βαθύτερη ουσία της ταινίας.
likefath.jpg
Like Father, Like Son, Hirokazu Kore-Eda
Πώς ορίζεται η έννοια της πατρότητας; Μπορούν οι δεσμοί αίματος να είναι ισχυρότεροι από την εξάχρονη ανατροφή ενός παιδιού; Και με ποιο τρόπο ολοκληρώνεται ο γονεϊκός ρόλος ενός άνδρα; Τα ερωτήματα αυτά βρίσκονται στο επίκεντρο της ταινίας του Hirokazu Kore-eda  Like Father, Like Son, ενός τρυφερού αλλά και ανάλαφρου πορτρέτου δύο διαμετρικά αντίθετων οικογενειακών μοντέλων στη σύγχρονη Ιαπωνία.
Οι ισορροπίες στην προσωπική ζωή ενός επιτυχημένου αρχιτέκτονα και αυστηρά πειθαρχημένου οικογενειάρχη ανατρέπονται όταν πληροφορείται ότι, εξαιτίας ενός τραγικού λάθους της κλινικής, επί έξι χρόνια μεγάλωνε το παιδί ενός άλλου ζευγαριού, στο σπίτι του οποίου ζει τώρα ο φυσικός του διάδοχος. Τα δυο ζευγάρια, αφού γνωριστούν, θα τολμήσουν το πείραμα της αλλαγής των αγοριών, μια πράξη που θα κλονίσει τις αξίες και τις αρχές του κεντρικού ήρωα. Η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας των παιδιών θα δημιουργήσει τα πρώτα ρήγματα στο ιδανικό οικοδόμημα που είχε κατασκευάσει, ενώ στη συνέχεια θα αναθεωρήσει και το ρόλο του ως πατέρα, με έναν αρκετά επώδυνο τρόπο. Γιατί η οικογένεια που θα βρει απέναντι του είναι ακριβώς αντίθετη από τη δική του. Φτωχή σε υλικά αγαθά, πλούσια όμως σε συναισθήματα και έμπρακτες εκδηλώσεις αγάπης. Και ο άλλος πατέρας κουβαλάει μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφία ζωής.
Η οικογένεια, ένα από τα προσφιλέστερα θέματα στον ιαπωνικό κινηματογράφο, έχει απασχολήσει και παλιότερα τον Kore-eda. Eιδικότερα οι σχέσεις που διαμορφώνονται από την απουσία των γονιών (Maboroshi, Nobody Knows, I Wish), αλλά και η σχέση πατέρα-γιου (Still Walking). Σ' αυτήν του την ταινία, η οποία ακολουθεί μια παραδοσιακή κινηματογραφική γραφή, παραμένει και πάλι ένας ευαίσθητος παρατηρητής, παρακολουθώντας από κοντά αλλά και με διακριτικότητα τις ζωές των δύο ζευγαριών. Είναι οι μικρές στιγμές και οι λεπτομέρειες που δίνονται με φειδώ αλλά και με ακρίβεια αυτές που αποπνέουν τη μελαγχολική ατμόσφαιρα και υποβάλλουν τον κρυμμένο συναισθηματικό κόσμο των ηρώων. Και μπορεί βέβαια οι χαμηλοί τόνοι και οι παραλλαγές του Γκόλντμπεργκ του Μπαχ να φορτίζουν συναισθηματικά το θεατή, έρχονται όμως οι αυθεντικές και γεμάτες ζωή σκηνές με τα παιδιά να τον αποφορτίσουν. Γιατί ενώ η ταινία εστιάζει στον κεντρικό χαρακτήρα του επιτυχημένου επαγγελματία-πατέρα και  παρακολουθεί τις ψυχολογικές του διακυμάνσεις , από την υπεροψία και την επίμονη βεβαιότητα στην ανασφάλεια και την αναθεώρηση, είναι κυρίως οι μικροί ήρωες ο μοχλός που κινεί τα νήματα της ιστορίας. Οι αντιδράσεις τους καταγράφονται με χιούμορ και ανεπιτήδευτη φυσικότητα και αποτελούν από τις καλύτερες απεικονίσεις παιδιών στον κινηματογράφο. Μέσα από τη στάση τους δίνεται και η απάντηση στα βασικά ερωτήματα της ταινίας. Ανοιχτή αλλά αισιόδοξη, όπως ταιριάζει στο ανθρωπιστικό κινηματογραφικό βλέμμα του Κore-eda.
les-bureaux-de-dieu.jpg
Les bureaux de Dieu (Tα γραφεία του Θεού), Claire Simon
Άγνοια σε θέματα αντισύλληψης, σεξουαλική ανελευθερία, δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις και ηθικά διλήμματα, κυρίως όμως η απαλλαγή από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, είναι οι λόγοι που οδηγούν τις γυναίκες στα «γραφεία του Θεού». Ένα κέντρο οικογενειακού προγραμματισμού και βοήθειας στο Παρίσι, που οι χώροι αναμονής του είναι πάντα γεμάτοι κόσμο. Γυναίκες διαφορετικών ηλικιών και εθνικοτήτων συναντιούνται εκεί με συμβούλους οικογενειακών σχέσεων και γιατρούς, που μέσα σε κλίμα απόλυτης εχεμύθειας τούς παρέχουν απαντήσεις αλλά και στήριξη, τόσο ιατροφαρμακευτική όσο και ψυχολογική. Στις κατ΄ ιδίαν τους συνεντεύξεις οι κοινωνικοί λειτουργοί, όλες γυναίκες, κυρίως ακούν και οι επισκέπτριες μιλούν. Μερικές φορές ακατάπαυστα. Γιατί οι σύμβουλοι δεν είναι εκεί μόνο για να λύνουν απορίες, ούτε απλά για να δίνουν λύση στο εκάστοτε πρόβλημα. Με τις ερωτήσεις τους πηγαίνουν βαθύτερα, βγάζοντας στην επιφάνεια σκέψεις και συναισθήματα, φόβους και επιθυμίες των γυναικών που προσέρχονται στο κέντρο. Αλλά και τα ελλείμματα μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας που θέλει να θεωρείται χειραφετημένη.
Μαθήματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης ή ψυχολογικά πορτρέτα γυναικών, η ταινία «Les Bureaux de Dieu» της γαλλίδας σκηνοθέτιδας Claire Simon αποτελεί μια μοναδική περίπτωση συγκερασμού ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Βασισμένη σε πραγματικές ιστορίες γυναικών που απευθύνθηκαν σε διαφορετικά κέντρα οικογενειακής βοήθειας στη Γαλλία, από το 2000 ως το 2007, καταγράφει μια σειρά περιστατικών με το ρεαλισμό και την ακρίβεια ταινίας τεκμηρίωσης. Ταυτόχρονα απεικονίζει με έναν απέριττο και αφαιρετικό τρόπο τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, σκιαγραφώντας πορτρέτα μοναδικά. Η Simon παρατηρεί και τις δύο πλευρές, επιχειρώντας κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς στους ρόλους των επισκεπτριών και διάσημες γαλλίδες ηθοποιούς στους ρόλους των συμβούλων: από τη μια τα νεαρά κορίτσια, συχνά ανήλικα, με τους φόβους και τις ανησυχίες τους ή οι ωριμότερες ηλικιακά γυναίκες με τις δικές τους οδυνηρές ιστορίες, κι από την άλλη οι σύμβουλοι, με μια ηρεμία και ευγένεια να δείχνουν κατανόηση και να συμπαραστέκονται. Οι πρώτες δίνουν ένα στοιχείο αυθεντικότητας και αληθοφάνειας στην ταινία, ενώ οι δεύτερες, ως πρόσωπα αναγνωρίσιμα, υπενθυμίζουν πάντα στο θεατή ότι πρόκειται για μυθοπλασία. Η κάμερα της γαλλίδας σκηνοθέτιδας παρακολουθεί τις συνεντεύξεις τη μία σχεδόν πίσω από την άλλη, κινούμενη  διαρκώς από τη μια στην άλλη πλευρά, άλλοτε αργά κι άλλοτε με μεγαλύτερη ταχύτητα ή κάποια αστάθεια, ανάλογα με την ένταση και τη συναισθηματική φόρτιση  της συζήτησης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο παρακολουθεί στα διαλείμματα των συνεντεύξεων τις εργαζόμενες να συζητούν , να καπνίζουν στο μπαλκόνι, να εκτονώνονται χορεύοντας. Η κάμερα πλησιάζει τότε διαφορετικά τα πρόσωπα και τα σώματα των ηρωίδων, παραβιάζοντας χώρους πιο προσωπικούς. Πρόκειται για τις πιο κινηματογραφικές στιγμές της ταινίας.
 Η Simon βλέπει από μια καθαρά γυναικεία οπτική γωνία μια υπόθεση που αφορά εντέλει και τα δύο φύλα. Γιατί μέσα από τις διαδοχικές συνεντεύξεις αυτό που αναδεικνύεται, πέρα από τη ζωτική ανάγκη  επικοινωνίας, είναι η ίδια η δυναμική των σχέσεων-πάντα προβληματικών- αλλά  και η δύναμη των βαθύτερων ανθρώπινων συναισθημάτων, όπως της αγάπης.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]