festiv2.jpg

Δέσμιο ακόμα οικονομικών βαρών που αλόγιστες σπατάλες του παρελθόντος συσσώρευσαν, το 52ο φεστιβάλ εκ των πραγμάτων πορεύθηκε μέσα σε πνεύμα λιτότητας. Συμμορφούμενο στις ανάγκες των καιρών, αντιπαρέβαλλε στο κιτς της ακόρεστης συσσώρευσης τις αρετές (και τους αναπόφευκτους περιορισμούς) μιας προσωπικής αισθητικής. Ο Δημήτρης Εϊπίδης σκιαγραφώντας τις προθέσεις της διοργάνωσης δηλώνει ότι «φιλοξενεί ταινίες κοινωνικά αιχμηρές, πολιτικές, ανθρωποκεντρικές που αντανακλούν τη σύγχρονη πραγματικότητα».
Μια πραγματικότητα όπως που στιγματίζει και τα λιτά και ισχνά κεντρικά αφιερώματα του φεστιβάλ. Εδώ βρίσκουμε τον γνώριμό μας από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, αυστριακό Ulrich Seidl. Με σημείο αφετηρίας ίδιο μ’ αυτού του συμπατριώτη του Michael Haneke, το έργο του (ντοκιμαντέρ και 2 ταινίες μυθοπλασίας) αντανακλά δυσμορφίες, δυστροπίες και την κενότητα του δυτικού τρόπου ζωής. Κοινό σημείο αφετηρίας με τους συμπατριώτες του Δανούς είχε και ο Ole Christian Madsen, αυτό του Δόγματος 95. Αποκλίνοντας στη συνέχεια επιλέγει να προκρίνει την παρουσία του ηθοποιού σε μυθοπλασίες που κυριαρχούν τόνοι άλλοτε ανάλαφροι και κωμικοί και άλλοτε δραματικοί. Το έργο του ιταλού Paolo Sorrentino είναι εν τέλει στυλιζαρισμένες σκιαγραφήσεις χαρακτήρων: πρόσωπα εμμονικά, πολλές φορές ακραία και ιδιαίτερα στις συμπεριφορές και τη ψυχολογία τους. Τέλος στο πρόσωπο της αμερικανίδας Sara Driver θα βρούμε όχι μια δημιουργό –αφού έχει σκηνοθετήσει μόνο 2 μεγάλου μήκους και 2 μικρού μήκους ταινίες- αλλά μια συνεπή υπερασπίστρια του ανεξάρτητου σινεμά: είναι παραγωγός των ταινιών του συζύγού της, Jim Jarmusch. Τέλος στο αναμφίβολα σημαντικότερο και πλουσιότερο όλων αφιέρωμα βρίσκουμε τον Κωνσταντίνο Γιαννάρη: σ’ αυτό παρουσιάστηκε πέραν της γνωστής και η κρυφή και πειραματική σε ύφος ενδοχώρα του έργου. Πρόσωπο που βρίσκεται στο ενδιάμεσο ανάμεσα στη γενιά του ΝΕΚ και το σύγχρονο ρεύμα, ο Γιάνναρης διεύρυνε τους στενούς ορίζοντες του ελληνικού βλέμματος στη δεκαετία του 00: οι μετανάστες, η ζωή στο περιθώριο, το σώμα και ο τόπος, η ομοφυλόφιλη επιθυμία, η νυχτερινή ζωή, ο ελληνικός χώρος, μια διάθεση για αναζήτηση και εξερεύνηση.
Το Διεθνές Διαγωνιστικό στιγματίστηκε καταρχήν από την ισχυρή παρουσία του κεντροευρωπαϊκού σινεμά. Αξίες επισήμανσης είναι καταρχήν δύο ταινίες: η τσέχικη Eighty Letters (Vaclac Kadrnka) μια λιτή, μπρεσονική στο ύφος, απεικόνιση μιας δύσκολης μέρας στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία, αλλά η καναδική Le Vendeur (Sebastien Pilole), με την εξαιρετική ερμηνεία του Gilbert Sicotte -μια ταινία για την κατάρρευση, τη διάλυση και το τέλος μιας τακτοποιημένης ζωής. Άλλες αξιομνημόνευτες ταινίες ήταν το Behold the Lamb (John McIlduff) μια ταινία δρόμου με δύο όχι και τόσο αταίριαστους χαρακτήρες, όπου το χιούμορ συνεπικουρεί το συναίσθημα στο τελικό αποτέλεσμα, το The House (Zuzana Liova) επικεντρωμένο στις τεταμένες σχέσεις πατέρας-κόρης με φόντο την κατασκευή ενός σπιτιού, το μεξικάνικο Porfirio (Alejandro Landes) με τα ασαφή όρια ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία και τέλος το βραβευμένο από την ΠΕΚΚ Twilight Portrait (Angelina Nikonova) μια περιπλάνηση στο ημίφως της ρώσικης κοινωνίας, μια ταινία για τη φύση του Κακού, τη διαχείριση ενός τραυματικού γεγονότος και τη συγχώρεση.

Το ελληνικό πρόγραμμα συγκροτήθηκε από 11 ταινίες, μέρος μόνο της ετήσιας παραγωγής, αφού πλέον αρκετές παραγωγές επιλέγουν άλλους τρόπους και χρόνους για την πρεμιέρα και την προώθησή τους. Εκτός των τυπικών εθνικών συμμετοχών στο διεθνές διαγωνιστικό -J.A.C.E. (Μενέλαος Καραμαγγιώλης) και Παράδεισος (Παναγιώτης Φαφούτης)- συμμετείχε ο Άδικος κόσμος (Φίλιππος Τσίτος) και η βραβευμένη από την ΠΕΚΚ και FIPRESCI Η πόλη των παιδιών του Γιώργου Γκικαπέππα, μια σπονδυλωτή ταινία για την ενήλικη ζωή και τις αναπάντεχες εκτροπές από τη κανονικότητα που προκαλεί η επικείμενη πατρότητα ή μητρότητα.

Στο αφιερωμένο στο βαλκανικό σινεμά τμήμα του φεστιβάλ βρίσκουμε μια ρετροσπεκτίβα στον τούρκο Erden Kiral: ένα προδρομικό του σημερινού ρεύματος δημιουργό, που με αφετηρία την κοινωνικό-ρεαλιστική παράδοση οδηγείται σ’ ένα ύφος ιδιοσυγκρασιακό και ένα σινεμά ανθρωποκεντρικό. Κοινός τόπος στο τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια (υπεύθυνος Δημήτρης Κερκινός) ήταν «πανανθρώπινος χαρακτήρας των αφηγήσεων». Φέτος η συνήθης εντυπωσιακή παρουσία του ρουμανικού σινεμά περιορίσθηκε στις ελπιδοφόρες συμμετοχές Adalbert’s Dream (Gabriel Achim), Best Intentions (Adrian Sitaru) και Loverboy (Cătălin Mitulescu). Και στις τρεις περιπτώσεις αποκαλύπτεται πως ότι συνιστά την αφετηρία για το σύγχρονο ρουμάνικο σινεμά ο άνθρωπος μέσα στον κοινωνικό του περίγυρο. Άξια επισήμανσης είναι η παρουσία δύο βουλγάρικων ταινιών The Island (Kamen Kalev) με την γαλλίδα Laetitia Casta και το Avé (Konstantin Bojanov) μια «ερωτική ιστορία δρόμου αλλά και ένα ταξίδι ενηλικίωσης». Στο πρόγραμμα συμμετείχε και η αμερικάνικη αλλά διαδραματιζόμενη στην Αλβανία The Forgiveness of Blood (Joshua Marston), μια ταινία για τη σύγκρουση της μοντέρνας εποχής με ήθη αιώνων.

«Η έννοια της εξαφάνισης και οι διάφορες ακούσιες, αλλά και εκούσιες απουσίες» ήταν το κέντρο στο Πειραματικό Φόρουμ (υπεύθυνος Βασίλης Μπούρικας). Αφιερώματα στη Collectif Jeune Cinema και στη κολεκτίβα OMProduction και εστιάσεις σε πρόσωπα όπως ο J.X. Williams, ένα μυθικό πρόσωπο της αμερικάνικης αβάντ- γκαρντ σκηνής, ο νεώτερός του Ισραηλινός Dror Heller και ο Γάλλος Eric Baudelaire, με μια ταινία για το διαβόητο εξαφανισμένο επί 30 χρόνια Ιάπωνα σκηνοθέτη Masao Adachi.

Σε πείσμα της λιτότητας των καιρών, το πληθωρικό και πολυποίκιλο πρόγραμμα των Ανοιχτών Οριζόντων καταλαμβάνει όχι άδικα κεντρικό σημείο στο φεστιβάλ. Το τμήμα αυτό μοιάζει σαν ένα πανόραμα του σύγχρονου σινεμά, μέσα πάντα από την ιδιοσυγκρασιακή οπτική του προγραμματιστή του Δημήτρη Εϊπίδη. Οι επιλογές δείχνουν άλλοτε αντισυμβατικές (Finisterrae/ Sergio Caballero) και άλλοτε προκλητικές: φέτος η πρόκληση  ήταν η παιδοφιλία (Michael/ Markus Schleinzer, Snowtown/ Justin Kurzel, Presume coupable/ Vincent Garenq). Εδώ βρίσκουμε απεικονίσεις μίας ανήσυχης νεότητας όπως αυτή υπάρχει στις ταινίες Play (Ruben Östlund), She Monkeys (Lisa Aschan), Abrir puertas y ventanas (Milagros Mumenthaler), Un amour de jeunesse (Mia Hansen-Løve) αλλά και στο βαθύτατα μπαλζακίκο και γι’ αυτό πολιτικό El Estudiante (Santiago Mitre). Ταινίες βαθύτατα ουμανιστικές που επικεντρώνονται σε πρόσωπα άλλοτε βίαια –Tyrannosaur (Paddy Considine) και άλλοτε ευαίσθητα -Las Acacias (Pablo Giorgelli)-, που αναζητούν την συναισθηματική (και όχι μόνο) επιβίωση  -Gypsy (Martin Šulík). Ιχνηλατήσεις τόπων άγνωστων όπως τα Black Blood (Miaoyan Zhang), Either Way (Hafsteinn Gunnar Sigurðsson), Flying Fish (Sanjeewa Pushpakumara), Daughter...Father...Daughter (Panahbarkhoda Rezaee). Επιπλέον εδώ βρίσκουμε την ισχυρή παρουσία του ιταλικού σινεμά με ταινίες είτε προσανατολισμένες στο κοινωνικό τοπίο, υπό την επήρεια του νεορεαλισμού -Terraferma (Emanuele Crialese), La nostra vita (Daniele Luchetti)- είτε εστιασμένες στις αδιόρατες συναισθηματικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων -Corpo celeste (Alice Rohrwacher). Και τέλος ταινίες ακατάτακτες, φόρους τιμής στην άκρατη και παθιασμένη σινεφιλία –Cut (Amir Naderi). Ή ταινίες αληθινών δημιουργών όπως είναι το Hors Satan (Bruno Dumont): μια ταινία που άπτεται του σινεμά του Carl Dreyer και του Robert Bresson, αλλά ταυτόχρονα εκτείνεται και στην δική της επικράτεια. Μια  επικράτεια που μπορεί να δείχνει γνώριμη και χαρτογραφημένη αλλά τελικά αποδεικνύεται ανοίκεια και μυστηριώδης: μια terra incognita -ότι δηλαδή οφείλει να είναι κάθε καλό κινηματογραφικό φεστιβάλ.  

Δημήτρης Μπάμπας