vienna11.jpg

Best Intentions, Adrian Sitaru
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Ρουμάνου σκηνοθέτη Adrian Sitaru αφηγείται μια συνηθισμένη ιστορία, που συνέβη στον ίδιο και στη μητέρα του το καλοκαίρι του 2007. Αν και αυτοβιογραφική, η ταινία ξεπερνάει τα  προσωπικά και εθνικά σύνορα  για να αποδώσει με αυθεντικό τρόπο έναν τυπικό ανθρώπινο χαρακτήρα και έναν κόσμο  με οικουμενικό ενδιαφέρον.  Όταν η μητέρα του τριανταπεντάχρονου Alex  εισάγεται ξαφνικά σε νοσοκομείο επαρχιακής ρουμανικής πόλης με ελαφρύ εγκεφαλικό, η καθημερινότητα και οι αντιδράσεις του ήρωα αλλάζουν δραματικά. Αυτό που αρχικά εμφανίζεται ως  φυσιολογική ανησυχία ενός ευαίσθητου γιου εξελίσσεται σταδιακά σε μία γεμάτη ανασφάλειες νευρωτική συμπεριφορά. Και ενώ η  υγεία της μητέρας  σταθερά βελτιώνεται, η αγωνία και οι εμμονές του γιου εντείνονται εμφανίζοντας συμπτώματα υποχονδρίασης και επιθετικότητας, που τον μεταμορφώνουν σε αφελή, κωμικοτραγική φιγούρα. Παράλληλα τα  πρόσωπα που περιβάλλουν τη μητέρα κατά την  παραμονή της στο νοσοκομείο συμπληρώνουν το θίασο αυτής της σχεδόν σουρεαλιστικής ιλαροτραγωδίας. Όπως και σε άλλες ταινίες του σύγχρονου ρουμάνικου σινεμά  το κινηματογραφικό ύφος  καθορίζει την ταινία. Η καθαρά ρεαλιστική και αποδραματοποιημένη αφήγηση,- που έχει ως αφετηρία την καχυποψία του ήρωα για το σύστημα υγείας της χώρας του-, τα μεγάλα πλάνα στα οποία σημαντικές και ασήμαντες πληροφορίες εμπλέκονται αξεδιάκριτα και το γνωστό  στοιχείο μαύρης κωμωδίας στήνουν το σκηνικό μιας πραγματικότητας οικείας στο θεατή με την οποία ταυτίζεται εύκολα. Η ταινία χρησιμοποιεί  αντικειμενικά αλλά και υποκειμενικά πλάνα, εστιάζοντας συχνά στον ήρωα μέσα από την οπτική προσώπων του κοντινού του περιβάλλοντος και δημιουργώντας έτσι μια τεταμένη ατμόσφαιρα διαρκούς έντασης . Ποτέ δε βλέπουμε την ταινία από την πλευρά του ήρωα, αλλά πάντα από την κάπως περίεργη ή αδιάκριτη αλλά διεισδυτική ματιά ενός τρίτου. Κι ενώ η ένταση από τη μεριά του ήρωα κορυφώνεται, ο Sitaru αποφεύγει εσκεμμένα οποιαδήποτε δραματική λύση, αναδεικνύοντας  απλά το γεγονός ότι πολλές φορές σε συνθήκες ψυχολογικής πίεσης οι καλύτερες προθέσεις καταλήγουν σε κωμικοτραγικές ενέργειες.
dange2.jpg
A Dangerous Method, David Cronenberg
Η ταινία παρακολουθεί τη δεκάχρονη διαδρομή της νεαρής Ρωσοεβραίας Sabina Spielrein από τη στιγμή που εισάγεται σε κατάσταση υστερίας στην κλινική του Carl Jung έξω από τη Ζυρίχη (1904) μέχρι τη στιγμή της ήρεμης συνεύρεσή τους μια καλοκαιρινή μέρα του 1913 στη λίμνη της ίδιας πόλης. Στην ενδιάμεση πορεία ο θεατής παρακολουθεί τη συνάντηση του εκκολαπτόμενου τότε Ελβετού ψυχίατρου Carl Jung με το μέντορά του Sigmund Freud και την επιστημονική αλλά και φιλική τους προσέγγιση ως την οριστική τους ρήξη. Η δεκαεννιάχρονη Spielrein με τη διαταραγμένη αλλά οξυδερκή της προσωπικότητα θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της σχέσης αυτής. Κι ενώ οι διακυμάνσεις ανάμεσα στην αυθεντία του ορθολογιστή Freud και του μυστικιστή Jung συνεχώς εντείνονται, η πλάστιγγα γέρνει τελικά υπέρ του πρώτου.
Πρόκειται για μια ιστορία στην οποία ενεδρεύει η σκοτεινή σεξουαλική επιθυμία από τη μια και η ανταλλαγή ευφυέστατων, αιχμηρών επιστημονικών σχολίων από την άλλη. Μέσα από τον πυρήνα της αναδύεται ως κεντρικό θέμα το ζήτημα της διαχείρισης των καταπιεσμένων ενστίκτων και το δίλημμα της απελευθέρωσης ή απώθησής τους. Αλλά και αυτό της αλλαγής των ρόλων εξουσίας ανάμεσα στα πρόσωπα θεραπευτή-ασθενούς και μαθητή-διδασκάλου. Τι συμβαίνει όταν το σώμα επαναστατεί και διεκδικεί τα δικαιώματά του, όταν η αληθινή σεξουαλικότητα καταστρέφει το εγώ και τη σοβαροφανή πειθαρχημένη επιφάνεια του αστικού καθωσπρεπισμού; Όταν η θεωρία γίνεται πράξη και η θεραπευτική μέθοδος , επικίνδυνη εξ ορισμού, ανατρέπει την κοινωνική συμβατικότητα και τις ισχύουσες ισορροπίες; Τότε ίσως οι έννοιες της ασθένειας και της κανονικότητας τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Οι πνευματώδεις θεατρικοί διάλογοι συμπληρώνονται από τη φυσική διαύγεια των εικόνων και μια ασκητική σχεδόν ακρίβεια στην απόδοση της ατμόσφαιρας της εποχής.  Αλλά είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών της που αναδεικνύουν την ταινία. Ιδιαίτερα συγκλονιστική η  Keira Knightley στο ρόλο της ψυχωτικής ασθενούς που περνάει μέσα από πιο ήπια στάδια νεύρωσης για να φτάσει στην κατάκτηση του αυτοέλεγχου και να υψωθεί τελικά πάνω από τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Η τελευταία σκηνή στην οποία η ηρωίδα έχει πλέον κατακτήσει την αυτοκυριαρχία της και την επιστημονική της καταξίωση, θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί και ένας μελαγχολικός ύμνος στην αγάπη σφραγίζοντας έτσι την παθιασμένη σχέση της με τον Jung.
goodbye1.jpg
Good Bye, Mohammad Rasoulof

«Αν αισθάνεσαι ξένος στην ίδια σου τη χώρα, είναι καλύτερα να την εγκαταλείπεις και να ζεις σαν ξένος σε ξένη χώρα», λέει η ηρωίδα σε κάποια σκηνή της ταινίας. Η επιθυμία της αναχώρησης από μια κοινωνία που καταστέλλει κάθε είδους ελευθερία αλλά και η αδυναμία διαφυγής από έναν τόπο-φυλακή, όπως το σύγχρονο Ιράν, είναι ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο κινείται η τελευταία ταινία του Ρασούλοφ. Μια νεαρή δικηγόρος με πρώην ακτιβιστική δράση, που της έχει αφαιρεθεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος, καταστρώνει με τη βοήθεια ενός ειδικού γραφείου σχέδιο απόδρασης από την Τεχεράνη. Η εγκυμοσύνη της θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως μέσο εξασφάλισης της πολυπόθητης βίζας. Μόνο που ο άντρας της είναι απών-λόγω της αντικαθεστωτικής του δράσης- και η εγκυμοσύνη δεν εξελίσσεται ομαλά, κάτι που περιπλέκει τα πράγματα. Σε ένα ψυχρό και διαρκώς απειλούμενο περιβάλλον που δίνεται με μινιμαλιστικό τρόπο,  το παγωμένο και αγέλαστο πρόσωπο της ηρωίδας κουβαλάει  μια μόνιμη θλίψη και γίνεται το πορτρέτο μιας εγκλωβισμένης αστικής κοινωνίας, αδύναμης να αντιμετωπίσει τα συνεχή εμπόδια που ορθώνονται μπροστά της. Γραφειοκρατία, διαφθορά, αστυνόμευση, θάνατος. Και οι γυναίκες φαίνονται να είναι τα πιο ευάλωτα θύματα. Ο Ιρανός σκηνοθέτης αποδίδει με τον πιο άμεσο και ρεαλιστικό τρόπο ένα εφιαλτικό σκηνικό, στο οποίο η ηρωίδα κινείται σαν υπνοβάτης. Δημιουργεί έτσι  μια αίσθηση μυστηρίου, μια ατμόσφαιρα διαρκούς αγωνίας που εντείνεται σε συγκεκριμένες σκηνές της ταινίας. Με αργά πλάνα και κάδρα σε γκρίζους και μπλε τόνους, αλλά και με εικόνες και διαλόγους που αποκαλύπτουν θραύσματα απλώς της ιστορίας, ο Ρασούλοφ καταφέρνει με ένα σιωπηλό τρόπο να υψώσει την πιο τολμηρή φωνή διαμαρτυρίας σε ένα καθεστώς του οποίου αποτελεί και ο ίδιος τραγικό θύμα. Η ταινία του που βγήκε λαθραία από τη χώρα –μαζί με το “This is Not A Film” του Jafar Panahi- προβλήθηκε στο πρόσφατο Φεστιβάλ των Καννών και τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στο τμήμα “Un certain Regard”. Ο σκηνοθέτης, καταδικασμένος σε εξαετή φυλάκιση απουσίαζε τότε από την αίθουσα.

La Captive, Chantal Akerman
Σκηνές ενός ερασιτεχνικού βίντεο προβάλλονται στον τοίχο ενός κλειστού δωματίου από μια Super -8. Όρθιος δίπλα στην κάμερα ένας νεαρός χλωμός άντρας προσπαθεί να συλλαβίσει τα λόγια που διαγράφονται αχνά, να αποκρυπτογραφήσει κινήσεις και συναισθήματα πίσω από τις εικόνες. Κάτι που επαναλαμβάνεται σταθερά από τον ήρωα  με στόχο το ερωτικό αντικείμενο του πόθου του. Στην εισαγωγική σκηνή του « La Captive» αποτυπώνονται με τον ενδεικτικότερο τρόπο οι προθέσεις της Βελγίδας σκηνοθέτιδας. Ο θεατής καλείται να προσέξει την κάθε λεπτομέρεια, εικόνα ή λέξη σε αυτήν την μινιμαλιστική και αντισυμβατική κινηματογραφική προσέγγιση της «Φυλακισμένης», του πέμπτου τόμου από το μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ, «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο». Το θέμα της παθολογικής ζήλειας, της ερωτικής επιθυμίας ως ανάγκης ελέγχου και απόλυτης κατοχής του άλλου,  συνδιαλέγεται με αυτό της σεξουαλικής ταυτότητας και της προσωπικής ελευθερίας .
Η Άκερμαν χρησιμοποιεί έντεχνα τους κλειστούς χώρους , είτε πρόκειται για τα σκοτεινά δωμάτια ενός διαμερίσματος-λαβυρίνθου είτε για το εσωτερικό αυτοκινήτων, ως τόπους εγκλεισμού του άλλου, ανάκρισης και ψυχολογικής πίεσης , σε ένα σκηνικό που αν και τοποθετείται στο παρόν,  παραπέμπει περισσότερο στο μυθιστορηματικό παρελθόν. Αλλά και οι εξωτερικοί χώροι παρουσιάζουν την ίδια δαιδαλώδη διάταξη. Μια εμμονική παρακολούθηση της αγαπημένης μέσα από δρόμους και  διαδρόμους, αντανάκλαση της μόνιμης αμφιβολίας και εσωτερικής αγωνίας του ήρωα που τον οδηγούν σταδιακά στην παράνοια. Αν και διακρίνονται αναφορές στο σινεμά του Γκοντάρ και του Χίτσκοκ, η αισθητική της Άκερμαν παραμένει μοναδική. Η ίδια  επέλεξε να συγκρίνει την ταινία της με το «Eyes Wilde Shut» του Κιούμπρικ. Κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας ενός ειρωνικού αναχρονισμού, που  πηγάζει από τον τρόπο με τον οποίο οι δυο σκηνοθέτες διαπραγματεύονται  λογοτεχνικό υλικό του πρώιμου εικοστού αιώνα, όσο κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο και στις δυο ταινίες προβάλλεται η έντονη επιθυμία αδύναμων-σωματικά και ψυχικά- ανδρών να ελέγχουν και να γνωρίζουν πλήρως τις γυναίκες. Μια επιθυμία- φαντασίωση ή τελικά ψευδαίσθηση, αφού ο τίτλος του La Captive θα μπορούσε να αναφέρεται και στον ήρωα της ταινίας.   
tomboy1.jpg
Tomboy, Celine Sciamma
Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι με φυσιογνωμία και τρόπους αταίριαστους με το φύλο του είναι  η πρωταγωνίστρια της ιστορίας.
Κάπως έτσι, μεταξύ ζωής και παιχνιδιού και με αφορμή μια παρεξήγηση,  η μικρή ηρωίδα του Tomboy γλιστράει εύκολα στην άλλη πλευρά και αλλάζει ταυτότητα, συνήθειες, συμπεριφορά. Υιοθετεί ακόμα και πλαστά σωματικά χαρακτηριστικά. Κι όλα αυτά μέσα σε ένα δύσκολο, μεταβατικό προεφηβικό καλοκαίρι.
Ρεαλιστική και άμεση σχεδόν όσο ένα ντοκιμαντέρ, ταυτόχρονα όμως ανάλαφρη και αστεία σαν μια παιδική ιστορία, η δεύτερη ταινία της Celine Sciamma ξαφνιάζει με την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα αλλά και τις υποκριτικές ικανότητες των μικρών της ηρώων. Η κάμερα καταγράφει βήμα προς βήμα τα τεχνάσματα, τους δόλους και τα καθόλου «αθώα ψεύδη» της παιδικής ηλικίας- τα οποία μπορεί να αποβούν τραγικά- , στην προσπάθεια αναζήτησης σεξουαλικής ταυτότητας αλλά και εναρμόνισης με τα στερεότυπα των φύλων για ευκολότερη επιβίωση. Η αμφισημία που συνοδεύει το πρόσωπο  και τα κίνητρα δράσης της ηρωίδας καλούν το θεατή σε ένα γόνιμο προβληματισμό γύρω από τα θέματα της επινόησης της σεξουαλικής ταυτότητας, των εσωτερικών συγκρούσεων και της δύσκολης παιδικής φιλίας.
legamin1.jpg
Le gamin au velo, Jean-Pierre & Luc Dardenne
Ένα εντεκάχρονο αγόρι αναζητάει απεγνωσμένα τον πατέρα του, αρνούμενο να αποδεχτεί ότι αυτός το εγκατέλειψε σε ένα οικοτροφείο χωρίς καμία προειδοποίηση, αλλά και χωρίς να του παραδώσει το αγαπημένο του ποδήλατο. Μια γυναίκα που θα βρεθεί τυχαία στο δρόμο του θα το βοηθήσει –με προσωπική αυταπάρνηση-να αντιμετωπίσει τη σκληρή αλήθεια και να βρει την ασφάλεια και προστασία που  λαχταρούσε. Μια ιστορία που εύκολα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κοινωνικό μελόδραμα γίνεται  -μέσα από την  καθαρά ρεαλιστική γραφή των Dardenne - αφορμή για εμβάθυνση σε ένα θέμα που απασχολεί σταθερά τους δυο δημιουργούς. Αυτό της οικογένειας και της γονικής ευθύνης. Θέτει όμως παράλληλα και την προβληματική του διλήμματος και της προσωπικής επιλογής, θεματικές γνωστές στο ανθρωποκεντρικό σινεμά των Βέλγων σκηνοθετών.  Στο «παιδί με το ποδήλατο» είναι κυρίαρχη η αίσθηση της συνεχούς μετακίνησης. Από την πρώτη ως την τελευταία σκηνή ο μικρός ήρωας δραπετεύει από τόπους που τον εγκλωβίζουν, σε μια αέναη προσπάθεια αναζήτησης της ιδανικής εστίας. Στον αγώνα του αυτό το ποδήλατο δεν αποτελεί μόνο το μέσο που τον συνδέει με τον πατέρα, αλλά και κινητήρια δύναμη της αφήγησης. Με το γνωστό νατουραλιστικό τους ύφος οι Dardenne εστιάζουν στο ουσιαστικό-την απόγνωση από την πατρική απόρριψη αλλά και την προσαρμοστικότητα του παιδιού σε νέα περιβάλλοντα - με τον πιο άμεσο και συγκλονιστικό τρόπο. Μπορεί να εγκαταλείπουν παλιές συνήθειες, όπως την προσκόλληση της κάμερας στα πρόσωπα ή να υιοθετούν κάποιες νέες, όπως τη συγκρατημένη εισαγωγή της μουσικής σε κομβικά σημεία της αφήγησης, διατηρούν όμως την ίδια αίσθηση του απέριττου μέσα από τους λιτούς διαλόγους και το κοφτό μοντάζ. Αυτό όμως που προσδίδει έναν πιο συναισθηματικό τόνο στην ταινία  είναι το παραμυθικό στοιχείο που εισάγεται με το ρόλο της ηρωίδας. Το μικρό «αγρίμι» καταφεύγει στην αγκαλιά της «καλής νεράιδας», η οποία όχι μόνο του προσφέρει με βιβλική ανιδιοτέλεια προστασία από τον έξω κόσμο, αλλά και το βοηθάει με τη στάση της να ενηλικιωθεί. Το παιδί με το ποδήλατο αποτελεί  τον υπέρτατο νταρντενικό ήρωα.  Από το νεαρό στο μηχανάκι της «Υπόσχεσης»(1996) ως τη «Ροζέττα» (1999) και από το «Γιο» (2002) ως το «Παιδί» (2005)-του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί η κινηματογραφική συνέχεια- οι Dardenne εξακολουθούν με την ίδια εμμονή να εστιάζουν σε έναν κόσμο που δεν πιστεύει σε θαύματα, αλλά στηρίζεται στη συνειδησιακή ωρίμανση και στην καλοσύνη των άλλων. 

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]