(Σημειώσεις για ταινίες)
viennal9.jpg

της Καλλιόπης Πουτούρογλου
[Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]

Alamar, Pedro Gonzalez-Rubio
Ένας πατέρας, ο γιος του και η θάλασσα αλλά και η επίγνωση του επικείμενου χωρισμού τους, με φόντο τον τόπο καταγωγής του πατέρα, ένα παραδεισένιο φυσικό τοπίο ανέγγιχτης ομορφιάς κάπου στη μεξικάνικη Καραϊβική. Το Alamar καταγράφει με ελάχιστη αφηγηματική πλοκή τη διαδικασία μιας μύησης σε έναν κόσμο που τείνει να εξαφανιστεί. Αλλά και την προετοιμασία για έναν αποχωρισμό λιγότερο επώδυνο, εφόσον θα κουβαλάει για πάντα μια σειρά από μοναδικές εμπειρίες ως πολύτιμη κληρονομιά. Ένας απλός και ανεπιτήδευτος τρόπος ζωής, με ρίζες πρωτόγονες, ξετυλίγεται μπροστά στην κάμερα ακολουθώντας αργούς και φυσικούς ρυθμούς. Οι καταδύσεις, το ψάρεμα, η σκληρή δουλειά για την επιβίωση αλλά και συναισθήματα αυθεντικά και ειλικρινή, που πηγάζουν από την αρμονική συμβίωση με το περιβάλλον. Η συναρπαστική αποκάλυψη του καινούριου μέσα από τα μάτια του παιδιού, το πλησίασμα και η τρυφερότητα στη σχέση πατέρα-γιού αλλά και η μελαγχολία για το αναπόφευκτο τέλος απεικονίζονται με μια ευρύτητα κινηματογραφικών λήψεων, από την κοντινή εστίαση στη λεπτομέρεια ως τα μακρινά πλάνα του ανοιχτού ουρανού. Αν και η ταινία χαρακτηρίζεται από το ύφος των ταινιών τεκμηρίωσης παρακολουθώντας τις πραγματικές ζωές των ηρώων, εμπλουτίζεται από έντονα μυθοπλαστικά στοιχεία, που την τοποθετούν σε μια ζώνη ενδιάμεση. Στο ζωγραφισμένο από το παιδί χαρτάκι που θα ταξιδέψει στη θάλασσα μέσα σε ένα μπουκάλι προς το τέλος της ταινίας, θα είναι σχεδιασμένα τα όσα έζησε στο ταξίδι του αυτό: ένα πουλί, ένα ψάρι και μια κάμερα.
Το Alamar κέρδισε τη χρυσή τίγρη στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ.
viennal0.jpg
Octubre, Daniel & Diego Vega
«Τον Οκτώβριο γίνονται θαύματα», ο υπότιτλος της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας των Daniel και Diego Vega, ίσως να προϊδεάζει για το τέλος, δεν αποκαλύπτει όμως τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία κινείται η ταινία των περουβιανών αδελφών. Με κάδρα αυστηρά σχεδιασμένα ως προς τη συμμετρία και την επιλογή των χρωματικών τόνων, αλλά και μια ακραία μινιμαλιστική διάθεση στην αφήγηση και τη σκηνοθεσία, ξετυλίγεται η ιστορία ενός ψυχρού ενεχυροδανειστή, στη ζωή του οποίου οι ισορροπίες ξαφνικά ανατρέπονται από την απροσδόκητη έλευση ενός μωρού. Στον ερμητικά κλειστό κόσμο του ήρωα, όπου οι μοναδικές συναλλαγές φαίνονται να είναι οι χρηματικές, θα εισχωρήσει αναγκαστικά μια γυναίκα, που αν και συνιστά τον ηθικό του αντίποδα, είναι το ίδιο μόνη με αυτόν. Ένας ηλικιωμένος άστεγος, ανυπότακτος κυνηγός της ευτυχίας, είναι ο τρίτος απρόσκλητος επισκέπτης, που θα συμβάλει στη σύνθεση ενός γκροτέσκου σκηνικού. Η θρησκευτική πίστη και η καταπιεσμένη ερωτική επιθυμία , η εγκράτεια και η κρυμμένη απόγνωση, η αδυναμία προσέγγισης του άλλου και η τελική πορεία προς τη λύτρωση -που γίνεται ιδιαίτερα ορατή στην εξαιρετική σκηνή του τέλους- αποτελούν τους άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η ταινία. Μέσα από τη λακωνικότητα των διαλόγων, τη διακριτική χρήση συμβόλων αλλά και ένα ιδιαίτερα μαύρο χιούμορ που θυμίζει Kaurismaki, αναδύονται πτυχές μιας κοινωνίας που αγωνίζεται να επιβιώσει οικονομικά και ηθικά με κάθε τρόπο. Η ταινία, η οποία σύμφωνα με τους δημιουργούς της «προέκυψε μέσα από την ίδια την περουβιανή ψυχή» τιμήθηκε με το βραβείο της Επιτροπής στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του Φεστιβάλ των Καννών.
vienna10.jpg
Ovsyanki, Alexei Fedorchenk
Μια ιστορία που αρχικά εκτυλίσσεται γύρω από έναν ήρωα-αφηγητή, εκπρόσωπο της ξεχασμένης φιννο-ουγγρικής φυλής των Merya, εξελίσσεται σε ένα παράξενο road movie, ένα μελαγχολικό ταξίδι στην προσωπική και φυλετική μνήμη. Δύο φίλοι, ο κεντρικός ήρωας και το αφεντικό του, θα συνοδεύσουν στο στερνό της ταξίδι τη νεκρή πολυαγαπημένη γυναίκα του τελευταίου μέσα από μια έρημη και παγωμένη Ρωσία. Τελικός προορισμός τους η κοιτίδα του πολιτισμού των Merya, η ιερή λίμνη Nero, στα νερά της οποίας θα γίνει με τελετουργικό τρόπο η αποτέφρωση της νεκρής. Στην πορεία αυτής της μοιραίας για τους δύο άνδρες διαδρομής ζωντανεύουν μέσα από υπνωτικής δύναμης εικόνες εξωτερικά και εσωτερικά τοπία, άλλοτε σκοτεινά και μυστηριώδη κι άλλοτε φωτεινά και διαυγή. Η αναδρομή στην παιδική ηλικία του αφηγητή, η λανθάνουσα ερωτική σχέση του με τη νεκρή αλλά και οι γεμάτες πάθος στιγμές του συζυγικού της βίου αναμειγνύονται με εθνογραφικές σκηνές υψηλής εικαστικής αξίας που παραπέμπουν σε πίνακες ζωγραφικής. Το ελεγειακών τόνων κινηματογραφικό αυτό ποίημα, αν και εστιάζει κυρίως στην απώλεια και το θάνατο και καταπιάνεται με θέματα όπως αυτά της ταυτότητας και της μνήμης, εξελίσσεται τελικά σε έναν ύμνο προς την αγάπη και την αιωνιότητά της. Σημαντική η συμβολή της μουσικής του Karasyov στη δημιουργία ενός μυστηριακού, σχεδόν αρχαϊκού μουσικού τοπίου καθώς και της εξαιρετικής φωτογραφίας του Krichman στην κατασκευή της ονειρικής ατμόσφαιρας που διατρέχει την ταινία. Ο λιτός και ποιητικός τέλος λόγος της εξωτερικής φωνής του αφηγητή δίνει στην ταινία ένα στοχαστικό τόνο.
Το Ovsyanki τιμήθηκε με το βραβείο Fipresci στο 67ο Φεστιβάλ Βενετίας.
vienna12.jpg
Curling, Denis Cote
Την ιδιαίτερη σχέση ενός πατέρα με τη δωδεκάχρονη κόρη του, που ζουν μια αυτάρκη αλλά άχαρη ζωή σε ένα ερημικό προάστιο του χιονισμένου Quebek, παρακολουθεί η τελευταία ταινία του Denis Cote, σκηνοθέτη στον οποίο είχε ειδικό αφιέρωμα η φετινή Viennale. Πατέρας και κόρη (στην ταινία αλλά και στη ζωή) αποτελούν μια κλειστή οικογένεια με τους δικούς της κανόνες επικοινωνίας και συμπεριφοράς. Κι ενώ ο πατέρας επιδίδεται σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες κρατώντας μια στοιχειώδη επαφή με την τοπική κοινωνία , το κορίτσι μένει στο σπίτι «υπό πατρική προστασία», απομονωμένο από τον έξω κόσμο. Καχυποψία, αμηχανία, εσωστρέφεια μέσα σε ένα ψυχρό και παγερά άχρωμο περιβάλλον. Μέχρι που κάποια μυστήρια γεγονότα έρχονται να διαταράξουν την εύθραυστη ισορροπία του κλειστού και σταθερού τους σύμπαντος. Με απέριττα μέσα, παρατεταμένες σιωπές και λιγοστούς διαλόγους αλλά κυρίως το σκληρό λευκό φως της χειμωνιάτικης καναδέζικης επαρχίας, ο Cote καταγράφει μια απλή όσο και παράξενη ιστορία υπαρξιακής και συναισθηματικής μετάβασης. Την έξοδο των δύο ηρώων από έναν κόσμο προβλέψιμο και περιορισμένο σε έναν κόσμο άγνωστο, σκοτεινό αλλά και συναρπαστικό. Η ανακάλυψη του αποτρόπαιου, που βιώνεται διαφορετικά από τον καθένα και παραμένει μυστική ως το τέλος, γίνεται ο καταλύτης που θα τους ωθήσει να περάσουν σε μια πιο ανθρώπινη πλευρά. Η ταινία, η οποία κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ του Λοκάρνο καθώς και βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου για τον πρωταγωνιστή της, αφήνει ανοιχτά αρκετά ερωτήματα σχετικά με το παρελθόν και την εξέλιξη των ηρώων. Καταφέρνει ωστόσο να οδηγήσει το θεατή από μια κατάσταση αβεβαιότητας και αγωνίας σε ένα χώρο οικείο και συναισθηματικά ασφαλή.
vienna11.jpg
Poetry, Lee Chang- dong
Τρία χρόνια μετά το Secret Sunshine o Κορεάτης σκηνοθέτης Lee Chang-Dong αφηγείται και πάλι μια ιστορία που βασίζεται στην απώλεια και την αναζήτηση προσωπικών διεξόδων. Εδώ η ηρωίδα του, αν και προχωρημένης ηλικίας, ξεκινάει μια προσπάθεια επαναθεώρησης του κόσμου μέσα από την ποίηση, παρακινημένη από τις προσωπικές της ευαισθησίες. Έρχεται όμως αντιμέτωπη με το φάσμα της άνοιας και με ένα δραματικό γεγονός που αφορά τον εγγονό της , την ανατροφή του οποίου έχει αναλάβει η ίδια. Το γεγονός αυτό, το οποίο αποκαλύπτεται σταδιακά με το γνωστό δεξιοτεχνικό τρόπο του σκηνοθέτη, αιωρείται διαρκώς πάνω από την ηρωίδα σαν ένα ηθικό δίλημμα που την καθιστά τελικά τραγικό πρόσωπο. Κάτω από τη χαρούμενη έως και αφελή επιφάνεια της δυσερμήνευτης αισιοδοξίας της κρύβεται η επιμονή και η ψυχική δύναμη της ηρωίδας της «Κρυφής Ηλιαχτίδας». Μικρότερης δραματικής έντασης αλλά αφηγηματικά πιο ολοκληρωμένη η τελευταία ταινία του Lee απεικονίζει με τη χαρακτηριστική λιτή και ρεαλιστική του γραφή μια ηθικά διαβρωμένη κοινωνία, η οποία προσπαθεί με κάθε μέσο να καλύψει τα εγκλήματά της. Για το σκηνοθέτη όμως αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι «η ανάδειξη του όμορφου που αντιστέκεται στην ασχήμια του κόσμου». Γι αυτό και οι χαρακτήρες του φέρουν πάντα το ηθικό βάρος ενός αγίου, τόσο όμως γήινου, ώστε να μη γίνονται ποτέ μελοδραματικοί. Η ηρωίδα της ταινίας καταφέρνει στο τέλος να γράψει το πολυπόθητο μοναδικό της ποίημα αλλά και να πάρει μια ηρωική απόφαση που αποτελεί την αρχή μιας νέας συνείδησης.
Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο τελευταίο Φεστιβάλ των Καννών.

Svet-Ake, Aktan Arym Kubat
Ένας ρομαντικός «Ρομπέν των στεπών» είναι ο καλοπροαίρετος ήρωας της ταινίας . Οι συγχωριανοί του τον αποκαλούν Svet-Ake, δηλαδή κύριο του φωτός, αφού στο χωριό του, κάπου στις λοφώδεις στέπες του Κιργιστάν, είναι ο ηλεκτρολόγος που ρυθμίζει τα πάντα. Από βλάβες μέχρι και κλοπές ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος των φτωχών. Αρκεί να φέρνει το φως παντού. Ένας απλοϊκός και μεγαλόψυχος τοπικός ήρωας που σπεύδει να βοηθήσει τους πάντες, με έναν τρόπο αστείο αλλά και συγκινητικό. Όνειρό του, εκτός από την απόκτηση ενός γιου, είναι η εξάπλωση της αιολικής ενέργειας στην περιοχή με ανεμογεννήτριες που κατασκευάζει ο ίδιος. Στη μετασοβιετική όμως πλέον εποχή η χώρα του γίνεται θύμα ενός άγριου καπιταλισμού και κλυδωνίζεται από σοβαρές πολιτικές αναταραχές που ο απόηχος τους φτάνει μέχρι το απομακρυσμένο του χωριό.
Σε ένα τραχύ γεωπολιτικό τοπίο που δοκιμάζεται από τη φτώχεια, τις πολιτικές ανατροπές και τους ανέμους, ο Aktan Arym Kubat, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της ταινίας, στήνει με κωμικοτραγικό τρόπο το σκηνικό μιας παραδοσιακής κοινωνίας κατά τη διαδικασία μετάβασής της σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Οι αυταρχικές συμπεριφορές της εξουσίας, η διαφθορά, το ξεπούλημα της γης αποτελούν σταθερές απειλές. Η φωτεινή όμως παρουσία του ήρωα αντιστέκεται με όσες δυνάμεις διαθέτει. Με εμφανή τον αλληγορικό τόνο ο σκηνοθέτης δηλώνει: « Νομίζω ότι ο καθένας μας γίνεται ένας κλέφτης φωτός, όταν αυτό είναι αναγκαίο».