(με αφορμή την ταινία  Hannah Arendt της Margarethe von Trotta)
του Σωτήρη Ζήκου
hannahar.jpg

Η γερμανική ταινία με τίτλο «Χάνα Άρεντ» αναφέρεται στη γνωστή Γερμανοεβραία φιλόσοφο και είναι επικεντρωμένη ως θέμα στον τρόπο που η Χάνα Άρεντ κάλυψε τη δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ το 1961 ως απεσταλμένη της αμερικανικού «The New Yorker» και τις πρώτες αντιδράσεις που προκάλεσε ο χαρακτηρισμός της περίπτωσης Άιχμαν ως «κοινοτοπία του κακού» («banality of evil»).
Οι ανταποκρίσεις αυτές από τη δίκη αφού δημοσιεύτηκαν άμεσα στο «The New Yorker» σε συνέχειες, κατόπιν συγκεντρώθηκαν και συμπληρώθηκαν με απαραίτητες ιστορικές αναδρομές και στοιχεία, στην έκδοση του βιβλίου με τίτλο «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ» με υπότιτλο «Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού». Βιβλίο που έχει εκδοθεί και στα Ελληνικά από τις εκδόσεις «Νησίδες» σε μετάφραση του Βασίλη Τομανά.
Τον Μάιο του 1960, ο Αντολφ Άιχμαν, πρώην αξιωματούχος του Γ' Ράιχ, απαγάγεται από ισραηλινούς πράκτορες στην Αργεντινή, όπου είχε καταφύγει, και οδηγείται στο Ισραήλ. Η δίκη του Άιχμαν θα διαρκέσει από τις 11 Απριλίου έως τις 14 Αυγούστου του 1961. Η κύρια ευθύνη του Άιχμαν στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος ήταν η οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων από όλη την Ευρώπη προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης - ένα «έργο» που πραγματοποίησε με αποτελεσματικότητα.
Η διαπίστωση/θέση/ερμηνεία της Χάνα Άρεντ ήταν ότι στο πρόσωπο του Άιχμαν στη δίκη εμφανιζόταν/εκφραζόταν η «κοινοτοπία του κακού», μια αλήθεια που πολύ δύσκολα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, εξαιτίας  του πρωτοφανούς εγκλήματος που είχε διαπραχθεί και είχε ονομαστεί ήδη Ολοκαύτωμα. Έλεγε δηλαδή ότι το κακό και αυτός που το διαπράττει και το εκπροσωπεί, παρά το ισχυρά διαδεδομένο στερεότυπο, δεν είναι αναγνωρίσιμο ως κάτι τρομακτικό, ως τερατώδες στην όψη, μοχθηρό, βίαιο και απρόβλεπτο στη συμπεριφορά, ριζικά ακατανόητο, τρελό στον ψυχισμό του, ότι κινείται εκτός κοινωνικών κανόνων.
Αυτό που αποκαλυπτόταν στη δίκη (στα μάτια της Άρεντ η οποία ήθελε να κατανοήσει σε βάθος και όχι να ικανοποιήσει μια προκατάληψη) ήταν ότι Άιχμαν ως προσωπικότητα ήταν στερούμενος φαντασίας -αλλά όχι ηλίθιος, ο οποίος έκανε όσο καλύτερα μπορούσε τη δουλειά που του ανατέθηκε (κολακευμένος μάλιστα από το μέγεθος του έργου), καλός οικογενειάρχης, υπάκουος γραφειοκράτης και απόλυτα νομιμόφρων στους επιταγές του καθεστώτος το οποίο υπηρετούσε. Και ακόμα-ακόμα και ήσυχος με τη συνείδησή του ότι δεν διέπραττε κανένα ηθικό ατόπημα, αφού ο ίδιος είχε απλώς τον συντονισμό των μετακινήσεων του πλήθους των εκτοπιζόμενων εβραίων και το έκανε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και γι’ αυτούς –γιατί «τους συμπαθούσε» και κάποιους μάλιστα κάπως προσπάθησε «να τους σώσει». 
hannaha2.jpgΟ λόγος που η διαπίστωση αυτή της Χάνα Άρεντ προκάλεσε τις πρώτες σφοδρές αντιδράσεις ως προς τον προσδιορισμό του «κοινότοπου» ή «κοινότυπου» (banality) ήταν, νομίζω, ότι αυτή η θέση, μέσα από τις περιγραφές και τις ερμηνείες του φαινομένου Άιχμαν, δημοσιεύτηκε αρχικά στο «The New Yorker» και όχι σε ένα επιστημονικό συνέδριο, ας πούμε, ή σε ένα επιστημονικό σύγγραμμα. Και σε κάθε ΜΜΕ οτιδήποτε γράφεται ή λέγεται, καθώς απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό και σε ένα χρόνο μιας πρώτης -γρήγορης- ανάγνωσης, δεν μπορεί να είναι τόσο ρηξικέλευθο γιατί δεν θα γίνει κατανοητό, θα παρεξηγηθεί και θα προκαλέσει αντιδράσεις. Αλλά η Χάνα Άρεντ δεν ήταν δημοσιογράφος, δηλαδή ένας κοινός νους, όπως πρέπει να είναι ένας καλός δημοσιογράφος, που απευθύνεται στον κοινό νου του καθημερινού αναγνώστη μιας εφημερίδας, ήταν φιλόσοφος (η οποία εξάλλου με το δικό της «μπανάλ κακό» αντιτίθετο «στο ριζικό κακό» του Καντ) και είδε κάτι που ο κοινός νους δεν θα μπορούσε να δει ή και να το αποδεχτεί.
Όπως το διατύπωσε η ίδια στον επίλογο του βιβλίου: «Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν και ότι οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών θεσμών μας και των ηθικών αξιολογήσεων, το γεγονός ότι είναι φυσιολογικοί είναι ακόμη πιο τρομακτικό από όλες τις θηριωδίες…».
Για τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας όμως (συμπεριλαμβανομένων και του κινηματογράφου και της τηλεόρασης), το στερεότυπο που επικρατεί είναι ότι Κακό είναι και φαίνεται Κακό, είναι με κάπα κεφαλαίο. Κι αν δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, είναι γιατί κρύβεται, γιατί αυτός που το εκπροσωπεί προσποιείται, παριστάνει πως είναι ένας κοινός τύπος ανθρώπου και κοινός νους, ότι είναι δήθεν «ένας άνθρωπος τη διπλανής πόρτας». Και το στερεότυπο αυτό στα ΜΜΕ πρέπει κάθε φορά να επιβεβαιωθεί. Οι λέξεις και οι έννοιες και οι αξιολογήσεις στις δημοσιογραφικές περιγραφές πρέπει να έχουν την ισχύ της προφανούς. Σε αντίθεση με την οπτική ενός φιλοσόφου ή ενός μεγάλου καλλιτέχνη ή ενός μεγάλου επιστήμονα, φερ’ ειπείν, που μπορεί να δει τον κόσμο «ανάποδα».
Εξ’ και τόσα χρόνια τώρα, όποτε αναφέρεται για δημοσιογραφική χρήση αυτή η περίφημη φράση «η κοινοτοπία του κακού» της Χάνα Άρεντ (συχνά και από ανθρώπους που δεν διάβασαν το βιβλίο), ποτέ σχεδόν δεν είναι η σωστή, έτσι όπως την εννοεί η Χάνα Άρεντ, αλλά συνήθως καταλήγει σε μια δημοσιογραφική κοινοτοπία. Για να χαρακτηρίσει περιπτώσεις, όπως ας πούμε, «έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι οι συλληφθέντες ως τρομοκράτες ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας» ή «ο νεαρός φονιάς της μητέρας του, ήταν ένα ήσυχο παιδί με ψυχολογικά προβλήματα το οποίο δεν άντεξε στην πίεση…» κλπ.
Ενώ το διακύβευμα σε αυτό που είδε και τόλμησε να υποστηρίξει η Χάνα Άρεντ στη δίκη του Άιχμαν, είναι πολύ πιο βαθύ και ριζικό από αυτό που φαίνεται. Σαν να απευθύνει ένα ερώτημα στον καθένα από εμάς: Εσύ, αν ήσουν στη θέση του Άιχμαν, αν είχες γαλουχηθεί και βρεθεί σε παρόμοιες συνθήκες, τι θα είχες κάνει; Αν δεν ήσουν γεννημένος Ήρωας που θα αντιστεκόταν και δεν ήσουν γεννημένος Δολοφόνος, που θα έβρισκες την ευκαιρία να ικανοποιήσεις τις φονικές ορμές σου, αλλά ένας άνθρωπος κοινός, τι θα είχες κάνει; Είσαι σίγουρος ότι θα είχες διαφοροποιηθεί από την υποταγή στην «αγέλη» στην οποία ανήκες;
Κι αυτό το ερώτημα είναι τρομακτικό.

* Το κείμενο αυτό αποτέλεσε τη βάση μιας παρέμβασης που έγινε στο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας με θέμα «Το κακό» στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στις 14 – 15 Ιουνίου 2013