του Θόδωρου Σούμα
manatsea.jpg

Την τελευταία εικοσαετία, από το 1992, στην Ελλάδα, κάνει πολύ αισθητή την παρουσία του ένα κινηματογραφικό «κύμα» νεότερων σκηνοθετών. Οι νεότεροι σκηνοθέτες, στην πλειονότητά τους υιοθετούν μια αφήγηση που ακολουθεί τους παραδεκτούς κώδικες. Οι περισσότεροι προσπαθούν να αφηγηθούν με επάρκεια και στιβαρότητα και να ενστερνιστούν τη σχετικά στρωτή αφήγηση μιας ιστορίας, δηλαδή υιοθετούν την αφηγηματική μυθοπλασία  Ο κινηματογράφος των νέων είναι συνήθως μυθοπλαστικός κι αφηγηματικός, ακολουθεί στις περισσότερες των περιπτώσεων τους αφηγηματικούς κανόνες. Μάλλον είναι περισσότερο επηρεασμένος από τον αφηγηματικό αμερικάνικο (ανεξάρτητο και κλασικό) και το μυθοπλαστικό ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Πρόκειται συνήθως για ταινίες καταστάσεων και χαρακτήρων. Βέβαια υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις (π.χ. ο Φραντζής). Μα και ένας από τους πιο αναγνωρισμένους και αναγνωρίσιμους σκηνοθέτες, ο Γ.Λάνθιμος, ουσιαστικά φτιάχνει  «εναλλακτικές», διαφορετικές μυθοπλασίες. Οι νέοι σκηνοθέτες, πάντως, διαφοροποιήθηκαν από το σκηνοθετικό, σεναριακό και τηλεοπτικό ακαδημαϊσμό, και ενστερνίστηκαν τις εξελίξεις της κινηματογραφικής γλώσσας, ιδίως του διεθνούς ανεξάρτητου σινεμά. Διαπλάσθηκαν την εποχή της παγκοσμιοποίησης του σινεμά, των μαζικών μέσων επικοινωνίας, μα και των κινηματογραφικών σπουδών, γι’αυτό και χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια και όχι από ελληνοκεντρισμό και παραδοσιακή ελληνικότητα· (εξαιρέσεις υπάρχουν, με κυριότερη τον Οικονομίδη).
Το σινεμά των νέων είναι πιο σπιρτόζο από αυτό των παλαιότερων, το επονομαζόμενο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο (Ν.Ε.Κ.), συνήθως πολιτικό ή και ποιητικό, πολύ προσωπικό -μερικές φορές και εσωστρεφές- που είχε την αφετηρία του στα χρόνια της δικτατορίας και συνέχισε στη μεταπολίτευση περίπου έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, φορτωμένο με αριστερά πολιτικά ιδεολογήματα και δοξασίες, που οι νεότεροι εγκατέλειψαν.
Γυρίστηκαν, σχετικά πρόσφατα, από νέους σκηνοθέτες, μυθοπλαστικές ταινίες κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα πάνω στο ζήτημα της ελληνικής οικογένειας, όπως ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου, το Αttenberg της Τσαγγάρη, ο Μαχαιροβγάλτης του Οικονομίδη, και το Wasted Youth του Παπαδημητρόπουλου. Το νεότερο σημερινό σινεμά έχει νεύρο, αρκετά συχνά χιούμορ και τη διάθεση να πει ιστορίες, να αφηγηθεί και να πλάσει κινηματογραφικούς χαρακτήρες.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της μεγάλης οικονομικοκοινωνικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, μπορούμε ίσως να διακρίνουμε κάποια «εσωστρέφεια» στη μυθοπλαστική συγκρότηση ορισμένων ταινιών νέων σκηνοθετών. Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει πιθανά στη μείωση του προηγούμενου ανοίγματος των ταινιών του σύγχρονου ρεύματος προς το κοινό. Οι ταινίες των νέων κινηματογραφιστών δεν είναι όλες πετυχημένες και μερικές φορές συμβαίνει κάποιες κατοπινές ταινίες τους να χαλάνε την προηγούμενη πολύ καλή εικόνα, αλλά αυτή η αδυναμία προέρχεται από το ότι δεν κάνουν συνέχεια κινηματογράφο ώστε να βρίσκονται σε μια συνεχή δημιουργική εξοικείωση και τριβή με το αντικείμενό τους.
Τα χαρακτηριστικά του κινηματογράφου της νέας γενιάς κινηματογραφιστών δεν συνιστούν ένα συγκεκριμένο αισθητικό στίγμα, ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό μοντέλο –οικονομικού, δηλ. low budjet- κινηματογράφου τέχνης, παρά τα κοινά τους μυθοπλαστικο-αφηγηματικά στοιχεία και την επιλογή ορισμένων κοινών (όχι πάντα) κοινωνικών θεμάτων. Tο ζητούμενο για τη συγκρότηση μιας ενιαίας θεματικής και προβληματικής, θα ήταν το σημερινό ελλην.σινεμά να ασχοληθεί, ίσως, με θέματα και προβλήματα -κοινωνικά, υπαρξιακά, οικογενειακά, οικονομικοπολιτικά, ερωτικά κ.α.- της ζωής των σύγχρονων ανθρώπων των πόλεων. Όμως, δεν υπάρχει μια τόσο μεγάλη ενότητα απόψεων, αναζήτησης κι εντοπισμού θεμάτων.
Οι σημαντικότεροι νέοι Έλληνες σκηνοθέτες ταινιών με υπόθεση είναι πιθανά οι Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Γιάννης Οικονομίδης, Γιώργος Λάνθιμος, Νίκος Γραμματικός, Περικλής Χούρσογλου, Σωτήρης Γκορίτσας, Φίλιππος Τσίτος, Δημήτρης Αθανίτης, Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, Κατερίνα Ευαγγελάκου, Αγγελική Αντωνίου, Τάσος Μπουλμέτης, Πάνος Κούτρας, Αντώνης Κόκκινος, Θάνος Αναστόπουλος, Κώστας Καπάκας, Όλγα Μαλέα, Ρένος Χαραλαμπίδης, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, Δημήτρης Ινδαρές, Άγγελος Φραντζής, κ.α..
greek8.jpg
Αναλυτικότερα, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης (Από την άκρη της πόλης, 1995, Δεκαπενταύγουστος,2001, Όμηρος,2005, Man at sea, 2011, και το αγγλικό φιλμ Κοντά στον παράδεισο, 1995) κυριαρχεί στα κινηματογραφικά μέσα του όσο λίγοι Έλληνες σκηνοθέτες. Έχει σκηνοθετική, μονταζική, μα και ιδεολογικοπολιτική άποψη για τις ταινίες του, τις οποίες πραγματώνει με ιδιαίτερα δεξιοτεχνικό τρόπο. Υιοθετεί ένα βλέμμα κριτικό και ανυπόταχτο, μια ανένταχτη οπτική, ευαισθησία απέναντι στα κοινωνικά και ρατσιστικά προβλήματα, τα οποία υπηρετεί με σφρίγος, σκηνοθετική άποψη και αισθητική επάρκεια. Ο Γιάνναρης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το ζήτημα του «άλλου», του διαφορετικού, του ομοφυλόφιλου (Από την άκρη της πόλης), του αλλόφυλου και μετανάστη (Όμηρος, Man at sea), του ναρκομανούς και της πόρνης… Πολλές ταινίες του μοιάζουν με ταξίδι μύησης. Τα Από την άκρη της πόλης και Δεκαπενταύγουστος είναι από τα καλύτερα, δυνατότερα, αποτελεσματικότερα ως προς τις προθέσεις τους και πιο λειτουργικά από σκηνοθετική άποψη, φιλμ του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, που ζωγραφίζουν με γλαφυρές, αδρές πινελιές τον κοινωνικό χώρο τους, φτιαγμένα από έναν σκηνοθέτη με διεθνή κινηματογραφική παιδεία, που ελέγχει τα εκφραστικά εργαλεία του.
Το Man at sea περιγράφει, με κοινωνικοπολιτικές προθέσεις, τις εθνοτικές και κοινωνικές συγκρούσεις σε ένα δεξαμενόπλοιο υπό την διεύθυνση ενός Έλληνα ιδεαλιστή πλοιάρχου. Ο πλοίαρχος δέχθηκε στο πλοίο του, λόγω συμπόνοιας και αλληλεγγύης, μια ομάδα μωαμεθανών, λαθρομεταναστών ναυαγών. Στο πλοίο αναπτύσσονται λογιών-λογιών συγκρούσεις και σχέσεις εξουσίας. Ο Γιάνναρης φτιάχνει ένα δραματικό κοινωνικό φιλμ στον περίκλειστο χώρο του δεξαμενόπλοιου. Δημιουργεί ένα ενδιαφέρον και ηθελημένα παγερό ομαδικό πορτρέτο. Ο σκηνοθέτης μας δείχνει το πλοίο σαν μια αντιπροσωπευτική μικροκοινωνία που την παρουσιάζει σαν μια ακυβέρνητη πολιτεία στην οποία κυριαρχούν οι ανταγωνισμοί, το χάος και οι εξεγέρσεις… Η ταινία είναι κάπως στατική και κλειστοφοβική, και η σκηνοθεσία επίτηδες ψυχρή και αποδραματοποιημένη, ώστε να υπηρετήσει τις καλλιτεχνικές επιδιώξεις και την οργάνωση του νοήματος που επιζητεί ο δημιουργός της.   Στο Man at sea ο Γιάνναρης έχει επιλέξει τη μορφή του αποδραματοποιημένου ομαδικού πορτρέτου, γι'αυτό και έχει επιβάλλει στη σκηνοθεσία ένα πολύ ψυχρό, αποστασιοποιημένο στιλ κινηματογράφησης.
kynodont2.jpg
Ο Γιώργος Λάνθιμος σκηνοθέτησε τρεις πολύ αξιόλογες, μοντέρνες και διαφορετικές, πρωτότυπες ταινίες: Κινέττα (2005), Κυνόδοντας (2009) και Άλπεις (2011). Ο Λάνθιμος έχει κατορθώσει να βάλει την προσωπική σφραγίδα του σε μια συνεκτική, ιδιότυπη κι ελλειπτική αισθητική που έχει συλλάβει. Η προβληματική και θεματική του επικεντρώνονται σε καταστάσεις που μοιάζουν με (καλλιτεχνικά) πειράματα με ανθρώπους, ανθρώπινες καταστάσεις που λες και αναπτύσσονται σε δοκιμαστικό σωλήνα, όπου τίθενται ορισμένοι αυστηροί κανόνες διαβίωσης. Σε δοκιμαστικό σωλήνα, κατά κάποιο τρόπο κεκλεισμένων των θυρών, ο σκηνοθέτης τεστάρει ορισμένα, κυρίαρχα ή αιρετικά πρότυπα συμπεριφορών: συμπεριφορών επικοινωνίας, γλωσσικής έκφρασης, σεξουαλικής συνεύρεσης, επιβολής κι υποταγής, ανθρώπινης απώλειας ή θανάτου. Στην εξέλιξη αυτών των υποκινούμενων, πειραματικών καταστάσεων υπεισέρχονται τα στοιχεία της ατομικής πρωτοβουλίας και εξέγερσης, καθώς και του τυχαίου. Ο Κυνόδοντας, πολύ στέρεος και πλήρης νοήματος, αν και ελλειπτικός, είναι ένα αλληγορικό, δυνατό φιλμ που διαδραματίζεται σε μια κλειστή, απομονωμένη βίλλα, όπου ο αυταρχικός πάτερ-φαμίλιας κρατά φυλακισμένα τα παιδιά του, μαθαίνοντάς τους τα όλα, τη γλώσσα και το σεξ, με λάθος τρόπο… Αντίστοιχο και το στόρι των Άλπεων, όπου μια ομάδα ανθρώπων υποκαθιστά επί πληρωμή, για λίγο καιρό, τους αποθανόντες, στο πλευρό των συγγενών τους. Το πρώτο (Κινέττα)  και το τελευταίο φιλμ του (Άλπεις) θα κέρδιζαν αν ήταν περισσότερο κοινωνικού ή/και ανθρωποκεντρικού προβληματισμού, όπως τα φιλμ των μεγάλων σύγχρονων ευρωπαίων, και λιγότερο αφαιρετικά και στυλίστικα. Ο Λάνθιμος με τον σεναριογράφο του Ευθύμη Φιλίππου πάνε να δημιουργήσουν μια σχολή ελλειπτικού, αφαιρετικού και συγχρόνως ιδιότυπα κοινωνικού (π.χ. περί οικογένειας) σινεμά, (που ακολούθησαν, εν μέρει, ο Μπ.Μακρίδης στο L ή η Τσαγγάρη στο Αttenberg).
psihi1.jpg
Ο Γιάννης Οικονομίδης (Σπιρτόκουτο,2003,  Η ψυχή στο στόμα,2006, Μαχαιροβγάλτης, 2009) κάνει ένα σινεμά σκληρού ρεαλισμού, δυνατό κι επιθετικό, που αμφισβητεί τα κοινώς παραδεκτά κοινωνικά πράγματα, με ένταση και παλμό, με εικαστική δύναμη στη λιτή και λειτουργική εικόνα του, και σκληρό, αθυρόστομο λόγο. Το σπιρτόκουτο του πρωτοεμφανιζόμενου Οικονομίδη, είναι μια ακραία νατουραλιστική ταινία πάνω στον αλληλοσπαραγμό των μελών μιας μικροαστικής οικογένειας,  που ζει στον Κορυδαλλό. Το φιλμ, λόγω της οξύτητας, της βίας και του παροξυσμού του, ξεπερνά το ρεαλισμό και την αληθοφάνεια. Πρόκειται για την τραγική κωμωδία της ζωής των φτωχών που δεν τολμούν να ονειρευτούν και πνίγουν οι ίδιοι τα όνειρά τους, εξοντώνοντας ο ένας τον άλλο. Η ψυχή στο στόμα, βραβευμένη από τους Έλληνες κριτικούς, απογειώνει το έργο του σε ένα πολύ επεξεργασμένο, υψηλό επίπεδο, από δραματουργική, σκηνοθετική και οπτική-εικαστική άποψη, όπου συνυπάρχουν, με καρποφόρο τρόπο, ο ρεαλισμός, η ωμότητα και η αφαίρεση. Ο Μαχαιροβγάλτης, το τελευταίο του φιλμ, είναι η μεταφορά μιας αφηγηματικής ιδέας του φιλμ νουάρ του Κέην  (Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές) σε ένα αποπνιχτικό, αδυσώπητο, ρεαλιστικό ελληνικό περιβάλλον, μια συνοικία της δυτικής Αττικής. Σκληρός, αψύς ρεαλισμός στα όρια ενός αναβράζοντος, εκρηκτικού νατουραλισμού. Ζωγραφίζεται, σε ασπρόμαυρο με έντονα κοντράστα, ο κοινωνικός χώρος μα και ένα κολασμένο ερωτικό τρίγωνο μοιραίου, ψυχρού, ανελέητου πάθους. Στα φιλμ του Οικονομίδη (ιδιαίτερα το πρώτο) μερικές φορές η κλιμάκωση της λεκτικής βίας μοιάζει αδικαιολόγητη.

Ο Περικλής Χούρσογλου (Λευτέρης Δημακόπουλος,1993, Ο κύριος με τα γκρι,1997, Μάτια από νύχτα,2002 , Ο διαχειριστής, 2009), βασίζεται στο πλάσιμο χαρακτήρων και μυθοπλαστικών και δραματικών καταστάσεων, στηριγμένος στα βιώματα και τα συναισθήματα. Το πιο ενδιαφέρον ήταν το πρώτο φιλμ του Λευτέρης Δημακόπουλος, με το οποίο μας παρουσιάζει την ανατομία μιας κατηγορίας νέων ανθρώπων, της γενιάς του Πολυτεχνείου, που πρώτα επαναστάτησαν και κατόπιν συμβιβάστηκαν με τις απαιτήσεις και τα οικονομικά δεδομένα της νεοελληνικής κοινωνίας… Με το τρίτο φιλμ του Μάτια από νύχτα, ο Περικλής Χούρσογλου φτιάχνει άλλη μια χαμηλότονη κι ευαίσθητη ταινία, γύρω από συνηθισμένους ανθρώπους και τα συναισθήματά τους. Ο Χούρσογλου σκύβει με ενδιαφέρον, στοργή και ζεστασιά πάνω από τα ταπεινά προβλήματα των καθημερινών προσώπων του. Η ιστορία είναι απλή, πρόκειται για τη συνάντηση των διαδρομών τριών ανθρώπων, ενός νταλικέρη, της αρραβωνιαστικιάς του και της νεαρής, ευκαιριακής ερωμένης του. Πρόσωπα που επιζητούν να βγουν από τη μοναξιά τους, που προδίδουν και προδίδονται, που αγαπούν. Η εμμονή του σκηνοθέτη στην ενασχόληση με συνηθισμένους, μικροαστικούς χαρακτήρες, μερικές φορές δίνει στις ταινίες του μια χροιά πολύ χαμηλότονη και χαμηλόφωνη.
apontes.jpg
Ο Νίκος Γραμματικός (Κλειστή στροφή, 1991, Η εποχή των δολοφόνων,1993, Απόντες,1996, Ο βασιλιάς,2002, Αγρύπνια, 2005) έχει δουλέψει πολύ πάνω στο κοινωνικό και το αστυνομικό είδος (συχνά συνδυάζοντας και τα δύο), με πολύ μεράκι, κινηματογραφοφιλική διάθεση, σκηνοθετική επιδεξιότητα και γνώση των κοινωνικών μηχανισμών και λειτουργιών. Oι δύο πρώτες ταινίες του είναι πετυχημένα και πρωτότυπα, ελληνικά νεονουάρ. Η τρίτη του, Απόντες, ένα ευαίσθητο, ρεαλιστικό και νοσταλγικό χρονικό της γενιάς του… Ο Βασιλιάς, η τέταρτη φιξιόν ταινία του ταλαντούχου Νίκου Γραμματικού, είναι, ταυτοχρόνως, μια κοινωνική ταινία και μια παραβολή. Δείχνει το φόβο που γεννά στην ελληνική κοινωνία ο διαφορετικός άνθρωπος, ο ξένος, ο «άλλος». Σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό έρχεται να κατοικήσει και να εργαστεί ένας παράξενος, αντικομφορμιστής νέος, που γίνεται το μαύρο πρόβατο της κλειστής κοινωνίας. Ο ιδιότυπος νεαρός μετατρέπεται σε χριστιανό μάρτυρα και κατασπαράζεται από μια κοινωνία που αμύνεται επιτιθέμενη, για να προστατεύσει τους κανόνες της. Ενώ στις τρεις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του η αφήγηση ρέει κι αναπτύσσεται απρόσκοπτα, στις τελευταίες του ταινίες η εισαγωγική παρουσίαση, τοποθέτηση, των προσώπων είναι μεγάλη σε διάρκεια και χωρίς δράση. Ενώ στις τρεις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες του η αφήγηση ρέει κι αναπτύσσεται απρόσκοπτα, στις τελευταίες του ταινίες η εισαγωγική παρουσίαση, τοποθέτηση, των προσώπων είναι μεγάλη σε διάρκεια και χωρίς δράση.

Ο Σωτήρης Γκορίτσας (Δέσποινα, 1990, Απ’το χιόνι,1993, Βαλκανιζατέρ,1998, Μπραζιλέρο,2001, Παρέες, 2006, Απ΄τα κόκαλα βγαλμένα, 2010) έχει γνήσια κωμική φλέβα και ευαισθησίες για τα νεοελληνικά κοινωνικά ζητήματα, και γι’αυτό καταφέρνει να δημιουργεί προβληματιζόμενα φιλμ που κεντρίζουν τα κοινωνικά ενδιαφέροντα του θεατή και ταυτόχρονα τον διασκεδάζουν. Το Βαλκανιζατέρ και το Μπραζιλέρο σημάδευσαν την εξέλιξη του νέου κύματος ταινιών των νέων Ελλήνων σκηνοθετών, με το κέφι, τη σάτιρα, το μπρίο, το χλευασμό τους και την επαφή που έπιασαν με τους θεατές τους και το ταμείο, όχι όμως και οι δύο τελευταίες, «σοβαρές» ταινίες του.
strella1.jpg
Ο Φίλιππος Τσίτος γύρισε το 2001, στη Γερμανία, το My sweet home, με θέμα τους μετανάστες, και στην Ελλάδα, το 2008, την κεφάτη, εύθυμη σάτιρα, Ακαδημία Πλάτωνος. Το 2011 γύρισε το γλυκόπικρο, χαμηλότονο, «καουρισμακικό» τρόπον τινά φιλμ Άδικος κόσμος. Ο Άδικος κόσμος είναι ένας κλαυσίγελος, μια ειρωνική ντραμεντί πάνω σε έναν αστυνομικό που θέλει να κάνει πάντα το ηθικά σωστό μα καταφέρνει να τα θαλασσώσει (κάνει ακούσιο φόνο εκ παραδρομής). Μετά θα ξαναβγεί από αυτήν την αδιεξοδική κατάσταση χάρη στον έρωτα, δηλαδή συναντούμενος στα μισά του δρόμου με μια ωραία καθαρίστρια που υπήρξε μάρτυρας του φόνου του! Το τελευταίο φιλμ του Τσίτου, που περιστρέφεται γύρω από χαρακτήρες losers, έχει αισθητικό ήθος κι ευγένεια, δηλαδή σκηνοθετικό στυλ. Και είναι τρυφερό, μελαγχολικό, αστείο και μινιμαλιστικό, κοινωνικό και συνάμα σουρεαλιστικό σε ένα πετυχημένο κράμα.

Ο Δημήτρης Αθανίτης: Το κινηματογραφικό έργο του, οι έξη μεγάλου μήκους ταινίες του, μπορούν να διακριθούν σε δύο περιόδους εξέλιξής τους. Στην πρώτη περίοδο, τα δύο πρώτα φιλμ του, Αντίο Βερολίνο (1994) και Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο (1997), είναι ασπρόμαυρα, σκληρά, λιτά φιλμ. Από αφηγηματική οπτική, πρόκειται για απλές μυθοπλασίες, που εξιστορούν μια μοναδική ιστορία που αναπτύσσεται εξελισσόμενη προς το τέλος της. Με το Όνειρα καλοκαιρινής νύχτας (1999) περνά σε μια μυθοπλασία πολυπρόσωπη, με πολλούς χαρακτήρες, που όμως διέπεται από  ενότητα χώρου και δράσης. Στην δεύτερη περίοδο του έργου του, στα φιλμ 2000+1 στιγμές (2000), Η πόλη των θαυμάτων (2005) και τις Τρεις μέρες ευτυχίας (2011), η μυθοπλασία διασπάται σε παράλληλες αφηγήσεις που ακολουθούν τις πορείες των διαφορετικών χαρακτήρων. Η αφήγηση είναι πολυπρόσωπη και ακολουθεί τις πολλαπλές τροχιές και ιστορίες των διαφόρων προσώπων της μυθοπλασίας, οι οποίες κάπου, συνήθως προς το τέλος, συναντιούνται.

Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη το 2000 σκηνοθέτησε το «διαφορετικό» φιλμ Η διαρκής αναχώρηση της Πέτρα Γκόινγκ (Ελλάδα-ΗΠΑ), ταινία με ατμόσφαιρα που θυμίζει αντεργκράουντ και Σαντάλ Ακερμάν. Το 2010 γύρισε το Attenberg, που πήρε βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας. Το Attenberg περιγράφει με κλινική, σχεδόν βιολογική ματιά, τη γυναικεία φιλία και το ξύπνημα της γυναικείας σεξουαλικότητας, παράλληλα με την έλευση του θανάτου (του πατέρα της κοπέλας που είναι η ηρωίδα). Παρακολουθούμε, δηλαδή, στο φιλμ, το ξεκίνημα της ενήλικης ζωής, την αφύπνιση του έρωτα, και το τέλος, το πλησίασμα του θανάτου. Η Τσαγγάρη περιγράφει τις πράξεις μα και τα συναισθήματα των ηρώων της με ηθελημένα ψυχρό και διαυγή τρόπο, με έναν τρόπο που να μπορεί να διατηρεί την απόσταση της κλινικής παρατήρησης, μα και να αναδεικνύει διακριτικά τα συναισθήματα των προσώπων (σχέση κόρης-πατέρα κλπ).
atten1.jpg
Η Κατερίνα Ευαγγελάκου (Θα το μετανιώσεις,2001, Ώρες κοινής ησυχίας,2006, Ιαγουάρος, 1994 ) φτιάχνει εύστοχες, ζωντανές και δημιουργικές ταινίες όταν τις μπολιάζει με το χιούμορ της. Έχει έντονη αίσθηση των κοινωνικών δεδομένων και δρώμενων. Το πολυβραβευμένο, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Θα το μετανιώσεις, δεύτερο φιλμ της Ευαγγελάκου, μια εύθυμη και έξυπνη κοινωνική κομεντί, κέρδισε κοινό και κριτικούς. Το Θα το μετανιώσεις αναφέρεται στη ζωή μιας σαραντάρας γυναίκας που έχει παραιτηθεί από τα όνειρά της και έχει περιοριστεί στους κλειστούς ορίζοντες της επαρχίας, συμπιέζοντας την ενέργειά της. Η Ευαγγελάκου φτιάχνει, με χάρη και κέφι, ένα ομαδικό πορτρέτο ανθρώπων που έχουν αναγκαστεί να θυσιάσουν τις κρυφές επιθυμίες τους και να προσαρμοστούν στη μίζερη καθημερινότητα. Η αφήγησή της διακλαδώνεται, ακολουθώντας τους διαφορετικούς χαρακτήρες της και ταξιδεύοντας από το παρόν στο παρελθόν, όπως και το αντίστροφο. Οι Ώρες κοινής ησυχίας, επίσης αξιόλογο, είναι ρεαλιστικό και πιο σοβαρό, ένα πολυπρόσωπο φιλμ που ακολουθεί τις διαδρομές των ηρώων του στη σύγχρονη Αθήνα, τη νύχτα.
Η Αγγελική Αντωνίου (Δονούσα, 1992, Χαμένες νύχτες,1997, Eduart, 2006) μεριμνά, με σκηνοθετική φροντίδα, καλλιέπεια και γνώση της κινηματογραφικής αισθητικής, για τη σκιαγράφηση των ηρώων της και των καταστάσεων που βιώνουν.
Ο Τάσος Μπουλμέτης, μετά την πιο ελεύθερη Βιοτεχνία ονείρων (1990) γύρισε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του σημερινού ελληνικού κινηματογράφου, την ατμοσφαιρική και ρεαλιστική ταυτόχρονα, πολύ καλοκουρδισμένη και μαεστρικά σκηνοθετημένη Πολίτικη κουζίνα. Το ελληνικό σινεμά, το 2003, σημαδεύτηκε από τη μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία της Πολίτικης κουζίνας, ταινία πολύ μεγάλου κόστους για τα ελληνικά δεδομένα. Η επιτυχία αυτή είχε καθοριστική σημασία γιατί έκοψε τον, εξαιρετικό για τα ελληνικά δεδομένα , αριθμό των 1.600.000 εισιτηρίων. Η Πολίτικη κουζίνα συνδυάζει τη θεαματική και φαντασμαγορική πλευρά, που βασίζεται στην ποιότητα της παραγωγής, με το συναίσθημα, την αισθαντικότητα και το γραφικό ευδαιμονισμό που αποπνέει, μα και με τη γλαφυρή, ρεαλιστική απεικόνιση και την έντονη αφηγηματικότητά της… Διηγείται με συναίσθημα και απολαυστικές εικόνες, την ιστορία ενός παιδιού που μεγαλώνει στην Πόλη, τη δεκαετία του 1950. Η οικογένειά του θα απελαθεί, όπως και πολλές άλλες, από την τουρκική κυβέρνηση και θα βρεθεί στην Αθήνα. Ακολουθώντας τα μαθήματα που πήρε από τον παππού του στην Κωνσταντινούπολη, πρώτα θα γίνει μάγειρας και κατόπιν αστροφυσικός. Η ταινία διακρίνεται για τη νοσταλγία και τη συγκίνηση που μεταδίδει σε ευρύτατο φάσμα θεατών.
Ο Πάνος Κούτρας  σκηνοθέτησε το 2009 την ακραία, δυνατή ταινία Στρέλα, πάνω στον κόσμο των ομοφυλόφιλων και των τραβεστί, που είναι πετυχημένη όσο κινείται σε μια ρεαλιστική λογική και σε ρεαλιστικό ύφος. Σκηνοθέτησε επίσης τη διασκεδαστική και cult, Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά (1999), σάτιρα με φανταστικές διαστάσεις, και το στιλίστικο, κοινωνικό μελόδραμα Αληθινή ζωή (2004).
Ο Αντώνης Κόκκινος γύρισε τα φιλμ Τέλος εποχής,1994, Ο αδελφός μου και εγώ,1997, Πάμπτωχοι Α.Ε.,2000, Μαραθώνιος, 2004. Αν εξαιρέσουμε την κωμωδία Πάμπτωχοι Α.Ε., ο Κόκκινος διακρίνεται ως ένας νοσταλγικός, διακριτικός κι ευαίσθητος σκηνοθέτης συναισθημάτων. Οι δύο πρώτες ταινίες του ξεχωρίζουν για την αισθαντική αναπόληση και την διακριτική ποιότητά τους…
Ο Κώστας Καπάκας (Peppermint,1999, Uranya, 2006, Magic hour, 2011) περιγράφει με τρυφερότητα, νοσταλγία και χιούμορ τον κόσμο της ανεμελιάς, της φιλίας και των χαμένων παιδικών μας χρόνων. Το τελευταίο του φιλμ Magic hour είναι ένα φευγάτο buddy και road movie, που αρκετές φορές αναφέρεται -με σατιρικό τρόπο- στον ελληνικό κινηματογράφο και τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα, και άλλοτε λειτουργεί καλά, άλλοτε λιγότερο, λόγω στερεοτύπων.   
Ο Θάνος Αναστόπουλος γύρισε ταινίες καθαρά καλλιτεχνικές, με προσωπική αισθητική σφραγίδα και δικό του ύφος, που εξελίχθηκε από ένα στυλ πιο ποιητικό σε μια αισθητική περισσότερο λιτή και ρεαλιστική: Όλο το βάρος του κόσμου,2003, Διόρθωση, 2007 και Η κόρη (2012), ταινία με πιο απλό και αδρό κοινωνικό ρεαλισμό από τις προηγούμενές του.
Ο χιουμορίστας, ωραίος και χαρακτηριστικός τύπος και ηθοποιός Ρένος Χαραλαμπίδης  σκηνοθέτησε τα εύθυμα, διασκεδαστικά, ατμοσφαιρικά και προσωπικά, κωμικά φιλμ No budget story,1997, Φτηνά τσιγάρα,2000, Η καρδιά του κτήνους, 2005, και 4 μαύρα κοστούμια, 2010.
Η σχετικά εμπορικότερη σκηνοθέτις Όλγα Μαλέα (και κάπως υποτιμημένη λόγω εμπορικότητας) κατάφερε, όπως κι ο Περράκης, με τις νατουραλιστικές κοινωνικές κωμωδίες της, να συνδυάσει τις απαιτήσεις για ποιότητα (με πρώτη ύλη το κωμικό στοιχείο, τη σεξουαλικότητα και τη γυναικεία ματιά) με την εμπορικότητα. Τα φιλμ της, ο ιδιαίτερα γυναικείος Οργασμός της αγελάδας (1996), η αξιόλογη, ενδιαφέρουσα Διακριτική γοητεία των αρσενικών (1998), το μάλλον τηλεοπτικο-διαφημιστικής αισθητικής Ριζότο (2000), οι -περί παιδεραστίας και σεξ- Λουκουμάδες με μέλι (2005) και η πολιτική σάτιρα Πρώτη φορά νονός (2007), πλησίασαν το κοινό, του άρεσαν και το έφεραν στην αίθουσα. Οι διασκεδαστικές, δροσερές κι αστείες ταινίες της Μαλέα εντάσσονται συχνά στη θεματική της ερωτικής κωμωδίας, δηλαδή, κυρίαρχα θεματικά μοτίβα τους είναι το σεξ και οι κωμικές καταστάσεις, βλέπε τα φιλμ της Λουκουμάδες με μέλι, Ριζότο, Ο οργασμός της αγελάδας και Διακριτική γοητεία των αρσενικών. Το 2012 γύρισε ψηφιακά, με γνώση των ιδιαιτεροτήτων του ψηφιακού μέσου, το αξιοπρόσεχτο ψυχολογικο-κοινωνικό φιλμ Ματζουράνα, περί της κακοποίησης ενός κοριτσιού από τη φιλόδοξη μητέρα της (και όχι μόνο), που θέλει να την κάνει σταρ της TV…
Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος που το 2008 γύρισε την αστυνομική κωμωδία Banκ bang, το 2010 έφτιαξε το πολύ φρέσκο κοινωνικό φιλμ Wasted youth (σε συσκηνοθεσία Γιαν Φόγκελ) που χρησιμοποιεί και την επικαιρότητα, έχοντας σαν θέμα την αιματηρή, μοιραία και φονική συνάντηση ενός ανέμελου, «εξεγερμένου» εφήβου με έναν βουλιαγμένο στα ψυχολογικά του προβλήματα, αστυνόμο. Δροσερός και εύστοχος ρεαλισμός, άμεση κινηματογράφηση, στυλ που θυμίζει ντοκιμαντέρ...
Ο Άγγελος Φραντζής (Polaroid, 2000, Το όνειρο του σκύλου, 2005, Μέσα στο δάσος, 2009) είναι ένας στυλίστας του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, ο οποίος διερευνά τις φόρμες, την αισθητική και το θέμα του, με φαντασία, εφευρετικότητα και πρωτοτυπία, αν και συχνά -ρέποντας προς την ποίηση και την αφαίρεση- γυρίζει την πλάτη στη μυθοπλασία..
Ο Δημήτρης Ινδαρές (Ο τσαλαπετεινός του Γουαϊόμινγκ,1995, Γαμήλια νάρκη, 2003) δουλεύει, με μπρίο και ευστοχία, κυρίως πάνω σε καταστάσεις που έρχονται από το πεδίο της κομεντί. Η Γαμήλια νάρκη του Δημήτρη Ινδαρέ, μια σπιρτόζα, σύγχρονη ερωτική κομεντί πάνω στο γάμο και τις δυσκολίες του. Γύρω από ένα νέο παντρεμένο ζευγάρι, σχηματίζονται δύο τρίγωνα . Για να ξεπεράσουν τη μονοτονία του γάμου, οι ήρωες δημιουργούν ένα ερωτικό γαϊτανάκι. Ρουτίνα, πειρασμοί, μοιχείες, έρωτας, φιλία, σεξ, έλξη και σύγκρουση των δύο φύλων.
Ενδιαφέρουσες ταινίες έχουν κάνει και οι Παναγιώτης Καρκανεβάτος (Μεταίχμιο,1995, Χώμα και νερό, 1999, Καλά κρυμμένα μυστικά – Αθανασία, 2008), Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος (Ύψωμα 33, 1998, Ο γιος του φύλακα, 2006), Στράτος Τζίτζης (45 m2 ,2010, Σώσε με, 2001), Κωνσταντίνα Βούλγαρη (Valse sentimental, 2007, Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους;, 2012), Φωτεινή Σισκοπούλου (Η ζωή ενάμισυ χιλιάρικο,1996, Rakushka, 2004), Ντένης Ηλιάδης (Hardcore, 2004), που συνέχισε με το χολιγουντιανό θρίλερ τρόμου The Last House on the Left (2008), κ.α.
Από μία αξιοπρόσεχτη ταινία σκηνοθέτησαν οι Γιάννης Φάγκρας (Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω, 2001), Γιώργος Γκικαπέππας (Η πόλη των παιδιών), Μπάμπης Μακρίδης (L , 2012), Πέννυ Παναγιωτοπούλου (Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου, 2002), Αλέξης Αλεξίου (Ιστορία 52, 2008), Έκτορας Λυγίζος (Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού, 2012), Άρης Μπαφαλούκας (Άπνοια, 2010), Σύλλας Τζουμέρκας  (Χώρα προέλευσης, 2010), Γιώργος Γεωργόπουλος (Tungsten, 2011), κ.α….
Στα πλαίσια ενός είδους πλατιάς αποδοχής, ψυχαγωγικού όσο και δύσκολου, της κωμωδίας (που θεμελίωσε και υπηρέτησε με επιτυχία ένας παλιότερος, εύστοχος σατιρικός, ο Περράκης), ορισμένοι νέοι σκηνοθέτες έφτιαξαν ενδιαφέρουσες ταινίες: Ρένος Χαραλαμπίδης (No budget story,1997, Φτηνά τσιγάρα,2000, Η καρδιά του κτήνους, 2005, 4 μαύρα κοστούμια, 2010), Αντώνης Καφετζόπουλος (Στακαμάν,2000, Η γυναίκα είναι σκληρός άνθρωπος, 2005), ο Γρηγόρης Καραντινάκης (Η χορωδία του Χαρίτωνα, 2005), η Όλγα Μαλέα, o Νίκος Ζαπατίνας, κ.α. Υπάρχουν οι κωμωδίες π.χ. του Γκορίτσα (Βαλκανιζατέρ, Μπραζιλέρο), του Παπαδημητράτου, κ.α. Συναντάμε συχνά κινηματογράφο, της νέας γενιάς, με χιούμορ, το οποίο αποτελεί βασικό συστατικό αρκετών ταινιών π.χ. του Καπάκα, του Ινδαρέ, του Κόκκινου, της Ευαγγελάτου, κ.α. Βρίσκουμε συχνά, στα φιλμ, μια σκωπτική διάθεση και ατμόσφαιρα, σε αντίθεση με τη σοβαρή και κάπως ζοφερή αίσθηση που απέπνεαν αρκετές ταινίες του Ν.Ε.Κ.