rabid.jpg

Με προέλευση τον Τρίτο Κόσμο ή τα εργαστήρια ιατρικών ερευνών, οι επιδημικές νόσοι έμοιαζαν μέχρι πρόσφατα ως μια μακρινή ανάμνηση για τις δυτικές κοινωνίες. Καθώς ήταν συχνά παρεπόμενα της οικονομικής και πολιτιστικής υπανάπτυξης ήταν καταδικασμένες σε αφανισμό από την στιγμή που η κοινωνία περνούσε σε ένα ανώτερο οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο: είναι η ανάπτυξη της ιατρικής επιστήμης στον 20ο αιώνα που τις οδήγησε σε εξαφάνιση. Όμως η άφιξη του ιού του AIDS επανέφερε όλες τις ξεχασμένες κοινωνικές προκαταλήψεις για τις επιδημίες, αποκάλυψε τις μεταφορές με τις οποίες συνδέθηκε η έννοια “επιδημία” μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Πριν όμως από τη δημοσιότητα και την επικαιρότητα που γνώρισε ο ιός του AIDS, ο κινηματογράφος εκμεταλλεύτηκε και αξιοποίησε τις επιδημίες (και ότι αυτές συνεπάγονται). Μέσα στον χώρο των ταινιών τρόμου και θρίλερ, οι επιδημίες -ενταγμένες σε τυπικές μυθοπλασίες του είδους- έτυχαν μιας εκμετάλλευσης, που αφορά κυρίως τις συνοδευτικές κοινωνικές προκαταλήψεις, παρά το ίδιο το θέμα και τις κοινωνικές διαστάσεις του. Οι τίτλοι μιας πρόχειρης και άτακτης επιλογής ταινιών είναι ενισχυτικοί του ισχυρισμού μας -Shivers (1974), Rabid (1977), Code Name Trixie (1973), Cassandra Crossing (1977) Contagion (2011)-, καθορίζοντας ταυτόχρονα και το πλαίσιο σχολιασμού.
shivers.jpgΤα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η χρήση της επιδημίας μέσα σε μια μυθοπλασία είναι κυρίως δύο. Το πρώτο αφορά τη γέννηση μιας επιδημίας, δηλαδή το χρόνο που απαιτείται για να εκδηλωθεί, την περίοδο επώασης: είναι καταρχήν η απουσία μιας άμεσης εκδήλωσης των συμπτωμάτων, η έλλειψη σημείων που επιτρέπουν την αναγνώριση της επιδημίας (και της νόσου) που κυριαρχεί σε αυτό το διάστημα. Καθώς η επιδημία και η νόσος που τη συνοδεύει απαιτεί ένα χρόνο για να εκδηλωθεί, αποτελεί για αυτήν τη χρονική περίοδο επώασης ένα εν δυνάμει κακό, μη αναγνωρίσιμο, μη ορατό, χωρίς ταυτότητα. Αυτή η αδυναμία σαφούς αναγνώρισης του κακού συντελεί στη δημιουργία ενός κλίματος ασφυκτικής απειλής μέσα στην αφήγηση: Η εκκρεμότητα της εξάπλωσης του θανατηφόρου ιού, η αναμονή της επερχόμενης καταστροφής αποτελεί τη συνεισφορά της νόσου μέσα στην μυθοπλασία. Είναι, η επιδημία, ένας αόρατος εχθρός που απειλεί τα πρόσωπα του μύθου, εισβάλλει στον κοινωνικό τους περίγυρο, ανατρέπει τις υφιστάμενες ισορροπίες.
Το δεύτερο στοιχείο που εκμεταλλεύονται οι μυθοπλασίες αφορά τη μαζικότητα της επιδημικής νόσου: Η επιδημία και η νόσος που την προκαλεί αποτελούν ένα δημόσιο γεγονός, μια αρρώστια που ξεφεύγει από τη σφαίρα του ιδιωτικού. Αυτό το χαρακτηριστικό της μαζικότητας- που δημιουργείται από τη μετατροπή ενός κινδύνου που αφορά το άτομο, σε μια απειλή που αφορά όλο το κοινωνικό σώμα- είναι υπεύθυνο για μια σειρά από σημασίες στις σχετικές μυθοπλασίες: η επιδημία απειλεί τον ίδιο τον κοινωνικό ιστό, είναι ένας ύπουλος εχθρός της κοινωνικής συνοχής. Κυρίως όμως η επιδημία εισάγει ένα διαχωρισμό και μια άκρως λειτουργική για την αφήγηση και τη δραματουργία, αντίθεση μέσα στο κοινωνικό σώμα: ανάμεσα σε ένα υγιές και ένα “άρρωστο” τμήμα της κοινωνίας. Γι’ αυτήν την αντίθεση, η απομόνωση, δηλαδή ο απόλυτος διαχωρισμός δυο μερών, αποτελεί μια λύση σωτηρίας: η ίαση δηλαδή έρχεται μέσα από την αποκοπή, παρά μέσα από την σύνθεση των αντιθέτων.
Από τα προηγούμενα -που συνθέτουν το πλαίσιο χρήσης της επιδημίας στο σινεμά- προκύπτει και η κυρίαρχη μεταφορά που συνοδεύει τις επιδημικές νόσους: καθώς η αρρώστια στον κοινό νου αποτελεί μια θεϊκή τιμωρία για τον «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντα» άνθρωπο, αντίστοιχα και η επιδημία -που αποτελεί μια νόσο του κοινωνικού σώματος-, είναι μια θεία τιμωρία για τις κοινωνικές “αμαρτίες”, για τις κοινωνικές αδικίες: Είναι η εισβολή του ιού μέσα στο “υγιές” κοινωνικό σώμα ένα σημείο για την επικείμενη Αποκάλυψη (Πρωινή περίπολος, The Seventh Seal), για την επερχόμενη καταστροφή.

Δημήτρης Μπάμπας