(Ο διάβολος δεν υπάρχει)
του Ryûsuke Hamaguchi
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_evil-does-not-exist-2.jpg

Ο Τακούμι μεγαλώνει μόνος την κορούλα του Χάνα, στο Χαρασάουα, ένα μικρό ιαπωνικό χωριό και βγάζει τα προς το ζην κάνοντας χειρωνακτικές δουλειές στο δάσος, όπως κόψιμο ξύλων και μεταφορά νερού. Μια εταιρεία αγοράζει γη στο δάσος για να φτιάξει εγκαταστάσεις πολυτελούς κάμπινγκ, «glambing» όπως το αποκαλεί, κι η σχετική ενημέρωση που κάνει στην ντόπια κοινότητα δημιουργεί βάσιμες υποψίες πως το εγχείρημα είναι προχειροδουλειά που θα υποβαθμίσει ακόμα και την ποιότητα του νερού που πίνουν. Για να καμφθούν οι αντιρρήσεις, η εταιρεία στέλνει τους δύο εκπροσώπους της πίσω στο χωριό για να πείσουν τον Τακούμι να γίνει επιστάτης του έργου…
Μετά τις πολυπαινεμένες Ιστορίες της τύχης και της φαντασίας και το αριστουργηματικό Drive my car ο Ριουσούκε Χαμαγκούτσι επανέρχεται με το Ο διάβολος δεν υπάρχει, ύμνο στη φύση κι ιστορία πατέρα-κόρης, οικολογικό-κοινωνικό δράμα και ταινία μυστηρίου μαζί, που χωρίζεται αντίστοιχα και άτυπα σε τρία μέρη με τις υπό-πλοκες να κινηματογραφούνται με διαφορετικού στιλ μαστοριά από τον δημιουργό, που αποδεικνύει την ευελιξία της ματιάς του και τη δυνατότητά του για πολυεπίπεδες αφηγήσεις, αρνείται, όμως, για δικούς του λόγους, να «δέσει» στο τελευταίο μέρος τα νήματα δημιουργώντας ένα τέλος-αναπάντητο ερώτημα που θ’ αφήσει το θεατή μετέωρο, όσο και τον τίτλο.
Ο Χαμαγκούτσι, που προσπάθησε εδώ παραπάνω απ’ ότι συνηθίζει να βάλει δύσκολα στο κοινό, σε μια προσπάθεια ίσως να ανακόψει και μια εμπορική επιτυχία που όπως λέει τον φόβισε μήπως χάσει κάτι απ’ την ψυχή του, θα κριθεί διαφορετικά γι αυτό από κάθε θεατή, η ταινία, ωστόσο, δεν καταλήγει αδιάφορη, ούτε ασήμαντη και έχει ήδη κερδίσει τον Αργυρό Λέοντα και το βραβείο της Διεθνούς Ενώσεως Κριτικών στο Φεστιβάλ Βενετίας 2023 και το βραβείο Καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ του Λονδίνου 2023.
Η αρχή της, αντιστοιχεί στην αρχική σύλληψη του Χαμαγκούτσι για μια βουβή μεσαίου μήκους ταινία για τη φύση με υπόκρουση τη μουσική της συνεργάτιδάς του απ’ το Drive my car, Έικο Ισιμπάσι, όταν όμως την επισκέφθηκε στο μέρος που ζει εντυπωσιάστηκε τόσο απ’ τα τοπία ώστε θεώρησε πως έπρεπε να προσθέσει μια πλοκή για το πώς ο άνθρωπος επεμβαίνει στη φύση, π.χ. για να την αξιοποιήσει τουριστικά φτάνοντας συχνά ακόμα και να την καταστρέψει για το κέρδος. Έτσι η ταινία -που δείχνει και τη σταδιακή αποξένωση των γενεών από το φυσικό τους περιβάλλον- ξεκινά χωρίς διάλογο, που μένει μινιμαλιστικός στο πρώτο μέρος, όπως είναι και η κινηματογράφηση του δάσους που παρουσιάζεται μεγαλοπρεπές κι υποβλητικό, με πλάνα γήινα, γεμάτα ζωή που αποκτούν, όμως, μια διάσταση σχεδόν μαγική όταν ο εντελώς γήινος Τακούμι μιλάει για ελάφια. Μια μικρή Εδέμ με λίμνες και βουνά μέσα στην οποία η Χάνα περιφέρεται με παιδική αθωότητα - πρωτόπλαστης ή και Κοκκινοσκουφίτσας- και παρόμοια ζέση για γνώση, χωρίς να δέχεται την ύπαρξη Κακού, παρ’ ότι οι μεγάλοι – οι ήδη εκπεσόντες δηλαδή- την προειδοποιούν και ο σκηνοθέτης δείχνει κάθε τόσο σημάδια κινδύνου όπως το σπασμένο κλαρί και τους ήχους απ’ τις ντουφεκιές. Ο κίνδυνος δείχνει να συγκεκριμενοποιείται στο οικολογικό-πολιτικό-κοινωνικό μέρος της ταινίας που θα κέρδιζε τα εύσημα του Λόουτς, για την αμεσότητα, το ρεαλισμό, τη γνησιότητα των διαλόγων (που πάντα διέπονται από την ιαπωνική αντίληψη περί ευγένειας) την ντοκιμαντερίστικη ανθρωποκεντρική ματιά, τη ζωντάνια που φέρνουν οι ερασιτέχνες ηθοποιοί και τον ξεκάθαρο τρόπο με τον οποίο καταγγέλλει ένα ολόκληρο σύστημα το οποίο στη συνέχεια μας δείχνει ακόμα πιο ξεκάθαρα πως δουλεύει.
Στο on the road κομμάτι της ταινίας που ακολουθεί, η κινηματογράφηση στο -τόσο γνώριμο ως μέσο για το σκηνοθέτη- αυτοκίνητο είναι πιο αναγνωρίσιμα δική του, έτσι όπως οι μικρές εξομολογήσεις των δύο εκπροσώπων της εταιρείας κάνουν την ταινία πιο προσωπική-υπαρξιακή φανερώνοντας κάτι απ’ τα σύνθετα της ανθρώπινης ψυχής – το διφορούμενο είναι έτσι κι αλλιώς βασικό στοιχείο της ταινίας.
Η εξαφάνιση που εκκινεί την τελευταία πράξη δεικνύει πόσο καταστροφική μπορεί να είναι για τους ανθρώπους η απώλεια της αθωότητας και η διαρραγή της εμπιστοσύνης στη σχέση ανθρώπου φύσης, έτσι όπως η γη μετά από κάτι τέτοιο μοιάζει μάλλον με Κόλαση, κι οι δαίμονες μέσα στον καθένα μας ξεπροβάλλουν, και η ταινία παίρνει τώρα μια χροιά θρίλερ μυστηριακού-υπερβατικού, με την αλληγορία να προχωρά προς νέα μονοπάτια. Ο Χαμαγκούτσι, όμως αρνείται να «δέσει» με αντιληπτό τρόπο αυτά που ο ίδιος μέχρι εδώ συνδύασε, αποτίοντας ίσως φόρο τιμής στον παλιό του δάσκαλο τον οποίο άκουσε την περίοδο των γυρισμάτων να λέει πως πρέπει κανείς να βάζει πάντα στις ταινίες ένα πλάνο που να εκπλήσσει και τον σκηνοθέτη τον ίδιο (ο ίδιος βέβαια κατά δική του ομολογία έβαλε περισσότερα). Η σύγχυση του τέλους προκαλεί έτσι σύγχυση και στο θεατή που δύσκολα θα επιλύσει το γρίφο της ταινίας. Παρ’ όλα αυτά, ή ίσως εξαιτίας αυτών ο εσωτερικός διάλογος του θεατή με την ταινία συνεχίζεται περισσότερο απ’ το σύνηθες γεννώντας διαρκώς νέα ερωτήματα – κι αυτός είναι σίγουρα ένας εκπληρωμένος στόχος του Χαμαγκούτσι.