(Life)
του Zeki Demirkubuz
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_hayat.jpg

Τουρκία. Σήμερα. Μια επαρχιακή πόλη. Ένας αρραβώνας με συνοικέσιο που διαλύεται: Ο πατέρας της κοπέλας επιστρέφει τα δώρα στον παππού του νεαρού τον οποίο θα αρραβωνιαζόταν. Ο Riza εργάζεται μαζί με τον παππού και τον θείο του στον οικογενειακό τους φούρνο του. Το βράδυ βγαίνει με τους φίλους του για να διασκεδάσει και επισκέπτονται μία πόρνη. Το γεγονός της απόρριψης σημαδεύει το νεαρό άνδρα και ρίχνει μία βαριά σκιά στην καθημερινότητά του: μοιάζει κατάπληκτος και σοκαρισμένος από τις εξελίξεις, πρέπει να συνδιαλαγεί με την απόρριψη. Η αφήγηση παρακολουθεί αυτόν τον νεαρό ήρωα προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται στη ζωή.
Αναζητάει την Hicran, την πρώην αρραβωνιαστικιά του στην Κωνσταντινούπολη, μία πόλη 20 εκατομμυρίων: μάλλον μία μάταιη προσπάθεια. Κολλάει φωτογραφίες της στις κολόνες και την αναζητά στην αστυνομία. Η συνάντηση με ένα νεαρό νταβατζή ο οποίος σχετίζεται με τη νεαρή κοπέλα θα τον οδηγήσει στα ίχνη της...
Πόρνες και νταβατζήδες, αυτό το μισοσκότεινο, ημιφωτισμένο περιθώριο της τούρκικης κοινωνίας, ο υπόκοσμος που υπήρξε το σκηνικό και για άλλες ταινίες του σκηνοθέτη, αποτελεί και εδώ το ντεκόρ, αλλά και το πλαίσιο σε μεγάλο μέρος της δραματικής πλοκής. Και το κοινωνικό τοπίο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η αφήγηση δεν είναι παρά μιας ισλαμικής συντηρητικής κοινωνίας. Ωστόσο, το εύρος αυτής της ταινίας είναι μεγάλο: Η Κωνσταντινούπολη, οι επαρχιακές πόλεις, αλλά και η ύπαιθρος είναι οι χώροι της. Η οικογενειακή ζωή, η παραδοσιακή και η μοντέρνα, η ζωή στο περιθώριο, η μοναχική ζωή, είναι οι τρόποι ζωής για τους ήρωες. 
Ο σκηνοθέτης εν αντιθέσει μ’ ό,τι θα ανέμενε κανείς δεν εστιάζει αποκλειστικά στα δυο κεντρικά πρόσωπα και το δράμα που ζουν. Αντίθετα, στρέφει την προσοχή του σε πολλά και διαφορετικά πρόσωπα, περιφερειακά ή όχι, σ’ αυτήν την ιστορία, που όμως όλα τους ζουν το δράμα τους: αναμφίβολα μια βαθύτατα ουμανιστική στάση από την πλευρά του σκηνοθέτη. Καταρχήν, στον νεαρό που αναζητά τα γιατί για έναν έρωτα που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, στον πάππου του, στον ανάπηρο νταβατζή που είναι κρυφά ερωτευμένος, στον πατέρα που αδυνατεί να συγχωρέσει, στην μητέρα που υφίσταται την ενδοοικογενειακή βία, στη νεαρή κοπέλα από την επαρχία που καταλήγει πόρνη στην Κωνσταντινούπολη, στον μεγαλύτερης ηλικίας άντρας που παντρεύεται: σαν μία σκυταλοδρομία χαρακτήρων, όπου ο ένας δίνει την σκυτάλη στον άλλο, για να προωθηθεί η αφήγηση. Μια πινακοθήκη προσώπων δημιουργείται έτσι, μακριά από τα συνήθη στερεότυπα των χαρακτήρων στο είδος του μελοδράματος. Και το κέντρο σε αυτή την πινακοθήκη χαρακτήρων είναι η ίδια η νεαρή κοπέλα, οι αμαρτίες της οποίας πυροδοτούν την αφήγηση. Αυτό το πρόσωπο είναι καθοριστικό, αφού είναι αυτή που οδηγεί τη δραματική πλοκή στις μικρές δραματικές κορυφώσεις. Ο σκηνοθέτης μοιάζει γοητευμένος από τον νεανικό της πρόσωπο, σχεδόν ανέκφραστο χωρίς συναισθήματα, μια χαρακτήρας από ταινία του Bresson.
Υπάρχει μια θεολογία στην ταινία: εκπεσόντες άγγελοι, εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσες γυναίκες, άγγελοι τιμωροί και εκδικητές, οι αμαρτίες που πρέπει να εξιλεωθούν, η συγχώρεση ως υπέρτατη έκφραση αγάπης και, τέλος, η αγάπη ως η εσχάτη ασπίδα που διασώζει την ανθρώπινη ουσία. Οι ήρωες είναι εκπεσόντες άγγελοι από τον παράδεισο μιας παραδοσιακής κοινωνίας στο σύγχρονο μοντέρνο κόσμο, θύματα του μοντερνισμού και της έκπτωσης των παραδοσιακών ηθών που τον συνοδεύει.
Καθώς η αφήγηση αναπτύσσεται προς πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις, μόνο στο τέλος ο θεατής βλέπει τη θύελλα των συναισθημάτων της ηρωίδας να εκφράζεται: το κλάμα της, τα δάκρυα της που πλημμυρίζουν τα μάτια της, δεν είναι παρά η έκφραση του δραματικού και τραγικού στοιχείου που ο σκηνοθέτης απέφυγε με επιμέλεια να μας δείξει. Ό, τι βλέπουμε είναι οι αποτυχίες μιας ζωής και η συνδιαλλαγή της ηρωίδας μ' αυτές…
Στο τέλος, ως ένα κύκλος που ολοκληρώνεται και κλείνει, η αφήγηση καταλήγει στο σημείο αφετηρίας του δράματος: στη συνάντηση των δύο νεαρών που επρόκειτο να ενωθούν μέσω προξενιού. Το ποτήρι νερό που υπερχειλίζει -ένα όνειρο που βλέπουν και οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες προεικονίζει ένα κοινό εσωτερικό τόπο. Σ’ αυτή τη συνάντηση κάποιος πρέπει να μιλήσει και κάποιος πρέπει να ακούσει -μόνο έτσι το κακό θα εξαφανιστεί. Η συγχώρεση που ζητείται. Και η φωτογραφία που επιστρέφεται. Η κάθαρση αυτής της τραγωδίας δεν είναι παρά ο διάλογος, ο λόγος που ανταλλάσσεται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα…