(Όλες οι πνοές του κόσμου)
του Shaunak Sen
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_all-the-breathes.jpg

Στην Ινδία θεωρείται τύχη να προσφέρεις φαγητό σ’ έναν αητό, αφού πιστεύεται πως μαζί τρώει και τις έννοιες σου, γι αυτό κι οι γονείς συνήθιζαν να παίρνουν και τα παιδιά τους μαζί όταν τους τάιζαν, το ίδιο έκαναν κι οι δικοί τους γονείς, με τη μάνα τους να τους διηγιέται και στο σπίτι συχνά σχετικές ιστορίες και δοξασίες. Έτσι περίπου εξηγούν στον Σόνακ Σεν, σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ Όλες οι πνοές του κόσμου ο Σαούντ κι ο Ναντίμ, τα δύο αδέλφια απ’ το Νέο Δελχί, το λόγο που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη διάσωση των αστικοποιημένων αητών που όλο και πιο πολύ αρρωσταίνουν και πέφτουν απ’ τον ουρανό όσο η μόλυνση μαστίζει κι άλλο την πόλη. Μέσα σε φτώχια και συνθήκες διαβίωσης απερίγραπτες, χωρίς βοήθεια εξωτερική καμιά -εκτός από εκείνη κάποιων κρεατοπαραγωγών και του υπέροχου, καλόκαρδου, βοηθού τους, Σαλίκ-, ο Σαούντ κι ο Ναντίμ έχουν σώσει τα τελευταία είκοσι χρόνια πάνω από είκοσι χιλιάδες πτηνά, συχνά καταφεύγοντας σ’ απίστευτες πατέντες. Για πόσο ακόμα θα μπορούν, όμως να συνεχίζουν τώρα που κι η αίτηση χρηματοδότησής τους απορρίφθηκε; Η ζωή τριγύρω γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη κι η πόλη αιματοκυλιέται από ταραχές που στοχεύουν κυρίως στους μετανάστες, αλλά και τους μουσουλμάνους όπως οι ίδιοι. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ο ένας απ’ τους δύο έχει προ πολλού αρχίσει να αισθάνεται ότι η Ινδία τον πνίγει…
Εξαιρετικής ποιότητας, κινηματογραφικής και ανθρώπινης, ουμανιστικό, οικολογικό, βαθιά πολιτικό και απρόσμενα αισιόδοξο, μεγάλης ευαισθησίας και επιδεξιότητας στην αποτύπωση των εικόνων και στο μοντάζ και πάνω απ’ όλα απολαυστικό στη θέαση το Όλες οι πνοές του κόσμου του Σόνακ Σεν αποδεικνύει τι μπορεί να κάνει το εθνογραφικό-ανθρωπολογικό ντοκιμαντέρ όταν υπάρχει υπομονή και μαεστρία. Ο σκηνοθέτης έχει κατ’ αρχάς κατορθώσει να συνυφάνει δύο κόσμους μέσα απ’ την ιστορία του, παρατηρώντας ταυτόχρονα τον κόσμο των αστικών αητών και το πως αλληλοεπιδρούν με την πόλη και τους φροντιστές τους (μερικές από τις λήψεις είναι σχεδόν απίστευτο το πώς επιτεύχθηκαν) με εκείνη του μικρόκοσμου των φροντιστών τους και του πως τα μέλη του αλληλοεπιδρούν κι αυτά μεταξύ τους, αλλά και με την κοινωνία. Η αφήγηση -που χάρη στο μοντάζ αποκτά σχεδόν διαστάσεις μυθοπλασίας- κατορθώνει έτσι να κάνει την πολύ κυριολεκτική ιστορία της να λειτουργήσει ταυτόχρονα ως μεταφορά για τη σχέση ανθρώπου-φύσης, αλλά και ανθρώπου-κοινωνίας, υιοθετώντας ως οπτική εκείνη των πρωταγωνιστών που πιστεύουν στην συνύπαρξη και την προτείνουν ως φάρμακο στην κοινωνία. Οι προσωπικότητες των πρωταγωνιστών συντελούν κι αυτές στο πολυεπίπεδο του εγχειρήματος αλλά και στην ευχαρίστηση της θέασής του, καθώς όλοι μαζί κι ο καθένας ξεχωριστά (ο βοηθός, η γυναίκα και το παιδί) δίνουν από μια επιπλέον πινελιά, καθιστώντας με το χιούμορ και την υπαρξιακή τους διάθεση τις σκηνές της καθημερινότητας χάρμα οφθαλμών κι αντίβαρο στην ζοφερή περιρρέουσα ατμόσφαιρα την οποία ταυτόχρονα η κάμερα δείχνει κι όπου δεν έχουν αρρωστήσει μόνο οι αητοί από τις κακές συνθήκες ζωής αλλά κι οι άνθρωποι από το μίσος. Η προσπάθεια των δύο αδελφών να περισώσουν τους αητούς γίνεται έτσι, σε συμβολικό επίπεδο μια προσπάθεια ίασης της ίδιας τους της χώρας και πρόταση για μια συνύπαρξη που θα αγνοεί τους διχασμούς, έτσι όπως οι αητοί δεν χωρίζονται ανάλογα με θρησκεία ή χώρα.
Όλη αυτή την εμμονή σ’ έναν σκοπό που κάποιοι θα θεωρούσαν ασήμαντο κι άλλοι πιστεύουν πως συμπυκνώνει την ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής να τιμήσει και να σεβαστεί τον άρρηκτο δεσμό μας με τη φύση και την ανάγκη μας γι αυτήν, η πραγματικότητα επιτέλους την επιβραβεύει κι έτσι τα δύο αδέλφια μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους, ακόμα κι αν ο ένας δεν είναι πια εκεί – υπόσχεται όμως ότι θα γυρίσει.
Κι ο μόνος κίνδυνος που υπάρχει πραγματικά για τέτοιου είδους υπέροχα, χαμηλόφωνα, ντοκιμαντέρ που κερδίζουν επάξια βραβεία στα φεστιβάλ, είναι πώς δεν βρίσκουν πάντα αίθουσες ή οθόνες να παιχτούν για το κοινό – που θα ήταν κρίμα πραγματικά να χάσει μια τέτοια ευκαιρία.