(Οι καλύτεροι καιροί)
του Chang Tso-chi

Μέσα από την σχέση δύο φίλων, ο σκηνοθέτης προσεγγίζει το χαοτικό και άτακτο κόσμο των νεανικών συναισθημάτων.
O Wei και ο Jei ζουν στα προάστια της Taipei, πρωτεύουσας της Ταϊβάν. Είναι και οι δύο 19 χρονών, γείτονες και ξαδέλφια. Οι διαφορές στον χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία δεν αποτελούν εμπόδια για τα ισχυρά αισθήματα φιλίας που τους ενώνουν. Ζουν μαζί με τους γονείς, τους παππούδες τους και τα αδέλφια τους που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας. Ένα σημαντικό γεγονός αλλάζει την ζωή τους: ο Wei μέλος της συμμορίας του Αδελφού Gu προάγεται, και από την θέση του παρκαδόρου νυχτερινού κέντρου γίνεται εισπράκτορας των χρεών της συμμορίας. Επιθυμώντας να διατηρήσει αλώβητη την σχέσή του με τον φίλο του Jie, ο Wei πείθει το αφεντικό του να προσλάβει τον φίλο του ως βοηθό του. Όμως ένα δώρο που θα δεχτούν από τον αρχηγό της συμμορίας θα δώσει μία επικίνδυνη τροπή στα γεγονότα: Το πιστόλι θα μεταμορφώσει τον Jie αυξάνοντας την επιθετικότητα του και προκαλώντας προβλήματα που μοιάζουν ανυπέρβλητα. Η είσπραξη ενός χρέους από τον αρχηγό μίας αντίπαλης συμμορίας θα καταλήξει σε ένοπλη συμπλοκή και οι δύο φίλοι θα βρεθούν παγιδευμένοι στην δίνη των γεγονότων. Διωκόμενοι θα αντιληφθούν ότι η μοίρα έχει πολλά παιχνίδια ακόμα να παίξει…
Η οικογένεια και οι σχέσεις στο εσωτερικό της, τα νεανικά όνειρα που ζητούν εκπλήρωση, τα συναισθήματα μπροστά στην ασθένεια και τον θάνατο, συνθέτουν τον μικρόκοσμο των δύο φίλων. Μία ισχυρή αίσθηση ρομαντισμού διαπερνά τις αρχικές εντυπώσεις ρεαλισμού της ταινίας: στις εικόνες της θα συναντήσουμε την ανεμελιά, τις αυταπάτες και την εμμονή στο όνειρο. Η ταινία είναι διάστικτη από μικρές στιγμές μαγικού ρεαλισμού, στιγμές όπου οι ήρωες δραπετεύουν από την ασφυκτική πραγματικότητα. Ο κόσμος των μικροκακοποιών είναι οικείος για τον σκηνοθέτη αφού εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στις ταινίες του Hou Hsiao-Hsien (Goodbye South, Goodbye).
Η ταινία συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό του φεστιβάλ Βενετίας (2002).
Δ.Μ.

"…Ίσως αυτό που αποκαλούμε ως “οι καιροί” δεν είναι παρά το σύνολο των αναμνήσεων από άπειρες σύντομες ζωές.
Δίνουμε αξία στην ύπαρξη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Γνωρίζοντας ότι οι ζωές μας θα είναι σύντομες…
Αντιλαμβανόμαστε ότι η ύπαρξη είναι η μόνη αληθινή σταθερά της ζωής.
Ίσως η δικιά μου ζωή θα γίνει ο θεμέλιος λίθος για ένα άλλο σύνολο αναμνήσεων.
Ίσως αυτή η στιγμή σημαδεύει την γέννηση της ύπαρξης.
Ή ίσως αυτή η στιγμή σημαδεύει το τέλος από κάτι.
Μου φαίνεται ότι ο καθένας μας ζει το “καλύτερο των καιρών”."
(Δήλωση του Chang Tso- chi, σκηνοθέτη της ταινίας Οι καλύτεροι καιροί/ Best of times, στο κατάλογο του Φεστιβάλ Βενετίας 2002).

Chang Tso- Chi (Ταϊβάν, 1961). Σπούδασε ηλεκτρονικός και συνέχισε με σπουδές στον κινηματογράφο και το θέατρο. Βοηθός του πιο σημαντικού Ταϊβανέζου σκηνοθέτη Hou Hsiao- Hsien (Millennium Mambo, Φεστιβάλ 2001). Σκηνοθέτησε ταινίες μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ. Αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τους παραγωγούς, και εξ’ ανάγκης οδηγήθηκε στην ίδρυση δική του εταιρείας παραγωγής.
Η ταινία Best of Times (Φεστιβάλ Βενετίας 2002) είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του. Αφηγείται την ιστορία δύο νεαρών φίλων που ζουν στα προάστια της Taipei. Το περιβάλλον στο οποίο ζουν βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνίας και οι δύο ήρωες γρήγορα θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον σκοτεινό κόσμο της νύχτας.
Αναγνωρίζει τις επιρροές που έχει δεχτεί από το έργο του Hou Hsiao- Hsien. Ενώ δεν παραλείπει να επισημάνει και άλλους σημαντικούς σκηνοθέτες: «Ο Kurosawa είναι σίγουρα ένα σημείο αναφοράς. Ενώ πολύ πριν σπουδάσω είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τις ταινίες του Michelangelo Antonioni, οι οποίες με άφησαν κυριολεκτικά άφωνο».


Η φαντασία και η πραγματικότητα
Ο Chang Tso- chi, σκηνοθέτης της ταινίας Οι καλύτεροι καιροί/ Best of times, σχολιάζει

Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Κατά ένα μέρος η ταινία ήταν μία αντίδραση απέναντι στην προηγούμενη μου Darkness and Light που ασχολιόταν με τον θάνατο και την σωματική αναπηρία, το να ‘σαι τυφλός. Ήθελα να επιχειρήσω να ασχοληθώ με το θέμα της αρρώστιας και του θανάτου μ’ ένα διαφορετικό τρόπο - θα μπορούσα να πω, να τα ξεδιπλώσω με μία διαφορετική σειρά. Επίσης ήταν μία αντίδραση απέναντι σ’ ένα γεγονός: να βλέπω ένα παλιό μου φίλο να μάχεται τον καρκίνο. Μ’ έβαλε σε σκέψεις για το τι κόπος χρειάζεται να καταβάλλει για να επιζήσεις. Η αρχική ιδέα ήταν ο Wei (σ.τ.μ. ο ένας από τους δύο ήρωες) να καταβάλλεται από την λευχαιμία, όπως η δίδυμη αδελφή του, όμως βρήκα ότι είχε πιο πολύ ενδιαφέρον να έχει τα συμπτώματα, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει την ασθένεια.

ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ
(…) Πάντα ήθελα να δουλέψω με μη –επαγγελματίες ηθοποιούς, και έτσι οι περισσότεροι στην ταινία ποτέ πριν δεν έχουν παίξει.
(…) Δεν το αντιλήφθηκα παρά αφού είχα μοντάρει την ταινία: αυτά τα δύο παιδιά είναι δύο πλευρές του εαυτού μου. Μαζί, σχηματίζουν μία αυτοπροσωπογραφία.
Βρίσκω τους περισσότερους ηθοποιούς που θα χρησιμοποιήσω πριν γράψω το σενάριο και έτσι τους έχω στο μυαλό μου ενώ γράφω. Οι περισσότεροι είναι άνθρωποι που συνάντησα στην καθημερινότητα.

ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ
Μόνο το ήμισυ από αυτό που έχει γραφτεί στο σενάριο υλοποιείται στην ολοκληρωμένη ταινία. Πάντα γράφω για πράγματα που τελικά αποδεικνύεται αδύνατο να κινηματογραφηθούν, για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Από την άλλη πλευρά αυτό που συμβαίνει στα γυρίσματα, ορισμένες φορές ξεπερνά, οτιδήποτε έχω οραματιστεί στο σενάριο. Για παράδειγμα, η υποθαλάσσια σκηνή με το Kung-Fu, στο τέλος της ταινίας, δεν είχε προσχεδιαστεί. Πρέπει όμως να πω ότι η ταινία που κάναμε βρίσκεται αρκετά κοντά σ’ αυτό που σχεδιάστηκε. Δεν νομίζω ότι υπήρξαν μεγάλες εκπλήξεις.

Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
Δουλεύουμε μαζί για πάνω από 10 χρόνια και δεν χρειάζεται να τον καθοδηγήσω πολύ. Η ομάδα που ασχολείται με την κάμερα ξέρει κυρίως τι χρειάζομαι και τι μ’ αρέσει. Έτσι υπάρχει ένας συνδυασμός ελευθερίας και συμβατικότητας που βασίζεται στην προηγούμενη εμπειρία. Αν δεν μ’ αρέσει κάτι απ’ αυτά που κάνουν, τους δίνω επακριβές οδηγίες για να τους βοηθήσω να τα καταφέρουν. Συνήθως η κινηματογράφηση κυλά ήρεμα και μπορώ να τους εμπιστευτώ ότι κάνουν το σωστό. Αν κάτι πάει στραβά, μπορούμε να το συζητήσουμε πίνοντας ένα ποτό και την επόμενη φορά να το κάνουμε σωστά.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Δούλεψα λίγο με τον Hugo P. Και μπορώ πάντα να βασίζομαι σ’ αυτόν, ότι θα μου προτείνει κάτι ενδιαφέρον. Είναι πολύ έμπειρος στην ηλεκτρονική μουσική και του είπα ότι δεν θα ήθελα τίποτε ηλεκτρονικό σ’ αυτή την ταινία. Ήθελα κάτι που να ακούγεται χειροποίητο, μουσική που έχει γίνει με το σώμα –για παράδειγμα χτυπώντας τις χορδές της κιθάρας. Σ’ αυτή την περίπτωση κάναμε κάτι που πριν είχα δοκιμάσει στην τελευταία μου τηλεοπτική δουλειά. Ζήτησα από τον Hugo P. να γράψει την μουσική πριν αρχίσουμε να γυρίζουμε την ταινία και την παίζαμε κάθε μέρα πριν το γύρισμα: αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ενώ κάναμε την ταινία, η μουσική να διαποτίσει το ασυνείδητο μας.

ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Δεν ξέρω πώς να διακρίνω την φαντασία από την πραγματικότητα. Δεν μπορώ να τις προσδιορίσω διαφορετικά. Στις δύο τελευταίες μου ταινίες δεν προσπαθώ να διερευνήσω που τελειώνει η μία και που αρχίζει η άλλη. Έτσι και αλλιώς η ταινία είναι μη-πραγματική. Θεωρώ ότι η δουλειά ενός σκηνοθέτη είναι να μετατραπεί την φαντασία σε πραγματικότητα, να αποδίδει το μη πραγματικό ως αληθινό. Χωρίς αμφιβολία στην επόμενη μου ταινία θα ακολουθήσω μία διαφορετική κατεύθυνση (ως προς τις δύο τελευταίες)- όμως ακόμα δεν ξέρω εγώ ο ίδιος ποία θα είναι αυτή η κατεύθυνση.

(αποσπάσματα από συνέντευξη του Chang Tso-Chi στον Tony Rayns. Απόδοση Δημήτρης Μπάμπας)