(Μια θέση στο τρίκογχο/ Η ζωή θέλει θάρρος)
του Ermek Shinarbarv

Συγκροτημένη από 22 μικρά επεισόδια η αφήγηση σχεδιάζει το πορτρέτο μιας ανέμελης ζωής.
Καλοκαίρι στην Άλμα-Άτα. Δύο φίλοι μοιράζονται ένα τσιγάρο χασίς. Ύστερα από λίγο ο ένας, μαστουρωμένος, αρχίζει να απαγγέλλει στίχους από ένα ποίημα που έχει γράψει. Αργότερα είναι γυμνοί μαζί με την φίλη του όταν εισβάλλει η μητέρα της εξαγριωμένη. Η φωνή της Μαρίας Κάλας ακούγεται από ένα μαγνητόφωνο, ενώ κάποιος παίζει κιθάρα. Μια μεγάλη παρέα φοιτητών συγκρίνουν για την Νέα Υόρκη και την Άλμα-Άτα. Δύο φίλοι συζητούν για του Γιαπωνέζο συγγραφέα Mishima. Αργότερα τσακώνονται με δύο μεθυσμένος για ασήμαντη αφορμή. Ένας από τους ήρωες συζητά με την φίλη του για την σχέση τους και αργότερα αρνείται να κάνει έρωτα μαζί της. Στo μπαλκόνι ένας φοιτητής απαγγέλλει ποίηση, ενώ η φωνή της Μαρίας Κάλας πλημμυρίζει τον χώρο. Συζητήσεις για τον στρατό, για την ευτυχία, για τον θεό. Κάποιος μόνος του στο δωμάτιο ενώ έξω βρέχει.
Μικρά πορτρέτα, πρόχειρα σκίτσα, επεισόδια μιας ανέμελης ζωής: η σκηνοθεσία ακολουθεί την παρέα των φοιτητών καθώς περνούν ένα καλοκαίρι στην πόλη. Τσιγάρα, ποτό, χασίς, συζητήσεις χωρίς νόημα και ουσία: η ζωή των ηρώων κινείται σε τόπους και χώρους τυπικούς της νεότητας. Οι σχέση τους με τους μεγαλύτερους τους, η ποίηση και η λογοτεχνία, η μουσική, ο έρωτας και το σεξ, καυγάδες και συμπλοκές, ξενύχτια και άσκοπες περιπλανήσεις στην πόλη: πίσω απ’ όλα αυτά τα επεισόδια, από την χαοτική και χωρίς σαφής κατεύθυνση αφηγηματική δομή υπάρχει η σκηνοθετική αντίληψη ότι “η ζωή είναι ένα υπέροχο και παράξενο πράγμα που μας δίνεται ως ένα πολύτιμο πετράδι”. Ακριβώς αυτές τις μικρές χαρές (και τις πίκρες) της ζωής συλλαμβάνει η ταινία: το γιατί (και όχι το πώς) της ζωής.
Βραβευμένη με την Χρυσή Λεοπάρδαλη και το βραβείο της FIPRESCI στο Φεστιβάλ Λοκάρνο (1993).
Δ.Μ.