του Δομίνικου Ιγνατιάδη
(η κριτική του Δημήτρη Μπάμπα)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_prison-blues.jpg

Σκηνές από μια βράβευση σ’ ένα φεστιβάλ. Ο σκηνοθέτης που παραλαμβάνει το βραβείο το ευχαριστώντας τους συνεργάτες του. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ως μέλος μιας μεγάλης παρέας που ξεκινά μια μικρή περιπλάνηση...
Το 2016 ο  Δομίνικος Ιγνατιάδης σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ Village Potemkin, για το οποίο βραβεύτηκε με το βραβείο της ΠΕΚK, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Σ’ αυτό αφηγείται “την ιστορία έξι ανθρώπων -συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου- για την απεξάρτησή τους από την ηρωίνη”. Αποφασισμένος να προβάλλει την ταινία σ’ όλους όσοι έχουν μια ανάλογη εμπειρία, προγραμμάτισε την προβολή της σε φυλακές και ψυχιατρεία. Το ντοκιμαντέρ Prison Blues είναι μια καταγραφή αυτή της επιχείρησης. Κεντρικά πρόσωπα σ’ αυτόν πέραν του ιδίου είναι και τα κεντρικά πρόσωπα του Village Potemkin. Και γι’ αυτό η ταινία μοιάζει ως ένα reunion της παλιάς παρέας. Ή αν θέλετε το sequel του Village Potemkin. Τα προηγούμενα ισχύουν, σε μεγάλο βαθμό, για όσους θέλουν να μείνουν στο προφανές του ντοκιμαντέρ.
Ωστόσο, η εμβέλεια του υπερβαίνει τα προηγούμενα και η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στην ατμόσφαιρα χαλαρότητας, που ο σκηνοθέτης επιβάλλει σ’ αυτό: μακρινοί απόηχοι από το σινεμά του Σταύρου Τσιώλη, τόσο στη σχεδίαση των χαρακτήρων όσο και στην αφηγηματική γραμμή αντηχούν στις εικόνες. Ό,τι παρακολουθούμε είναι μια παρέα πρώην χρηστών που με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ περιφέρονται ανά την Ελλάδα. Έγκλειστη σ’ ένα μικρό τροχόσπιτο η παρέα, οι δυο γυναίκες και οι τέσσερεις άνδρες, συζητούν για τις εμπειρίες που τους σημάδεψαν με τρόπο ελάχιστα δραματικό. Ντοκιμαντέρ δρόμου λοιπόν, η ταινία διαθέτει όλα τα σχετικά χαρακτηριστικά των ανάλογων ταινιών μυθοπλασίας. Δεν είναι ο προορισμός που έχει σημασία, είναι το ταξίδι και οι εμπειρίες του που έχουν σημασία: Ένας συνταξιούχος αστυνομικός βοτανολόγος, τα λουτρά Πόζαρ, οι εκβολές του Αξιού, αναχωρητές χαμένοι στα δάση της Αριδαίας. Και μετά επιστροφή στην Αθήνα των lockdown και στην οικογενειακή εστία. Οι σχέσεις που δοκιμάζονται και ενδυναμώνονται, οι στιγμές της χαλάρωσης και της χαράς...και οι στιγμές της μελαγχολίας. Και πέρα από τα προηγούμενα, οι προσωπικές εμμονές που ρίχνουν τη σκιά τους: ο σκηνοθέτης να περιφέρεται ως άλλος Johnny Cash ενώ το εμβληματικό του τραγούδι Folsom Prison Blues και ο μύθος που το περιβάλλει να συνιστούν ένα κρυφό ιστό που διατρέχει τις εικόνες της ταινίας.