του Σταύρου Τσιώλη
(η κριτική του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_mia-toso-makrini-apoysia.jpg

Ο Σταύρος Τσιώλης, επιστρέφοντας στον κινηματογράφο, μετά από μακροχρόνια αποχή, μας πείθει ότι τα χρόνια αυτά δεν ήταν διάστημα απουσίας αλλά ωρίμανσης και πορείας εσωτερικής προς τα αόρατα κέντρα της ηθικής και ψυχικής μας ύπαρξης. Γι’ αυτό και η ταινία του “εκδύεται” θαρρείς από τα εξωτερικά στοιχεία, από την δραματουργική “περιπέτεια” για να γίνει περιπέτεια υπαρξιακή και συναισθηματική.
Η Αγγελική ζει σε προϊούσα διάσταση με τον σύγχρονο κόσμο. Ζει μέσα στην πόλη κι αυτό είναι το πρώτο θέμα της ταινία. Ο άνθρωπος και η πόλη, η μεγαλούπολη, τεράστια, επιβλητική, ακόμη και όμορφη αλλά που δεν τη συναντάς που δεν σου ανήκει και δεν της ανήκεις. Οι άνθρωποι της απομακρύνονται ή επιτίθενται, δεν βρίσκονται ποτέ στη φυσική απόσταση της επικοινωνίας. Η Αγγελική είναι μόνη και κινείται συνεχώς μέσα στην πόλη, σε μόνιμα έκκεντρες διαδρομές. Σαν τους ήρωες του Βέντερς, που βλέπει (πάντα μόνη) στη οθόνη, να μην ανήκουν πουθενά, να ξεκινούν συνεχώς, σε μια αέναη αναζήτηση κι όμως αναζητούν, τόσο λιγότερο να βρίσκουν τον κόσμο, τα πράγματα, τους άλλους, τόσο να διαλύονται και να χάνονται οι ίδιοι.
Η Αγγελική “φτιάχνει τον κόσμο με το νου της”, όπως της λέει, όπως την κατηγορεί, η μάνα της. Τον φτιάχνει σίγουρα έστω κι αν εμείς δεν τον βλέπουμε ποτέ, εκτός από κάποιες φευγαλέες εικόνες ενός κοριτσιού, εκτός από κάποιες φευγαλέες μουσικές. Ή μάλλον τον βλέπουμε στα πρόσωπα της, αφού η εικόνα σου δεν μπορεί να’ ναι παρά η αντανάκλαση του εσωτερικού σου οράματος. Πρόσωπα πανέμορφα, με δύο τεράστια μάτια, γεμάτα φωτιά, μάτια παράθυρα και τοπίο, που επίμονα, ξανά και ξανά, σε μουσική ρεφραίν, φωτίζει η κάμερα του Τσιώλη και του Γιώργου Αρβανίτη.
Όμως η Αγγελική διαφέρει από τους “πλανήτες” ήρωες του Βέντερς. Αν πιέζεται αφόρητα από την αδηφάγα πόλη, δεν κατατρώγεται απ’ αυτή. Στα σημεία κρούσης εκεί που συναντάει τους εκπροσώπους της κοινωνίας τους προσαρμοσμένους, τους ρεαλιστές, τους σκληρούς και άρπαγες, θαρρείς πετρώνει από την εντατική εσωτερική απώθηση, γίνεται αδιαπέραστη και δυνατή στην αδυναμία της. Κι όταν συναντάει τους άλλοτε αγαπημένους και τώρα πια “νεκρούς”, η απελπισία δεν τη λυγίζει και ξέρει ακόμη να ανταλλάσει δύο “ λουλούδια” αθωότητας μ’ ένα σχεδόν αλλοπαρμένο παλικάρι, ή να πιάνει από το χέρι έναν παραλοϊσμένο μουσικό, τραυματισμένο από τη δυσαρμονία, τρελό για τους πολλούς.
Πίσω από την απρόσωπη πόλη, με τις φάλαγγες των αυτοκινήτων και τις αμετακίνητες διαδρομές των τραίνων, κρύβεται και εμπεδώνεται το σύστημα, η λογική, η τάξη, η οικονομία. Η πολυπρόσωπη παραδοσιακή οικογένεια, τέρας πολυπλόκαμο και κουβάρι μπερδεμένο, που ορίζει τους προορισμούς, την κοινωνική μοίρα του κάθε μέλους. Στο βάθος κάποιες θείες, αθέατες, πλούσιες και ρυθμιστικές, σαν νόμος κοινωνικός. Προσφέρουν βοήθεια και οικονομική κάλυψη όσο είναι “λογικό”. Πιο πέρα, όλοι είναι άτεγκτοι. Τίποτε να μην περισσεύει κι η Αλεξάνδρα, η κατατονική αδελφή, θύμα της οικογένειας, θα σταλεί στο δημόσιο ψυχιατρείο, στον τάφο των ζωντανών.
Στο βάθος, στην προϊστορία της ταινίας, διαισθανόμαστε διακριτικά, ένα ψυχαναλυτικό υπόβαθρο. Το οιδιπόδειο, τον έρωτα των δύο κοριτσιών για τον ρομαντικό ήρωα, τον χαμένο, ιδανικό πατέρα τους. Ιδανικό και απόντα. Πρώτα στην εξουσία, με το φωτοστέφανο του ιδεολογικού ήρωα, ύστερα παρόντα και “φευγάτο”μέσα στα ανεδαφικά όνειρα του για τα παιδιά του, μέσα και στην προσωπική του αναζήτηση. Και τέλος οριστικά εξιδανικευμένο, για χαμένο, πέρα από τη φθορά της ζωής.
Ο αδελφός είναι το αρνητικό του πατέρα. Ο ρεαλιστής και πρακτικός, ο αναίσθητος φαλλοκράτης και δήμιος, ο στερημένος από ψυχική προέκταση. Κι η μάνα (που λογικά θα είναι μια τυραννισμένη γυναίκα, με όλα τα πρακτικά και ηθικά βάρη έξι παιδιών) έχει τώρα την όψη της εχθράς, εκείνης που συναινεί στην πρακτική λύση της αποκοπής του άρρωστου μέλους.
Άραγε είναι περισσότερο ηθικό το θέμα ή συναισθηματικό μίας βαθειάς παρόρμησης; Και τα δύο. Η Αγγελική διεκδικεί για την αδελφή της, τα ελάχιστα δικαιώματα του ανθρώπου. Να ζήσει ήσυχα και ελεύθερα, μ’ αυτόν που αγαπάει, σε κάποια αρμονία με τον κόσμο. Αλλά που; Πως; Ποιος το επιτρέπει; Και ποια αρμονία, ποια αθωότητα των αισθημάτων είναι πια δυνατή; Εκείνη που υποβάλλει η μουσική, η φωνή της Κάλλας, το φλάουτο, το κοριτσάκι με το πιάνο και η τέχνη, το σινεμά, το θέατρο, η ζωγραφική. Αδύνατα κεράκια στο σκοτάδι της βαρβαρότητας και της επικοινωνίας.
Η Αγγελική εξεγείρεται και πράττει, δρα αποτελεσματικά για τη Αλεξάνδρα. Αλλά και για τον εαυτό της. Τα γεγονότα απλώς φροντίζουν το κρίσιμο σημείο της δική της αιμορραγούσας ψυχής, της δικής της απομόνωσης και του φόβου. Η κατατονική απειλούμενη Αλεξάνδρα δεν θα αρνηθεί ποτέ την προσφορά, την αγάπη, όσο μεγάλη και αποκλειστική κι αν γίνει δεν θα την αποκρούσει, δεν θα την κατηγορήσει, δεν θα απειλήσει την ελευθερία της. Μαζί με την Αλεξάνδρα, εναντίων όλων, ενωμένες,απελπισμένες, έγκλειστες και ελεύθερες.
Η ανάλυση αυτή δείχνει τους έμμεσους, διακριτικούς αλλά και ανένδοτους τρόπους του Τσιώλη. Θα έλεγα ότι καλύπτει και κάποια προβλήματα του σεναρίου, που αλλού είναι πιο ελλειπτικό από το αναγκαίο κι αλλού περιέχει σκηνές και αρθρώσεις που δεν υπηρετούν άμεσα το στόχο. Όμως η έκφραση είναι μεστά κινηματογραφική. Οι εικόνες με την αριστουργηματική φωτογραφία του Γ. Αρβανίτη, λειτουργούν σχεδόν πάντα σε συνδυασμό με το ρευστό μοντάζ και τον έξοχα συνθεμένο ήχο (του Θανάση Αρβανίτη) μαζί με τις μουσικές και τη σύνθεση του Σταύρου Σπανουδάκη, προς μια ενορχήστρωση υψηλής αρμονίας. Η ταινία λειτουργεί με τη βαθμιαία υποβολή μιας βασικής “νότας”, μιας βουβής απελπισίας, μαζί με τρυφερότητα χριστιανική, αγάπη τραυματισμένη αλλά και απόφαση ανυποχώρητη πια. Το χτύπημα των καρφιών στην πόρτα, έχει τον επίσημο, ανατριχιαστικό, οριστικό ήχο του καρφώματος ενός φερέτρου...

Γιάννης Μπακογιαννόπουλος
(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή φ. 22/11/1985)