του Νίκου Νικολαΐδη  
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_glykia-symmoria.jpg

Ο Αργύρης, ο πρόσφατα αποφυλακισμένος φίλος του Ανδρέας, η Μαρίνα και η Σοφία, αποτελούν μια παρέα που ζει σε μια μονοκατοικία. Έχουν φτάσει σ’ ένα συναισθηματικό αδιέξοδο κι αναζητούν κάτι πάνω στο οποίο θα ακουμπήσουν, κάτι για το οποίο θα άξιζε ακόμα και να πεθάνουν.
Ο Αργύρης, ο πρόσφατα αποφυλακισμένος φίλος του Ανδρέας, η Μαρίνα και η Σοφία, αποτελούν μια παρέα που ζει σε μια μονοκατοικία. Έχουν φτάσει σ’ ένα συναισθηματικό αδιέξοδο κι αναζητούν κάτι πάνω στο οποίο θα ακουμπήσουν, κάτι για το οποίο θα άξιζε ακόμα και να πεθάνουν.
Σέρνοντας πίσω τους ένα πολυτάραχο παρελθόν, επιδίδονται σε παντοειδείς απρέπειες: τρώνε σε πολυτελή εστιατόρια χωρίς να πληρώνουν, κλέβουν τρόφιμα από σούπερ μάρκετ, ρούχα από καταστήματα, λίρες από χρηματοκιβώτια, λεφτά από φίλους, παίζουν σε ταινίες αισθησιακού περιεχομένου (ο Ανδρέας και ο Αργύρης) ή χρηματοδοτούν μια παράνομη αντιεξουσιαστική οργάνωση (η Σοφία).
Η αντισυμβατική συμπεριφορά τους τραβάει την προσοχή των Αρχών, οι οποίες τους θέτουν υπό διακριτική παρακολούθηση. Μια ομάδα αστυνομικών περιτριγυρίζει το σπίτι τους, υπό την ηγεσία ενός ξανθού άνδρα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επέμβει. Η επέμβαση -και το χωρίς κάθαρση τέλος- θα επέλθει μετά τη δολοφονία του ξανθού αστυνομικού, από τη Σοφία, η οποία έτσι εκδικείται την κακοποίηση της Ρόζας, της πρωταγωνίστριας ενός πορνό, η οποία είχε συνδεθεί με την παρέα και τους είχε πείσει να ληστέψουν έναν πλούσιο πελάτη της.
Ο κυνισμός, ο σαρκασμός, αλλά και κάποιος απελπισμένος ρομαντισμός, κινούν τον ψυχισμό των ηρώων, έξω και πέρα από τα καθιερωμένα της ζωής -εκεί όπου παραμονεύει ο θάνατος.
Η ταινία στο 24ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1983, κέρδισε τα εξής βραβεία: Φωτογραφίας (Άρης Σταύρου), Σκηνογραφίας (Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου), Ήχου (Μαρίνος Αθανασόπουλος), Μοντάζ (Ανδρέας Ανδρεαδάκης) και το Βραβείο Ειδικής Μνείας Καλύτερου Ηθοποιού (Τάκης Σπυριδάκης).
Επίσης, η «Γλυκιά Συμμορία» κέρδισε το Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού και το Βραβείο Καλύτερης Ελληνικής Ταινίας της Ένωσης Κριτικών Αθηνών.
Τον Οκτώβριο του 1983, στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η ταινία απέσπασε από τον Σύλλογο Κριτικών Κινηματογράφου το βραβείο Καλύτερης Ταινίας, παραγωγής, καλλιτεχνικού διευθυντή και σκηνογράφου, η ενδυματολόγος Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ενδυματολόγου, ο Ανδρέας Ανδρεαδάκης κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Μοντέρ, ο Μαρίνος Αθανασόπουλος κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Ηχολήπτη, ο Άρης Σταύρου κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Κινηματογραφιστή και ο Τάκης Σπυριδάκης κέρδισε το βραβείο Ειδικής Μνείας Καλύτερου Ηθοποιού.
Το 2006, η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου επέλεξε την ταινία ως την έβδομη σπουδαιότερη στην ελληνική κινηματογραφική ιστορία.

Το σημείωμα του σκηνοθέτη
Το ημερολόγιο της ζωής και του θανάτου μια ομάδας «ανήθικων» νέων, που έχουν φτάσει στο σημείο της «μη επιστροφής» και αναζητούν κάτι να πιστέψουν και να πεθάνουν γι’ αυτό. Η συμπεριφορά τους τραβάει την προσοχή του Κράτους. Αρχίζει η διακριτική παρακολούθησή τους. Μια ομάδα μυστικών περικυκλώνει το σπίτι τους με επικεφαλής έναν άγνωστο ξανθό άνδρα… και περιμένει.
Είναι η ιστορία τεσσάρων φίλων που θα μπορούσαν να είναι γείτονές σας, που επέλεξαν συνειδητά να πεθάνουν πίσω από τις κλεμμένες καραμπίνες τους, φτύνοντας ένα σαρκαστικό χαμόγελο πάνω στο πρόσωπό σας.
Η ταινία είναι μια μελέτη πάνω στο νέο πρόσωπο του παγκόσμιου φασισμού. Είναι μια ιστορία χαράς και τρυφερής αγάπης. Μια μουσική θανάτου, μια αποθέωση χρωμάτων, γλυκιάς βίας και ονείρου.

Ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος γράφει για την ταινία: "Ο Νικολαΐδης έδειξε για μία φορά ακόμη την υψηλή του κλάση. Ενοχλεί όμως με την γνήσια και εκ βαθέων αντικοινωνική του πρόκληση, γεγονός που του στοίχισε το βραβείο σκηνοθεσίας.
Η «Γλυκιά Συμμορία» είναι μια σαγηνευτική δημιουργία, που βυθίζεται μέσα σ’ ένα κλίμα μυθικό, παίζοντας τρελά με φαντάσματα και οράματα, με την νοσταλγία και τον έρωτα, τη δράση και την απειλή, τη ζωή και τον θάνατο. Μια σύνθεση θρίλερ, ερωτισμού και χιούμορ….
(…) Η ταινία ανήκει στο χώρο του μύθου (μύθου της ζωής – μύθου του σινεμά) και στην αθεράπευτη νοσταλγία του χθες. Από κει μας «πιάνει» ο Νικολαΐδης.
(…) Οι ήρωές του είναι πρόσωπα μυθικά εξ υπαρχής, έρχονται από το παρελθόν για να πάρουν κάποιο μέγεθος υποδειγμάτων.
Η επιμονή του Ν. στις φιγούρες του θανάτου όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, διευκολύνει την «εξουδετέρωση» του με την υπερβολή.
Και πραγματικά η ταινία υπακούει σε μια υπερπλασία , μια περισσότητα των σημείων. Ο Ν. κατορθώνει να μας βυθίζει σε μια κατάσταση ύπνωσης, σε μια ακαταμάχητη ροηκότητα. Είναι ένας κιν/φος που τρέφει τη φιληδονία μας, αιματώνει τις μορφές του πόθου μας, μας μαστιγώνει στο αέναο κυνηγητό του φανταστικού. Απαντάει άλλωστε σε ένα ενδοκινηματογραφικό πόθο, ανασταίνοντας τη νοσταλγία, η τη νοσταλγία της νοσταλγίας."

(δ.τ).