του Τζώρτζη Γρηγοράκη
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_digger.jpg

Τα ματόκλαδά σου λάμπουν βρε σαν τα λούλουδα του κάμπου. Σαν τα λούλουδα του κάμπου βρε τα ματόκλαδά σου λάμπουν.

Η ταινία Digger ξεκινάει με μία “φυσική καταστροφή”. Κι έναν άντρα που παλεύει να τη σταματήσει. Μια κατολίσθηση, συνέπεια της ξαφνικής καταιγίδας και των απαλλοτριώσεων στην περιοχή, θα κατακλύσει με τόνους λάσπης το φτωχικό σπιτικό του, μια ξύλινη καλύβα στην πλαγιά του ορεινού πυκνού δάσους. Ο αγώνας φαίνεται άνισος, αλλά ο άντρας για άλλη μια φορά θα τα καταφέρει. Μοναχικός καβαλάρης, ερημίτης αλλά και ετοιμοπόλεμος, ο Νικήτας θα επιστρέψει γρήγορα στην ταπεινή του καθημερινότητα, περιτριγυρισμένος από τα λίγα ζωντανά του, την καραμπίνα του κι ένα τρανζιστοράκι κολλημένο στο γνωστό τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη. Όχι όμως για πολύ. Η επιστροφή του γιου του Τζόνι, μετά από είκοσι χρόνια απουσίας, θα ανασύρει θαμμένες αναμνήσεις, ενώ οι περιουσιακές διεκδικήσεις του νεαρού θα ανοίξουν παλιές πληγές και καινούργια μέτωπα σ’ ένα βαλτώδες από τις βροχές τοπίο που μυρίζει ήδη εμφύλιο. Ο εχθρός δεν είναι τώρα μόνο το “Τέρας”, η εταιρεία εξόρυξης που απειλεί με τις δαγκάνες των εκσκαφέων της το κτήμα του ερημίτη αγρότη και το οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής, αλλά και ο νεαρός απρόσκλητος επισκέπτης, ένας ανεπιθύμητος μηχανόβιος εισβολέας, που τον θέτει αντιμέτωπο με το ρόλο του ως πατέρα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Τζώρτζη Γρηγοράκη, ένα ιδιότυπο σύγχρονο γουέστερν με πολιτικές και υπαρξιακές προεκτάσεις, τοποθετημένο στην Ελλάδα της κρίσης σε μια αγροτική περιοχή που δεν κατονομάζεται, αλλά είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Έχοντας στον πυρήνα της μια αρχετυπική ιστορία επαναπροσέγγισης πατέρα-γιου, με όλες τις δυσκολίες και τις ανατροπές της, η ταινία στήνει τους δυο ήρωες σε μετωπική θέση μάχης, ενώ παράλληλα υποθάλπει και την  αιώνια αντιπαράθεση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, του οποίου η τύχη διχάζει όχι μόνο πατέρα- γιο αλλά και όλη την δοκιμαζόμενη από την κρίση κοινότητα. Ό,τι παρακολουθεί εδώ ο θεατής δεν είναι παρά ο  σκληρός και ανελέητος αγώνας επιβίωσης δύο ανδρών σε αδιέξοδο, -εξαιρετικές οι ερμηνείες του Βαγγέλη Μουρίκη και του Αργύρη Πανταζάρα- που ασφυκτιούν και εκτινάσσονται (χαρακτηριστική είναι η σκηνή του ζεϊμπέκικου του Νικήτα ή αυτή των ακροβατικών του Τζόνι πάνω στην enduro μηχανή του), δύο ανθρώπων που διακατέχονται από το ίδιο πείσμα και εγωισμό, αλλά  και από ανάμεικτα συναισθήματα αγάπης- μίσους. Η σχέση τους ακολουθεί μια διαδρομή δύσκολη, που  θα περιέλθει από διάφορες διακυμάνσεις μέχρι να καταλήξει στη  λυτρωτική σκηνή της τελικής συμφιλίωσης.
Θέτοντας εξαρχής το δάσος σε πρώτο πλάνο το Digger χρωστά σε μεγάλο βαθμό τη μαγεία του στον τεχνικά άρτιο τρόπο κινηματογράφησης του περιβάλλοντος χώρου, καθιστώντας τον έτσι  χαρακτήρα από μόνο του. Ο φωτισμός των εξωτερικών αλλά και εσωτερικών χώρων μέσα  στους οποίους κινούνται οι ήρωες, η άρτιας αισθητικής απεικόνιση τοπίων που επανέρχονται σε  διαλεκτική αντιπαράθεση,- η υγρή δασώδης βλάστηση με το ξηρό άτονο των ορυγμάτων-, η εστίαση στα έμψυχα ή άψυχα που περιβάλλουν τους ήρωες, υποβάλλουν ένα συγκεκριμένο  συναισθηματικό τοπίο και συμπληρώνουν τη χαμηλόφωνη αφήγηση. Η ταινία που με φόντο την σύγχρονη αγροτική Ελλάδα ανασκάπτει όχι μόνο σε εδάφη που απειλούνται από πολυεθνικές και την οικονομική κρίση αλλά και στα ανθρώπινα βάθη πολύπαθων ανθρώπινων σχέσεων, βραβεύτηκε με το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κινηματογράφων Τέχνης στην 70η Berlinale (2020).   

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]