της Πέννυς Παναγιωτοπούλου
septembe.jpg

Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Πέννυς Παναγιωτοπούλου παρακολουθεί τη ζωή μιας νεαρής γυναίκας που ζει μόνη της με το σκύλο της σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα. Η Άννα -πάνω στην οποία βασίζεται η ταινία- έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση συντροφικότητας με το ζωντανό, που αποτελεί και το μοναδικό αποδέκτη της βαθύτερης ανάγκης της για επικοινωνία. Παράλληλα αρχίζει να παρατηρεί τους γείτονες, μια ευτυχισμένη τετραμελή οικογένεια, στον κήπο των οποίων καταφεύγει συχνά ο Μανού για να παίξει. Ο ξαφνικός θάνατος του σκύλου θα ανατρέψει τις εύθραυστες ισορροπίες στην ήρεμη ζωή της , ενώ η ταφή του στον κήπο των γειτόνων θα αποτελέσει την αφορμή για τις συχνές επισκέψεις της στον προσωπικό τους χώρο. Οι σχέσεις που διαμορφώνονται από δω και πέρα ανάμεσα στην Άννα και την ευτυχισμένη οικογένεια, σχέσεις αποδοχής αλλά και σκληρής απόρριψης της ιδιόρρυθμης γειτόνισσας, θα αποτελέσουν και την αφορμή για μια δύσκολη διαδρομή αυτογνωσίας και συναισθηματικής ωρίμανσης της ηρωίδας. Παράλληλα θα αναδείξουν την προβληματικότητα αλλά και τις ελλείψεις της απέναντι κανονικής πλευράς.                                                                  
Η ταινία σε πρώτο επίπεδο καταγράφει με απλό και σιωπηλό τρόπο μια πραγματικότητα πολύ οικεία, αυτήν της ανθρώπινης μοναξιάς και αποξένωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η ηρωίδα διεισδύει στο γειτονικό σπίτι για να αναπληρώσει αρχικά ένα κενό κερδίζοντας τη συμπάθεια όχι μόνο της συζύγου αλλά και του θεατή. Αυτό όμως που αρχικά εμφανίζεται σαν αθώα είσοδος στο γεμάτο ζωή «σπίτι των ονείρων της» μεταμορφώνεται σε εισβολή , το ίδιο σχεδόν τρομακτική με αυτές των ταινιών του Χάνεκε. Η απελπισμένη οικειοποίηση του χώρου των άλλων και η εμμονική διεκδίκηση της προσωπικής ευτυχίας την καθιστά πρόσωπο δυσανάγνωστο, σχεδόν απειλητικό.                  
 Η Παναγιωτοπούλου, δέκα χρόνια μετά την πρώτη της ταινία «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου», επιστρέφει με μια ταινία πιο στοχαστική, για να μιλήσει κυρίως μέσα από τα βλέμματα και τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα για τους απωθημένους φόβους, τα όρια και τη συμβατικότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Για τη διαχείριση της ανθρώπινης μοναξιάς και την επιθυμία του να ανήκεις κάπου, όντας διαφορετικός. Η ταινία, αν και μελαγχολική, αφήνει ωστόσο ένα παράθυρο αισιοδοξίας με την τελευταία της σκηνή. Η κεντρική ηρωίδα , ερμηνευμένη εξαιρετικά από την Κόρα Καρβούνη, έχοντας διανύσει μια πορεία δοκιμασίας βρίσκει τελικά το θάρρος να αντιμετωπίσει τους προσωπικούς της δαίμονες. Για να επιβραβευτεί με το ξεκίνημα μιας καινούριας ζωής.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]

*(η κριτική για την ταινία γράφτηκε στα πλαίσια της προβολής της στο 48ο Φεστιβάλ του Karlovy Vary)