του Βασίλη Λουλέ
filia.jpg

Η Ρόζα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ κι ο Μάριος, πέντε μικρά Εβραιόπουλα στην Ελλάδα της Γερμανικής Κατοχής, σώζονται από βέβαιο θάνατο χάρις στην προστασία που τους προσφέρουν χριστιανικές οικογένειες. Τα παιδιά αυτά θα παραμείνουν κρυμμένα για πολύ καιρό, με ψεύτικα ονόματα, συχνά χωρισμένα από τους γονείς τους. Μέρες απόλυτης σιωπής, μέρες απότομης ενηλικίωσης. Εμπειρίες που σημάδεψαν τη ζωή τους. Πέντε «κρυμμένα παιδιά» της εποχής εκείνης αφηγούνται τις ιστορίες τους, ξαναφέρνοντας στο φως μνήμες και θραύσματα από την παιδική τους ηλικία. Ιστορίες τρόμου και διωγμού, αγωνίας και έκπληξης, αλλά την ίδια στιγμή και ιστορίες σωτηρίας και παιδικής ανεμελιάς.
Ο Βασίλης Λουλές σε συνέντευξη τύπου κατά τη διάρκεια του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσ/νίκης (2011), δηλώνει για τα κεντρικά πρόσωπα της ταινίας: «Ήταν εύκολο να μου ανοιχτούν. Αυτό που προσπάθησα και κατάφερα ήταν να τους φέρω πίσω σε εκείνη την εποχή, να γίνουν τα παιδιά του τότε, μέσα σε σώματα ενηλίκων. Αυτός είναι και ο μεγάλος πλούτος της ταινίας, το γεγονός ότι μιλούν με τόση άνεση». Και συνεχίζει: «Ειδικά τα παιδιά, ζούσαν μια σύνθετη κατάσταση. Η ζωή τους ήταν ένα εκκρεμές ανάμεσα στην ανάγκη να παίξουν και να τρέξουν και στην ανάγκη να κρυφτούν. Αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν απότομα. (...) Οι μαρτυρίες ήταν πολύ συγκινητικές. Μέχρι κι εγώ έκλαιγα κατά τη διάρκεια της ταινίας και προσπαθούσα να κρυφτώ για να μην μεταφέρω τη συγκίνησή μου στον συνομιλητή μου. Οι ίδιοι μπορούν να αντέξουν πολλά, έχουν περάσει μεγαλύτερες δυσκολίες. Μέσα από αυτό το ντοκιμαντέρ, βέβαια, ξαναγύρισαν στις ενοχές του τότε. Οι ενοχές που απέφυγαν ξεκινώντας μια νέα ζωή, επανήλθαν σαν βασανιστικά ερωτήματα».

(πηγή δελτία τύπου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσ/νίκης)