(Το αλάνι)
της Charlotte Regan
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_scrapper.jpg

Όταν η μητέρα της 12χρονης Τζόρτζια πεθαίνει, εκείνη συνεχίζει να ζει στο σπίτι τους στο Λονδίνο μόνη της, πείθοντας τους πάντες πως τώρα ήρθε εκεί ο θείος της και κλέβει ποδήλατα για να βγάζει τα προς το ζην μαζί με τον κολλητό της φίλο, Αλί, με τον οποίο περνά και τον περισσότερο καιρό της. Η καθημερινότητά της αυτή, όμως, πρόκειται σύντομα ν’ ανατραπεί όταν εμφανίζεται ξαφνικά, για πρώτη φορά στη ζωή της, ο εξαφανισμένος πατέρας της διεκδικώντας σχεδόν επιτακτικά χώρο στο σπίτι της και στη ζωή της.
Άμεσο, φρέσκο και νεανικό, αστείο όσο χρειάζεται για να περάσει ανώδυνα το βαρύ του θέματος, στενάχωρο και συγκινητικό τόσο όσο, με οπτικά τσαλίμια-δόλωμα για το νεανικό κοινό στο οποίο βασικά απευθύνεται, Το Αλάνι, σκηνοθετικό ντεμπούτο της Σάρλοτ Ρίγκαν που ήδη κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Σάντανς 2023, μας κάνει να απορούμε ξανά για το πόσο συγκροτημένοι κι ακριβείς κινηματογραφικά αποδεικνύονται στις μέρες μας οι νιόβγαλτοι σκηνοθέτες. Με στακάτη κινηματογράφηση (η Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ υπεύθυνη για την πολύ καλή διεύθυνση φωτογραφίας), διαλόγους της «πιάτσας» κι ηθοποιούς που δείχνουν τέλειοι στους ρόλους τους και στη χημεία μεταξύ τους, μας δείχνει σχεδόν πάντα χιουμοριστικά τι συμβαίνει στη ζωή και στο μυαλό της Τζόρτζια, ενώ στο φόντο, αφήνει να φανεί ξεκάθαρα πόσο ξυστά περνάνε όλα αυτά απ’ την τραγωδία. Με τη βοήθεια δευτερευόντων ηρώων, ενήλικων κι ανήλικων, που σχολιάζουν εν είδει αρχαίου χορού αλλά πολύ μοντέρνα τα τεκταινόμενα η ταινία εκθέτει όλες τις παραμέτρους της κοινωνικής πραγματικότητας της Τζόρτζια δείχνοντας πως όχι μόνο χρειάζεται εν τέλει ένα ολόκληρο χωριό για να έχει δίχτυ ασφαλείας ένα παιδί, αλλά και τι μπορεί να συμβεί όταν κανείς κατ’ ουσία δεν ασχολείται. Όταν ας πούμε οι κοινωνικές υπηρεσίες και το σχολείο ενός παιδιού δεν δείχνουν ούτε καν να παραξενεύονται όταν τους λέει πως μένει με τον Ουίστον Τσόρτσιλ.
Απέναντι στην προοπτική της καταστροφής που επιφέρει η κοινωνική κατάσταση αυτή, αλλά και το τραύμα της μητρικής απώλειας, η ταινία αντιπαραβάλλει σαν από μηχανής Θεό τον μετανοιωμένο νεαρό πατέρα που δεν έχει ιδέα τι σημαίνει η λέξη αυτή ή πώς να συνδεθεί, αλλά η καρδιά του είναι ανοιχτή – κι έτσι η πλοκή παραμένει ανθρωποκεντρικά αισιόδοξη και τρυφερή και δεν καταλήγει σε δράμα.
Παριστάνοντας τάχα την αδιάφορη απέναντι σ’ αυτά που μας δείχνει ξεκάθαρα η ταινία αφήνει στο θεατή την ευθύνη να εμβαθύνει αν θέλει πέρα απ’ το ευχάριστο του θεάματος, με τον ίδιο τρόπο που ευθύνη έχουν κι οι κινηματογραφικοί φορείς να προωθούν το νεανικό σινεμά και να δείχνουν συχνότερα για τέτοιο κοινό ταινίες μια κι οι κινηματογραφικές αίθουσες δεν μπορούν να σωθούν από μόνες τους, όπως ούτε κι η Τζόρτζια και οι νεανικές ταινίες είναι ένας τρόπος να τις αγαπήσουν οι νέες γενιές και να γίνουν οι μελλοντικοί θεατές τους.