(Δαγκωματιά)
του Romain de Saint-Blanquat
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_la-morsure.jpeg

Στη Γαλλία του 1967 η 17χρονη Φρανσουάζ, εσωτερική σε καθολικό σχολείο καλογραιών, βλέπει στ΄ όνειρό της και το επιβεβαιώνει με το προφητικό της μενταγιόν, πως μέχρι το επόμενο πρωί θα έχει πεθάνει. Διόλου τρομαγμένη, αλλά κάπως ανάστατη, το εκμυστηρεύεται στην καλύτερή της φίλη, την κόρη του επιστάτη και πιο προσγειωμένη  Βαλερί, πείθοντάς την ταυτόχρονα να το σκάσουν απ’ το σχολείο για να πάνε σ’ ένα πάρτι μεταμφιεσμένων σε μια εγκαταλελειμμένη βίλα στο δάσος.  Σ’ αυτή τη γιορτή που απευθύνεται «σ’ αυτές που δεν φοβούνται» η μουσική είναι εξαιρετική, το σκηνικό νοσταλγικό, οι ανδρικές φιγούρες αμφίσημες, κι οι φλόγες περιμένουν απλά κάποιον να τις ανάψει. Όσο η νύχτα προχωρά όλα συγχέονται κι ακόμα περισσότερο οι δυνάμεις του έρωτα και του θανάτου…
Σαν να μπήκαμε στο ξεχασμένο δάσος μετά από καιρό και να είδαμε ξανά πυγολαμπίδες να λάμπουν, τις γητειές και τα παιδέματα της εφηβείας δηλαδή, να στροβιλίζονται και να μας φτιάχνουν το κέφι, ένα μεγάλο ευχαριστώ λοιπόν στον Ρομέν ντε Σεν-Μπλανκά και στην απολαυστικά σκοτεινή του Δαγκωματιά, που ακροπατά ανάμεσα στ’ όνειρο και τον εφιάλτη, σαγηνευτική κι ομιχλώδης σαν μαγεμένο παραμύθι-θρίλερ ενηλικίωσης για τον τρόμο της σεξουαλικότητας που ξυπνά, βίαιη και τρυφερή μαζί, σαν την ατρόμητη πρωταγωνίστρια και την ατίθαση εποχή της, ορμητική, ατμοσφαιρική, άγρια κι απολύτως αντίστοιχη μιας ηλικίας που αδημονεί για έρωτα και ζωή, άλλα κινδυνεύει να καεί στη φωτιά της παραίτησης και του θανάτου. Ακριβώς στην καρδιά της σύγκρουσης της εφηβείας δηλαδή, που διόλου δεν έχει αυτονόητο νικητή και με την επικινδυνότητά της να αναπαρίσταται εδώ κινηματογραφικά όχι με την εξαίσια στατικότητα/παθητικότητα των Αυτόχειρων Παρθένων της Κόπολα, αλλά μέσα από μια έμμονη ενεργητικότητα με την οποία η  πρωταγωνίστρια προσπαθεί ν’ αντιπαλέψει δυσοίωνα οράματα, επικίνδυνους άνδρες (ή άνδρες που φαίνονται έτσι για λόγους ψυχαναλυτικούς, παραπέμποντας στην απαγορευμένη έλξη προς τον πατέρα), τη μοναξιά του διφορούμενου αγοριού-βαμπίρ, τη ζήλεια προς την πολύ πιο γήινη φίλη της κι όλες τις άλλες καταιγίδες που έχουν ξεσπάσει στο εφηβικό της κεφάλι.  
Η δυσφορία της αναπόφευκτης αυτής ψυχικής διαδρομής στο δρόμο προς την ενηλικίωση δεν είναι κάτι που παρακάμπτεται και σίγουρα όχι με σαβουάρ βιβρ σεξουαλικής ορθότητας όπως θέλουν να ελπίζουν ταινίες σαν το Πώς να κάνετε σεξ της Μάνινγκ που εν τέλει δεν ακούν ούτε τον ίδιο τον εαυτό τους, εκφράζεται στη Δαγκωματιά μέσα από την πορεία στο μεγαλόπρεπο δάσος, που αλλάζει πρόσημο ανάλογα με τα συναισθήματα και το φωτισμό, κι αποδίδεται απ’ τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο ντε Σεν-Μπλανκά με ανακουφιστική ελευθερία πνεύματος που δεν πέφτει σε παγίδες ιδεολογικοποίησης ή διδακτισμού, αφήνει, όμως, όμως να φανούν διακριτικά δύο-τρία πράγματα για την τρυφερότητα και την αποδοχή που δεν έχουν μόνο οι έφηβοι ανάγκη.
Στο φόντο, η πραγματικότητα λαμπυρίζει κι αυτή, κυριολεκτική, μεταμφιεσμένη ή ως απόηχος, το τραύμα του πολέμου στην Αλγερία, οι φόβοι για πυρηνική καταστροφή, η ζωντάνια του ροκ, το σώμα που εικονοκλαστικά εξεγείρεται απέναντι στους περιορισμούς της θρησκείας, ο Μάης του 68 που προετοιμάζεται στη γωνιά και πάνω απ’ όλα ο φόβος πως η προσμονή της γιορτής της ζωής μπορεί ν’ αποδειχτεί, όπως γίνεται συχνά, πολύ πιο μεγαλοπρεπής απ’ το αποτέλεσμά της.
Μέσα σ’ όλη αυτή τη γητεμένη ατμόσφαιρα, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το πώς ο σκηνοθέτης κατόρθωσε να χωρέσει κινηματογραφικά και μια ταξική ανάγνωση βάζοντας την «υποτιμημένη» σεναριακά, κοινωνικοοικονομικά κατώτερη Βαλερί, που δεν σκαμπάζει απ’ τους αέρινους προβληματισμούς της φίλης της, να είναι αυτή που θα έχει την τόλμη -και την αγάπη- να σώσει την παρτίδα για όλους τελικά, ακριβώς λόγω της αναγκαστικής γείωσης με τη ζωή που της επιβάλλει η ταξική της θέση. Καθόλου άσχημα όλα αυτά και μάλιστα για πρώτη ταινία πρέπει να παραδεχτούμε.

(Νύχτες Πρεμιέρας 2023)