(Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι)
του Matěj Chlupáček
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_we-have-never-been-modern.jpg

Στην Τσεχοσλοβακία του 1937, κι ενώ ο φασισμός έχει ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται στη Γερμανία, στην ωραία πόλη Σβιτ, κατασκευασμένη τεχνητά γύρω από ένα εργοστάσιο βισκόζης, την «πόλη του μέλλοντος» όπως την αποκαλούν, ο Αλοΐς, διευθυντής του εργοστασίου και η γυναίκα του, Ελένα, πρώην φοιτήτρια ιατρικής, περιμένουν το πρώτο τους παιδί, ερωτευμένοι, ευτυχισμένοι και σε πλήρη σύμπνοια μεταξύ τους. Όταν, όμως, λίγο έξω απ’ το εργοστάσιο βρεθεί νεκρό -πιθανά δολοφονημένο- ένα μωρό τα γεννητικά όργανα του οποίου είναι ανδρικά και γυναικεία μαζί, ο Αλοΐς και οι υπεύθυνοι του εργοστασίου θα προσπαθήσουν να κουκουλώσουν την υπόθεση, ενώ η Ελένα, παθιασμένη με την επιστήμη και την αλήθεια, θα επιμείνει να μάθει τι πραγματικά έχει συμβεί. Η στάση της αυτή θα την φέρει σε αντίθεση με τον άνδρα της κι η σχέση τους θα δοκιμαστεί, με τρόπους που κανείς απ’ τους δύο δεν θα περιμένει.
Τι σημαίνει να είναι κανείς μοντέρνος; Βελτιώνει η τεχνολογική πρόοδος την ανθρώπινη φύση; Και αν φανεί ποιοι είμαστε, μήπως κινδυνεύουμε να μας εξοστρακίσει η κοινωνία που ζούμε; Με τίτλο και μεγάλο μέρος του σκεπτικού της δανεισμένη απ’ το ομώνυμο βιβλίο του Γάλλου φιλόσοφου κι ανθρωπολόγου Μπρούνο Λατούρ, η γοητευτική, ατμοσφαιρική ταινία εποχής Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι/ We Have Never Been Modern του Μάκιεϊ Χλουπάτσεκ, ηθογραφία, οικογενειακό δράμα κι αστυνομικό μυστήριο μαζί, και εν τέλει απόλυτα πολιτική, πραγματεύεται με πολύ γοητευτικό κι ιντριγκαδόρικο για το θεατή τρόπο, μέσα από ένα συνδυασμό κλασικής αφηγηματικής δομής και πολύ σύγχρονης, γνήσια φεμινιστικής οπτικής (που κάνει κάποια στιγμή και την αυτοκριτική της) και με τη βοήθεια μιας λαμπερής πρωταγωνίστριας, μερικές πολύ ενδιαφέρουσες αλήθειες περί ανθρώπινης φύσης, μοντερνισμού, πολιτισμού, φύσης κι επιστήμης.
Με χορταστική, ατμοσφαιρική μέινστριμ κινηματογράφηση, πλάνα που αναδεικνύουν τις λεπτομέρειες και την αρχιτεκτονική των χώρων και των σχημάτων, θυμίζοντας ενίοτε με τη συμμετρικότητα και το συνδυασμό των χρωμάτων τον Γουές Άντερσον, ατμόσφαιρα μυστηρίου και την πολύ καλή πρωταγωνίστρια σε ρόλο ερασιτέχνη ντεντέκτιβ, που έχει ως όπλο την επιστήμη η ταινία γίνεται ταυτόχρονα ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο γι αυτό το «νέο» που όλοι ευαγγελίζονται, αλλά για το οποίο δεν έχει έρθει ακόμα η στιγμή, την ίδια ώρα που κάθε τι το διαφορετικό εξορίζεται έξω απ’ τους φράχτες και δεν βρίσκει τόπο να σταθεί, παρά μόνο αν κρυφτεί ή μεταμορφωθεί σε κάτι που η κοινωνία να αντέχει.
Στον κόσμο αυτό η επιστήμη δεν είναι ακόμα πλήρως αποδεκτή παρά μόνο αν τον σώζει ή τον εξυπηρετεί, και οι εκπρόσωποί της μπορεί και να πολεμηθούν αν τα συμπεράσματά τους απειλούν την καθεστηκυία τάξη, ζητώντας π.χ. περισσότερη ισότητα ή συμπερίληψη. Η ιστορία αποτυπώνει έτσι εδώ ως μεταφορά τις βασικές ασυμμετρίες/διαιρέσεις του κατά Λατούρ μοντερνισμού, ανάμεσα στη Φύση και τον Πολιτισμό, το παρόν και το παρελθόν, εμάς και τους άλλους (τους διαφορετικούς εθνικά, ταξικά ή και σωματικά), με το «εξωτερικό» αυτό δηλαδή που φαίνεται, να είναι διαφορετικό απ’ το «εσωτερικό», αυτό δηλαδή που συμβαίνει, και την εξατομίκευση ως στάση να μην μπορεί να γίνει ακόμα αποδεκτή, όχι μόνο λόγω της έμφυλης διάστασης, αλλά και γενικότερα, κατά τον ίδιο τρόπο που κι ο ίντερσεξ ενήλικος δεν επιτρέπεται ακόμα να προχωρήσει προς καμία κατεύθυνση, όσο η κοινωνία αρνείται να συμβιβαστεί με κάθε «υβριδική» θέση πέρα απ’ αυτές που η ίδια ελέγχει και καθοδηγεί, όπως ας πούμε δεν μπορεί να διαχειριστεί και μια γυναίκα που θέλει καριέρα, αλλά και παιδί και μια ισότιμη θέση στο τώρα κι όχι στο μέλλον.