(The Lost Boys)
του Zeno Graton
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_lost-boys.jpg

Στο Κέντρο Κράτησης Ανηλίκων που διαμένει ο δεκαεπτάχρονος Τζο, απλώς περιμένει τη μέρα που επιτέλους θα φύγει. Μέχρι τότε κάνει σκέψεις για τον τρόπο που τα ψάρια παγιδεύονται στο παγωμένο νερό και διακινδυνεύει τη σίγουρη λήξη της ποινής του για να δει τη θάλασσα, ο εγκλεισμός του, όμως, θ’ αποκτήσει ξαφνικά ένα ενδιαφέρον που δεν περίμενε, όταν στο Κέντρο έρθει ο αντικοινωνικός Γουίλιαμ.
Αγάπη εναντίον ελευθερίας ή ίσως ανάγκη για δραπέτευση από μια ενηλικίωση που μοιραία θα φυλακίσει μέσα της τα σώματα και τις επιθυμίες είναι τα θέματα που βάζει στο επίκεντρο του The Lost Boys  (Le paradis) της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του, ο Βέλγος Ζενό Γκρατόν. Αφηγούμενη μια παθιασμένη ερωτική ιστορία για την οποία αξίζει να χάσει κάνεις ακόμα και την ελευθερία του – κάτι που σε μεταφορικό επίπεδο συμβαίνει πάντα σ’ ένα βαθμό στον έρωτα-, η ταινία θ’ αγγίξει ως αίσθηση πολύ περισσότερο το νεανικό κοινό. Μαζί κι όλους όσοι είναι ακόμα σε θέση να θυμηθούν την βίωση του χρόνου ως βάσανο, την απώλεια της υπομονής και την αδημονία μην χαθεί η στιγμή. Ίσως το συναίσθημα αυτό -οι συνέπειες του οποίου θα πέσουν βαριές στους ώμους του Τζο-, να εξηγεί αρκετά τις παράτολμες παρορμήσεις τις εφηβείας, που αντιπαλεύουν ασυνείδητα το θάνατο, πιστεύοντας πεισματικά πως θα τον νικήσουν. Ακόμα κι ο ίδιος ο Τζο, παρ’ ότι μας εξηγεί εξαρχής πως αυτό δεν γίνεται, δεν παραιτείται απ’ το να προσπαθήσει. Την ίδια ανάγκη υπηρετεί κι η τέχνη της φωτογραφίας. Σε μερικά απ’ τα καλύτερα πλάνα της η ταινία μας δείχνει πώς το φωτογραφικό κουτί μπορεί να αιχμαλωτιστεί τη στιγμή, ικανοποιώντας μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη.
Τριγύρω από τους δύο ήρωες ή μάλλον απ’ τον ήρωα, αφού ο Γουίλιαμ λειτουργεί περισσότερο ως καταλύτης, ένας μικρόκοσμος έγκλειστων έφηβων αγοριών και των φροντιστών τους σε μια δουλειά, που στη ζωή όπως και στην ταινία, απαιτεί ανθρωπιά, γερά νεύρα και όρια, αλλά και αποδοχή πως όλα μπορεί να τιναχτούν ξαφνικά στον αέρα από κάθε λογιών αστάθμητους παράγοντες -όπως μας πούμε από μια δικαστή που κοντράρει αψήφιστα τη ζωτική ορμή της εφηβείας.
Η ταινία αποδίδει ταυτόχρονα με μεγάλο ρεαλισμό κι ευστοχία αποχρώσεις των εφηβικών αλληλεπιδράσεων, τις εκρήξεις και τις ανασφάλειες της ηλικίας, δείχνοντας ορμητικά, παθιασμένα και με στακάτο ρυθμό – όμοια με τον καταιγιστικό ραπ αυτοσχεδιασμό του Τζο- πως είναι η ζωή σε τέτοιες συνθήκες ομαδικής διαβίωσης και στέρησης ελευθερίας κι αφήνοντας παράλληλα μια ελάχιστη υπόνοια πως κι η ελευθερία όλων εμάς των υπόλοιπων να μην είναι τόσο μεγάλη όσο θεωρούμε.
Πολύ καλή ομαδική δουλειά στις ερμηνείες, με τον Χαλίλ Μπεν Γκαρμπία (Τζο), που πρόσφατα είδαμε και στον Πίτερ φον Καντ του Φρανσουά Οζόν να ξεχωρίζει τόσο για την ορμή, όσο και για την εμφάνιση που εύκολα θα τον κάνει να ξεχωρίσει στο γαλλόφωνο σινεμά, αρκεί να του δοθούν οι κατάλληλοι ρόλοι.
Κι αν μένει κάτι εν τέλει απ’ τα ψάρια που παγιδεύονται στο νερό, δεν είναι ότι μπορούν να κολυμπήσουν ανάποδα όπως οι πέστροφες του Καουρισμάκι, αλλά ότι μια στιγμή συνάντησης είναι ικανή να καταλύσει ακόμα και τον χειρότερο εγκλεισμό, για τον Τζο, αλλά και για όλους εμάς έτσι όπως όλοι μαζί βυθιζόμαστε στη ζωή για να φτάσουμε ένα νόημα και να ξεχάσουμε το αναπόφευκτο τέλος.  

(Φεστιβάλ Βερολίνου 2023)