του William Klein
(κριτική: Σπύρος Γάγγας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_muhammad-ali.jpg

Ο μεγαλύτερος πυγμάχος όλων των εποχών και σίγουρα ο πιο εικονικός και κοινωνικά επιδραστικός είναι το αντικείμενο του δίωρου ντοκιμαντέρ Muhammad Ali, the Greatest από τον ρηξικέλευθο φωτογράφο και σκηνοθέτη William Klein, βασισμένο σε υλικό του σαραντάλεπτου Cassius le grand του ιδίου το 1964. Αγιογραφία ή αποδόμηση της Αμερικής μέσα από την υπερβολή και την αντιπαραβολή; Και τα δύο; Τίποτα από αυτά; Η φιλμογραφία του Klein αίρει τέτοια ερωτήματα στο βαθμό που ενώ αυτά είναι εύλογα, απλοποιούν την προσέγγισή του που φαίνεται να ξεγλιστρά ακριβώς όταν ο θεατής αισθάνεται βέβαιος για την απάντηση. Άλλωστε ο Klein σε αντίστοιχα ντοκιμαντέρ-προσωπογραφίες, όπως, για παράδειγμα αυτό για τον Eldridge Cleaver, κινείται με παρόμοιους ελιγμούς.
Η κοινωνιολογική έφεση του Klein ακολουθεί το φαινόμενο Muhammad Ali με μια σπονδυλωτή δομή τεσσάρων γύρων στην ‘πτήση’ ΗΠΑ-Ζαῒρ: Εκκίνηση στο Μαϊάμι τον Φεβρουάριο 1964 και τον νικηφόρο αγώνα του Ali για τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή με τον Sonny Liston. Η Βοστώνη εννέα μήνες στη δεύτερη ενότητα μέσα στο σύμπλεγμα της πολιτικής καμπάνιας της εποχής και με το πολιτικό πρόσημο να μετατίθεται στους Αφροαμερικανούς, στη μαθητεία του Ali δίπλα στον Malcolm X, καθώς και στην δεύτερη αναμέτρηση με τον Liston. Η τρίτη ενότητα μεταφέρεται στο 1965, έτος που στιγματίζεται από τη δολοφονία του Malcolm X αλλά και υποδέχεται μια ακόμη επιβλητική νίκη του Muhammad Ali. Σε αυτό το σημείο ο Ali, μπροστά στο φακό, συμπυκνώνει με στακάτο ορμή το τι σηματοδοτεί το επίτευγμά του για την ιδιοποίηση του επίθετου ‘greatest’ από τους Αφροαμερικανούς στα σπορ, στη συμμετοχή τους στο χτίσιμο των ΗΠΑ, στην αντιστροφή του ‘the greatest’ από τον Χριστιανισμό (λευκός Ιησούς – μελαμψός Σατανάς), απανωτά χτυπήματα ενάντια στην ηγεμονία του λευκού.
Κομβικό σημείο είναι η υπενθύμιση του γεγονότος ότι ο Ali υπήρξε αντιρρησίας συνείδησης κατά την κλήση να στρατευτεί στον πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, αποκαλώντας τους Βιετναμέζους «αδέλφια» (προβληματική στην οποία επέστρεψε ο Spike Lee με το Da 5 Bloods το 2020). Έπειτα από δικαστική απαγόρευση να αγωνιστεί και με δύο αλλεπάλληλες ήττες, στο τέταρτο επεισόδιο, ο «μεγαλύτερος» επιστρέφει στον παγκόσμιο τίτλο και στις αφρικανικές του ρίζες στο Ζαῒρ για τον αγώνα του 1974 στην Κινσάσα απέναντι στον George Foreman.
Με απεριόριστη πρόσβαση από τον Ali και το επιτελείο του, ο William Klein μοντάρει το πλούσιο υλικό του σιωπηλά, δίχως αφήγηση, αλλά με πρόθεση την αυτοαποκάλυψη της Αμερικής και του πολιτικο-οικονομικού συστήματός της, εκμεταλλευόμενος το χαρακτηριστικό κοντινό πλάνο των ταινιών του και το κυρτό σύμπαν που αυτό δημιουργεί στα πρόσωπα που απεικονίζουν το σύστημα. Αφήνοντας την δυνατότητα της σύνθεσης στον θεατή, το διαλεκτικό μοντάζ στο φινάλε αλαλάζει στα λινγκάλα, «Ali, bomaye!» («Άλι, σκότωσέ τον») σπρώχνοντας τον λευκό αντίπαλο στα σχοινιά, σε μια στρατευμένη και επιθετική πολιτική της «ταυτότητας».
O William Klein απεβίωσε σε ηλικία 96 ετών τον Σεπτέμβριο του 2022 στο Παρίσι. Σίγουρα από τους μεγαλύτερους του ντοκιμαντέρ, και για όσους δεν τον έχουν ανακαλύψει η ευρυγώνια ματιά του στο φαινόμενο Muhammad Ali αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία να το πράξουν.

Muhammad Ali, the Greatest (William Klein, Γαλλία, 1969)