(Τρεις νύχτες την εβδομάδα)
του Florent Gouëlou
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_trois-nuits-par.jpg

Ο 29χρονος Μπαπτίστ ζει μια στρωτή, αλλά μάλλον άχρωμη ζωή με τη δουλειά του ως μάνατζερ καταστήματος, τα φωτογραφικά του πρότζεκτ που ακόμα δεν τολμά να κάνει επαγγελματικά και την ελαφρώς βαλτωμένη σχέση του με την επί 8 χρόνια σύντροφό του Σαμιά. Ένα βράδυ συνοδεύοντας τη Σαμιά σε μια επαγγελματική της δράση θα γνωρίσει την Κούκι Κάντι, μια ντραγκ κουίν, που ευθύς εξαρχής θα τον σαγηνεύσει. Η σχέση τους θα του ανοίξει την πόρτα σ’ έναν καινούργιο κόσμο και θα του δώσει την ευκαιρία να γνωρίσει πιο αληθινά τον εαυτό του, αλλά και τον Κουεντίν, το αγόρι δηλαδή που η Κούκι είναι…
Το Trois nuits par semaine (Τρεις νύχτες την εβδομάδα) πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Florent Gouëlou, αυτή η ρομαντική ιστορία αγάπης, όπως τη χαρακτηρίζει ο σκηνοθέτης της, προσπερνά ευθύς εξαρχής κάθε αναμενόμενο κλισέ και εικόνα του είδους,  καθιστώντας τη λάμψη του ντραγκ -την οποία συνεχίζει βεβαίως να δείχνει- ως σημαντικό αλλά όχι μοναδικό στοιχείο της πλοκής–όπως δεν είναι και μοναδικό στοιχείο της προσωπικότητας του Κουεντίν - στρέφοντας όλο και πιο πολύ την κάμερα – όπως και τη φωτογραφική μηχανή του Μπαπτίστ- στις λεπτομέρειες και στα σημεία που συνήθως ξεχνάμε να δούμε και στα κάθε λογής παρασκήνια, αποτυπώνοντας μ΄ ακρίβεια και ζεστασιά την μεταμόρφωση προς κάθε κατεύθυνση, εσωτερικά και εξωτερικά, σε επίπεδο εμφάνισης, ανθρώπου ή σχέσης. Είτε πρόκειται για τον Μπαπτίστ και τη Σαμιά, είτε για το Μπαπτίστ και τον εαυτό του, είτε για την ίδια την Κούκι Κάντι που πολύ συγκινητικά αλλάζει συνεχώς και προς τις δύο κατευθύνσεις, απεκδυόμενη στα ερωτικά της τη λάμψη του ντραγκ και ζητώντας να αγαπηθεί ως αγόρι, και μάλιστα ανασφαλές,  η μεταμόρφωση εδώ δεν είναι για να ξεχνάς, αλλά για να έρχεσαι κοντύτερα στον εαυτό σου. Όπως θα έλεγε και η Αγράδο στο Όλα για τη μητέρα μου του Αλμοδοβάρ -μια από τις δύο μεγάλες αγάπες του Gouëlou με την άλλη να είναι ο Κασαβέτης-, «είσαι πιο αυθεντικός όταν μοιάζεις μ’ ότι έχεις ονειρευτεί» και αυτό ακριβώς είναι και το σκεπτικό του Trois nuits par semaine, στο οποίο συμμετέχει αθόρυβα και ο Gouëlou μεταμορφωμένος στο alter ego του Ζαβέλ Χαμπίμπι.
Η ταινία, που παίζει με τις αντιλήψεις των φύλων, αλλά και των προτιμήσεων, συνδέει έτσι την έννοια της μεταμόρφωσης (την οποία με ευαισθησία αναδεικνύει διττά) με εκείνη της ανακάλυψης του εαυτού, αποτυπώνοντας τη σημασία του θεάματος-ντραγκ, ως μυθοπλασία που μετατρέπει το «ψέμα» σ’ έκφραση αυθεντικότητας κι ελευθερίας, ικανή να προσδώσει σχεδόν μυθικές διαστάσεις στις πρωταγωνίστριές του, μια κι ενσαρκώνουν φαντασιώσεις μέσα στις οποίες ο θεατής λαχταρά να μπει, όπως κι ο Μπαπτίστ που δεν έχει ερωτευτεί μόνο τον Κουεντίν αλλά και το ντραγκ, έτσι που όταν εξομολογείται στην Κούκι Κάντι/ Κουεντίν πως την αγαπάει τόσο που κάθε φορά να του λείπει η πλευρά που δεν βλέπει, ίσως να μιλά και στον εαυτό του τον οποίο θα ήθελε να βιώσει πιο ολοκληρωτικά.
Και πώς κινηματογραφεί κανείς το θέαμα; Ο Gouëlou απαντά στο ερώτημα μ’ ένα τρυφερά μετρημένο τρόπο που μειώνει την ένταση της ταινίας, αλλά αυξάνει το βάθος της, εξισορροπώντας τους θορυβώδεις ήχους και τις ξεσηκωτικές μουσικές του ντραγκ, με την ησυχία και τη λεπτομέρεια των παρασκηνίων, παρουσιάζοντάς μας τους καλλιτέχνες αυτούς (που δεν είναι μόνο άνδρες, αλλά και γυναίκες) και ως ανθρώπους αναδεικνύοντας τις διαφορετικές αποστάσεις του καθενός τους απ’ το ντραγκ στην καθημερινότητά τους, με λεπτότητα που δεν βλέπουμε συχνά στο σινεμά, κατορθώνοντας να κάνει την Κούκι Κάντι/ Κουεντίν ταυτόχρονη έκφραση της αγάπης για την εξτραβαγκάνζα του ντραγκ και της αγωνίας του καλλιτέχνη ν’ αγαπηθεί έξω απ’ το θέαμα για αυτό που πραγματικά είναι.  Η λάμψη της σκηνής είναι συχνά κι αυτή αντικείμενο πόθου για το θεατή, όπως και για τον Μπαπτίστ, που ταυτόχρονα τη φοβάται, και δεν είναι τυχαίο πως η πρώτη του ακούσια απόπειρα καταλήγει σαν παρωδία της Κάρι, έκρηξη οργής του Ντε Πάλμα -μικρή υπενθύμιση πως σκληρότητα υπάρχει σε όλους τους κόσμους-  στη συνέχεια, όμως, κατορθώνει να έρθει σ’ επαφή με το μέσα του και να αφηγηθεί με τα λόγια, αλλά και με τις εικόνες της φωτογραφικής του μηχανής αυτά που θέλει. Και μπορεί το χάπι εντ της ιστορίας να μην περιλαμβάνει τη Σαμιά -που αφήνει κι αυτή τον Μπαπτίστ μ’ ένα εξαιρετικό ντραγκ φωνής- η ηθοποιός, που την υποδύεται, όμως, κερδίζει, την καρδιά του θεατή και φέρνει στο μυαλό την αγάπη του Gouëlou για τους γυναικείους χαρακτήρες του Κασαβέτη- έτσι όπως αποχωρεί εκεί που η λάμψη έχει χαθεί για να πρωταγωνιστήσει σε κάποια άλλη ιστορία.