(Οι έρωτες της Αναΐς)
της Charline Bourgeois-Tacquet
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_oi-erotes-tis-anais.jpg

Η επιθυμία ή οι συνθήκες μας κάνουν αυτούς που είμαστε; Και πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κανείς για έναν πόθο; Αέρινη, λαλίστατη και συνεχώς βιαστική -τουλάχιστον όσο είναι στο Παρίσι-, με το διδακτορικό και τη ζωή της να έχουν και τα δυό ως θέμα το πάθος, η Αναΐς, αναζητά τις απαντήσεις, με πείσμα, επιμονή και μερικά ψεματάκια για βοήθεια, ακόμα κι αν είναι να γίνουν όλα άνω-κάτω. Προς το παρόν, τη χωρίζει ο φίλος της, κάνει σχέση μ’ έναν πολύ μεγαλύτερό της, εκδότη, τον Ντανιέλ, που δεν εγκαταλείπει τη γυναίκα του, Εμιλί, για χάρη της και η μητέρα της, παρά τις θετικές προβλέψεις, αρρωσταίνει ξανά μετά από χρόνια. Ξαφνικά, η Αναΐς -που λατρεύει τα βιβλία- θέλει διακαώς να γνωρίσει την Εμιλί που είναι συγγραφέας και μάλιστα διάσημη και χωρίς να καταλάβει το πώς την ερωτεύεται. Να είναι άραγε αυτό το πάθος που ψάχνει;
Ακόμα μια γυναίκα-κορίτσι σίφουνας απ’ αυτές που ξέρει να φτιάχνει όταν έχει κέφια το γαλλικό σινεμά, έρχεται ορμητικά προς το μέρος μας, φτιάχνοντας μας τη διάθεση, με τις μικρές της παγαποντιές και τα ωραία μέρη που πάει, αρκεί, να μην προσδοκούμε -όπως ούτε κι ο περίγυρός της θα έπρεπε- καλοσύνες τύπου Αμελί ή ρομαντισμούς που βάζουν τον άλλο σε πρώτη θέση. Κι αυτό γιατί στους Έρωτες της Αναΐς, αυτό το εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο της Σαρλίν Μπουρζουά-Τακέ, αποτύπωση μιας εποχής και πορτραίτο μιας γυναίκας (ή ίσως και δυό) η ηρωίδα δεν νοιώθει υποχρεωμένη να κάνει τα χατίρια κανενός -ούτε ακόμα και να εκπληρώσει τις δικές της υποχρεώσεις- παρά μόνο να υπακούσει στην αναγκαιότητα της επιθυμίας που γι αυτήν είναι η ύψιστη αρχή και να βρει το πάθος για να τη γλυτώσει απ’ το θάνατο ο οποίος με τα αγκάθι του τρυπάει πότε-πότε απ’ το φόντο το εσωτερικό της σκηνικό, χωρίς, όμως, ποτέ να της καταστρέφει το τοπίο.
Η κινηματογράφηση εξελίσσει την πλοκή με φρεσκάδα, χιούμορ, χάρη και περίσσιο ρυθμό, ή μάλλον με δύο ρυθμούς (χρονικούς και λεκτικούς), καθώς η Αναΐς προσπερνά τρέχοντας τ’ ασήμαντα και μιλά σαν να ραπάρει στο Παρίσι, κοντοστέκεται, όμως, σ’ αυτά που την αγγίζουν ή στην εξοχή, ειδικά όσο παθιάζεται, μεταδίδοντας σχεδόν βιωματικά στο θεατή την αίσθηση του έρωτα που επιβραδύνει το χρόνο. Ο χρόνος έχει τη σημασία του στην ταινία αυτή, όπως κι οι διαφορές ηλικίας και φύλου, με τους μεσήλικες να έχουν μισοξεχάσει τις επιθυμίες τους, βολεμένοι σ’ ανέσεις που μπορεί ακόμα και να τους αρρωστήσουν κατά την Αναΐς -που το θέτει στην κυριολεξία- με τους άνδρες να μοιάζουν ακόμα πιο παθητικοί και παραιτημένοι, μ’ επιθυμίες που δεν μπορούν να υπερασπιστούν έτσι όπως δεν θέλουν να θυσιάσουν κάτι κι είναι αμφίβολο αν μπορούν να διασώσουν -ειδικά χωρίς βοήθεια- όσα τους εμπιστεύτηκε η ζωή, από μια άρρωστη σύζυγο έως ένα λεμούριο. Απέναντι σ’ αυτό το χάσιμο ρόλου των ανδρών, οι γυναίκες βάζουν ένα δυναμισμό που τις οδηγεί σε νέα μονοπάτια, δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως οι σημειολογικές αναφορές της ταινίας, από «Το μακρύ ταξίδι στη μοναξιά της Λόλα Στάιν» της Μαργκερίτ Ντυράς (που ίσως ν’ αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης για την ταινία) μέχρι τo τραγούδι Bette Davis Eyes και τη σκηνή με την υπέροχη Τζίνα Ρόουλαντς από τη Νύχτα Πρεμιέρας του Κασαβέτη έχουν στο επίκεντρο γυναίκες και τη δύναμή τους.
Οι διαδικασίες ταύτισης, που υπάρχουν στον έρωτα -ειδικά μ’ ένα μεγαλύτερο άτομο και πόσο μάλλον εδώ με την Εμιλί- και οι οποίες μπορούν να κάνουν την ηρωίδα πιο δυνατή, είναι κι αυτές ένα θέμα της ταινίας. Έτσι η Εμιλί αρχίζει να γίνεται αντικείμενο πόθου για την Αναΐς πριν ακόμα την γνωρίσει μέσα απ’ τα πράγματά της όπως π.χ. το κραγιόν της, μέσα απ’ αυτά δηλαδή που η μεγαλύτερη γυναίκα έχει κι η νεότερη επιθυμεί και μέσα απ’ τον έρωτα μπορεί να κάνει δικά της. Η Εμιλί -που υπήρξε κι αυτή κορίτσι-σίφουνας κάποτε, αλλά τώρα έχει μάλλον βολευτεί, ξαναθυμάται τον εαυτό της μέσα απ’ την Αναΐς, δεν είναι, όμως σίγουρη ότι θέλει ν’ αλλάξει τη ζωή της – η απελευθέρωση έχει άλλο νόημα για τον καθένα, αλλά αυτό δεν θα πτοήσει την Αναΐς. Εξαιρετική η χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστριών, ο χορός, τα βλέμματα, οι σκηνές στην παραλία κλπ, εξαιρετικές κι οι ερμηνείες τους, τόσο της πρωταγωνίστριας Αναΐς Ντεμουστιέ, όσο και της σχεδόν πρωταγωνίστριας, Βαλέρια Μπρούνι-Τεντέσκι, πολύ καλός και ο Ντενί Πονταλιντέ στον αδικημένο απ’ τις περιστάσεις του ρόλο.
Τον πιο σημαντικό άνδρα της ταινίας αυτής, ωστόσο, δεν θα τον δούμε ποτέ -δεν θα ήταν και δυνατόν άλλωστε-, θα οσμιστούμε και θα αισθανθούμε, την επιρροή του, όμως, πολλές φορές, πίσω απ’ την κάμερα και μπροστά απ’ αυτήν, στο χτίσιμο των διαλόγων και στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών, στην κοσμοθεωρία της ηρωίδας και στο πως καθοδηγεί τις πράξεις της, στον συνδυασμό ανέμελης εκφοράς λόγου και φιλοσοφικής διάθεσης και στην ύπαρξη ενός «αμαρτήματος» που επιφέρει τιμωρία ή συνέπειες κι εδώ δεν θα το επωμιστεί η Αναΐς αλλά ο περίγυρος μια και το μόνο μεμπτό στην ταινία αυτή είναι η άρνηση ή η παράβλεψη της επιθυμίας. Μιλάμε βέβαια για τον Ερίκ Ρομέρ, αυτή τη στέρεα βάση πάνω στην οποία οι Γάλλοι δημιουργοί -και όχι μόνο- τέτοιων ταινιών ακονίζουν το ύφος τους, μέχρι που μέσα απ’ τις ταυτίσεις να αφήσουν τον πατέρα πίσω τους, όχι, όμως, πριν τους αποδείξει, -κάτι που ίσως ήδη φανερώνει κι η αγάπη της Αναΐς για τη γραφή κι η προτίμηση της σε μια συγγραφέα- πως δηλαδή καλός είναι κι ο έρωτας, αλλά αν θέλει κανείς να μείνει αθάνατος, πιο σίγουρος δρόμος είναι η τέχνη…