του Paul Verhoeven
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)

Στο πέρασμα του χρόνου. DIES IRAE – ημέρες οργής και πανούκλας για τον Paul Verhoeven και την «Benedetta» του. Το κάθε άλλο παρά σωτήριον έτος 2021, ο κύριος V έρχεται να ανασκαλέψει τα σκοτεινά και βρώμικα έγκατα της θρησκείας, τις μολυσματικές ασθένειες και τα θανάσιμα αμαρτήματα της καθολικής εκκλησίας, κουβαλώντας στο κινηματογραφικό σακούλι του όλες τις μνήμες/διδάγματα των μεγάλων μαιτρ που ασχολήθηκαν, πριν από εκείνον, με παρόμοια ζητήματα: Σαντ, Ντιντερό, Μαζόχ, Μπερνανός, Ροσελίνι, Ριβέτ, Ντράγερ, Μπέργκμαν, Μπουνιουέλ (οι ειδήμονες του FB θα μπορούσαν να προσθέσουν μερικά ακόμη ονόματα ή να κάνουν διορθώσεις). Όπως και να ’χει, η «Μπενεντέτα» είναι μια ταινία, που θα ήταν άδικο να την απορρίψουμε και να τη μηδενίσουμε, ελαφρά τη καρδία, εξίσου όμως δύσκολο και να την αποδεχτούμε εύκολα, παινεύοντάς την στο σύνολό της. Πέρα από τις γνωστές αρετές (κινηματογραφικής μαστοριάς σε κάποιες γοτθικές στιγμές της αφήγησης ή με τις έντονες πινελιές χλεύης και σαρκασμού) του Βερχόφεν, προσπερνώντας και την πολύ εντυπωσιακή, μπουνιουελική αρχή της ταινίας, λίγο λίγο αρχίζουμε κι αναρωτιόμαστε για πολλά και διάφορα. Πράγματι, o σκηνοθέτης είχε στα χέρια του μια ζουμερή και «αμαρτωλή», σαρκική κυρίως, ερωτική ιστορία, μεταξύ Μπενεντέτα και Μπαρτολομέα (βρίσκω πολύ πετυχημένη την επιλογή των Εφιρά-Πατακιά και αντιλαμβάνομαι τι δύσκολα άλματα υποχρεώθηκαν να εκτελέσουν). Επίσης, μια εξίσου ενδιαφέρουσα ερωτική σχέση, καθαρά πνευματικής φύσεως αυτή τη φορά, μεταξύ της ηγουμένης (της πολύπλευρης και πολύμοχθης σταρ Σαρλότ Ράμπλινγκ) και της μοναχής Κριστίνα. Δύο αντίθετα και αντίπαλα δίδυμα, που από μόνα τους θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν και να εκτοξεύσουν, και πέραν της συγκεκριμένης μοναστηριακής κοινότητας, όλα όσα απασχολούν τον σκηνοθέτη, με τόσο έμμονη και φασαριόζα φλυαρία: φυσικές ανάγκες και καταστολές, ορέξεις και ενοχές, απολαύσεις και τιμωρίες, παρορμήσεις και ορθολογικές σκέψεις, δόγματα και αιρέσεις, όνειρα και εφιάλτες, οράματα και φαντασιώσεις, ψευτοθαύματα, εκτοπλάσματα και άλλους ορατούς ή αόρατους μπαμπούλες. Μακρύς ο κατάλογος των κεφαλαίων και ζητημάτων με τα οποία καταπιάνεται το εγχείρημα του Βερχόφεν, ασαφής και μπερδεμένη η τεκμηρίωσή τους, όπως και η δεσπόζουσα κινηματογραφική γραμμή πλεύσης. Στην περίπτωση της «Μπενεντέτα», τα περισσότερα τεκταινόμενα προαναγγέλλουν το επόμενο στραβοπάτημα του διεκπεραιωτή. Ακόμη και η εμφάνιση επί σκηνής του αποστολικού Νούντσιου (Λαμπέρ Ουιλσόν), προκειμένου να βάλει μια στοιχειώδη τάξη στο γενικό, μοναστηριακό και κοινωνικό, μπάχαλο, ενώ θα μπορούσε να είναι καταλυτική μέσα στην κωμικο-τραγικότητά της, αντιθέτως το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνει κοινότοπα γκροτέσκο, και ως προς την κινηματογραφική ιστορία και ως προς τη φιλμική κατασκευή. Τι μένει; Η αποκάλυψη των μελανών βουβώνων της πανούκλας που καταβροχθίζει ανθρώπινα σώματα και ζωές, για τους οποίους ήδη, πολύ παραστατικά, μας έχει μιλήσει ο Αλμπέρ Καμύ στο δικό του λογοτεχνικό κατόρθωμα, μερικές επιδέξια, χολιγουντιανά, γυρισμένες σκηνές, και τα όμορφα, γυμνά, σώματα των δύο γυναικών, που δεν θα καταφέρουν να μείνουν για πολύ ακόμη ενωμένα και αφοσιωμένα στις ηδονές τους, αφού η Μπενεντέτα είναι, παιδιόθεν, ποτισμένη μέχρι το μεδούλι των οστών της με το γλυκόπικρο βάσανο της υποταγής στα θεία. Ο φόβος για τη ζωή, με όσα δελεαστικά κι αν υπόσχεται η ζωώδης και μοναδικά υγιής Μπαρτολομέα, δεν οδηγεί παρά στο μηδέν του θανάτου. Κάτι που δεν το ακούσαμε για πρώτη φορά.

(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)