του Magnus Gertten
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_nelly-and-nadine.jpg

Το αινιγματικό βλέμμα μιας επιζήσασας των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, έτσι όπως καταγράφηκε στα αριστουργηματικά πλάνα αρχείου της ιστορικής αποβίβασης γυναικών στο σουηδικό λιμάνι του Μάλμε το 1945, θα σταθεί για τον Magnus Gertten η αφορμή για ένα μακρύ κινηματογραφικό ταξίδι, που ξεκινάει το 2007, περνάει μέσα από δύο ντοκιμαντέρ και καταλήγει στο τελευταίο μιας τριλογίας, το πιο προσωπικό Nelly & Nadine. Μια μαρτυρία επιβίωσης δύο γυναικών από τη φρίκη του Ολοκαυτώματος αλλά και μια συγκινητική ιστορία αγάπης που κρατήθηκε μυστική για χρόνια, καλυμμένη από μια διακριτική σιωπή. «Τίποτα ωστόσο δεν είναι πραγματικό αν δεν ειπωθεί, αν δεν αποκτήσει την κοινωνική του έκφραση», αναφέρει κάποια στιγμή η συγγραφέας Joan Schenkar στην ταινία. Οι μυθιστορηματικές ζωές των δύο γυναικών, της βελγίδας τραγουδίστριας της όπερας Nelly Mousset-Vos και της κινεζικής καταγωγής Nadine Hwang θα αναδυθούν από το θαμμένο στη σοφίτα σεντούκι μιας φάρμας, θα πάρουν σάρκα και οστά μέσα από ένα εξαιρετικά πλούσιο υλικό τεκμηρίωσης, θα πυροδοτήσουν αναμνήσεις και συναισθήματα ανάμεικτα για να καταλάβουν δικαιωματικά τη θέση τους στην ατομική και συλλογική μνήμη.
Οδηγός σε αυτή την αναψηλάφηση η εγγονή της Nelly, η ματιά της οποίας είναι κυρίαρχη στην κινηματογραφική αφήγηση. Μετά από χρόνια δισταγμών και αναποφασιστικότητας η Sylvie αποφασίζει να ανοίξει τα προσωπικά αρχεία της γιαγιά της: φωτογραφίες, επιστολές, ηχογραφήσεις, μπομπίνες με φιλμάκια Super 8 και ένα σπαραχτικό ημερολόγιο που καταγράφει την κόλαση των στρατοπέδων αλλά και έναν έρωτα που άναψε σαν σπίθα με αφορμή ένα τραγούδι. Το «Un bel di vedremo», μια άρια για την αναμονή του αγαπημένου προσώπου από την Madame Butterfly. Ο άνευ ορίων έρωτας των δύο γυναικών και η σχέση στοργής και συντροφικότητας που τον συνοδεύει συνιστά και τον πυρήνα της ταινίας.
Με χαμηλόφωνη λυρική διάθεση που ενισχύεται από τον ποιητικό λόγο των επιστολών και τις οπερατικές ερμηνείες της Nelly, ο Gertten συμπληρώνει σταδιακά το παζλ μιας διπλής βιογραφίας, παρεμβάλλοντας σε αυτή την ανακατασκευή του παρελθόντος έγχρωμα και ασπρόμαυρα πλάνα αγροτικών τοπίων. Άλλοτε τυλιγμένων στην ήρεμη αχλή ενός ειρηνικού πρωινού κι άλλοτε εμποτισμένων από τον ζόφο του πολέμου. Ανάμεσά τους το μυστικό χρονικό της σχέσης, όπως ανασυντίθεται από το αρχειακό υλικό : ο ζωοφόρος έρωτας , η απόδραση προς την ελευθερία της Βενεζουέλας, οι αναδρομές στο ένδοξο παρελθόν των λογοτεχνικών σαλονιών, η επιστροφή στις Βρυξέλλες. Ο τρόπος που η μελαγχολία και η κίνηση της Nelly αιχμαλωτίζεται από την κινηματογραφική κάμερα της Nadine και η ενσωμάτωση αυτών των «ποιητικών θραυσμάτων» στο σώμα της ταινίας συνιστούν πέρα από ένα ενδιαφέρον σημείο διπλής παρατήρησης κι ένα από τα δραματουργικά επιτεύγματα του ντοκιμαντέρ.
Σε αυτό το γοητευτικό ταξίδι σταθερό σημείο εκκίνησης αλλά και επαναφοράς, παραμένει ωστόσο το πρόσωπο της εγγονής, που κινεί και τα νήματα αυτής της πολυδιάστατης σχεδόν μυθιστορηματικής αφήγησης. Τη δική της επίπονη προσπάθεια συμφιλίωσης με το οικογενειακό παρελθόν παρακολουθεί το ντοκιμαντέρ. Και μέσα από τη δημιουργία του είναι που επέρχεται τελικά η αποδοχή και η λύτρωση.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου