(Σούπα αστακού)
των Pepe Andreu & Rafa Molés
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_lobster-soup.jpg

Σ’ ένα ξεχασμένο ψαροχώρι της Ισλανδίας, που το χιόνι συντροφεύει σχεδόν μόνιμα τη  θάλασσα, οι Ανταλγκέιρ και Κρίστιν Γιόχανσον, αδέλφια και διορθωτές διχτυών στο επάγγελμα, λειτουργούν, εδώ και τέσσερις δεκαετίες ένα καφέ κάτω απ’ το εργαστήριό τους. Το Μπρίγκιαν, όπως τ’ ονόμασαν, φτιάχτηκε ως στέκι για τους ψαράδες φίλους τους, αιχμαλώτισε, όμως στο δίχτυ της ζεστασιάς και της περίφημης σούπας αστακού του, όλο το χωριό κι έγινε τόπος συνάντησης και νοήματος για την κοινότητα κι επίκεντρο της πολιτιστικής ζωής της. Η δουλειά στο δίχτυα, όμως, συνεχίζει να πέφτει, κι οι τουρίστες πληθαίνουνε (μια και το χωριό είναι πολύ κοντά στο διασημότερο αξιοθέατο της Ισλανδίας), προτάσεις αρχίζουν να έρχονται και η γυναίκα του Κρίστιν αποφασίζει ξαφνικά πως λαχταρά τους συγγενείς της στο Ρέικιαβικ. Φήμες αρχίζουν τότε να κυκλοφορούν: το Μπρίγκιαν μπορεί ν’ αλλάξει χέρια ή να κλείσει….
Πολύ θρεπτική, βαθιά νόστιμη και σερβιρισμένη ολόσωστα, με ιστορία απ’ αυτές που κάνουν τη μυθοπλασία να υποκλίνεται και ήρωες που φέρνουν γεύση από Καουρισμάκι, καλότροπη, υπαρξιακή, ηρωική και λιγουλάκι πένθιμη, μια μικρή ελεγεία για την ανθρώπινη κατάσταση, τον χρόνο που περνά κι αυτά που χάνονται, ανθρωποκεντρική μέχρι το κόκκαλο και γι αυτό όχι μόνιμα ηττημένη. Mονταρισμένη παραπάνω από άψογα, με πλάνα αλφαδιασμένα στην εντέλεια κι εγκιβωτισμένες μικρές αφηγήσεις,  η Σούπα Αστακού των Πέπε Αντρέου και Ραφαέλ Μολές είναι ένα μικρό διαμαντάκι ουσίας που λάμπει έως εδώ απ’ το μακρινό Γκρίνταβικ και θα ζεστάνει την ψυχή όποιου θεατή έχει την τύχη να το ανακαλύψει.   
Η ταινία, που χωρίζεται σε ενότητες αντίστοιχες με τα συστατικά της απαράμιλλης σούπας (όχι αυτά που περιμένει ο θεατής πάντως), έχει επιλέξει ως βασικό αφηγηματικό της όχημα την εκτός κάδρου αφήγηση, κυρίως του Ανταλγκέιρ, που είναι κι ο βασικός πρωταγωνιστής, τον οποίο ακολουθεί και παρακολουθεί με την κάμερα, ενώ ταυτόχρονα του επιτρέπει να παραμείνει απροσπέλαστος, μέσα σ’ ένα συνδυασμό δράσης κι απραξίας.  Οι εμβόλιμες αφηγήσεις των άλλων προσώπων και τα μικρά στιγμιότυπα μεταξύ των θαμώνων του Μπρίγκιαν – ένα είδος ισλανδικού Καφέ και Τσιγάρα- δεν είναι παρά ψηφίδες που συμπληρώνουν το στοχασμό του ήρωα – που με χιουμοριστική και φιλοσοφημένη διάθεση αντιμετωπίζει όλες τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος,  από τις γνώμες των φίλων του μέχρι τις πολιτικές της κυβέρνησης για την αλιεία. Και τα δύο αδέλφια μοιάζουν με σαιξπηρικούς βασιλιάδες, καταδικασμένους στην αδράνεια, αφού δεν εξαρτάται τελικά απ’ αυτούς η λύση στο εξίσου σαιξπηρικών διαστάσεων δίλημμα τους, που μπορεί να συνοψιστεί στο «πώς είναι η ζωή καλύτερη;» και «τι πρέπει γι αυτό να αφήσουμε πίσω;»  Είναι ενδιαφέρον πως το πρόσωπο που μαθαίνουμε ότι λειτούργησε ως καταλύτης στο δίλημμα, η γυναίκα δηλαδή του Κρίστιν, δεν θα το ακούσουμε ποτέ κι ούτε θα το δούμε από κοντά, ίσως γιατί οι σκηνοθέτες θέλουν την όλη ιστορία να λειτουργήσει ως μεταφορά και παράδειγμα των αλλαγών που φέρνει στις επιθυμίες και στις αντοχές μας ο χρόνος.  Οι προσδοκίες μας για κάτι καλύτερο, φτάνουν έτσι συχνά ν’ αντιπαλεύουν το συλλογικό και την κοινότητα, αφού πιστεύουμε πως αν τα θυσιάσουμε η ζωή θα γίνει περισσότερο στα μέτρα μας, καθώς δεν θα περιορίζεται απ’ τις μνήμες και τις ανάγκες των άλλων.   Όλα αυτά μπορούν βεβαίως και να αποδειχτούν φρούδες ελπίδες και να μας οδηγήσουν σε μέρη που να μοιάζουν με τον τουριστικό εφιάλτη του Μπενιδόρμ, όμως ο καθένας διαλέγει το δρόμο του κι ο Ανταλγκέιρ τον δικό του, που είναι να κάνει ό,τι μπορεί, αποχαιρετώντας ό,τι χάνεται και προσπαθώντας να είναι εκεί για τους φίλους, θυμίζοντάς τους ακόμα και τα τραγούδια τους και διατηρώντας τους το χώρο προσβάσιμο για όσο αντέχουν. Μας αποδεικνύει με τη στάση του, όπως στην υπέροχη σκηνή που προσπαθεί να παίξει γκολφ στο χιονισμένο γήπεδο, πως το παιχνίδι διαρκεί όσο είμαστε εκεί για να το παίξουμε και πως τα μέρη που είναι φτιαγμένα απ’ την καρδιά δεν χάνονται ποτέ από εκεί δίνοντας μας τη δυνατότητα να τα κουβαλάμε όπου θέλουμε μαζί μας.   

Βραβεία: Βραβείο Mirades για το Καλύτερο Ντοκιμαντέρ – DocsValència 2020