του Harry Macqueen
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_supernova.jpg

Χέρια που ενώνονται, κορμιά που αγκαλιάζονται, λέξεις που λέγονται κι άλλες που θέλουν να ξεχαστούν. Ένα ταξίδι που ξεκινά σ’ ένα βανάκι-τροχόσπιτο μ’ ένα σκυλί στο πίσω κάθισμα και παλιά τραγούδια συντροφιά για το δρόμο.  Ο Τάσκερ κι ο Σαμ, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία, διασχίζουν την αγγλική εξοχή, σ’ ένα ταξίδι-προσκύνημα στα μέρη που αγάπησαν, στην οικογένεια και τους φίλους τους, στο χρόνο που πέρασε και σ’ εκείνον που μπορεί να μην έρθει. «Δεν θα γυρίσουμε πίσω» λέει αστειευόμενος ο Σαμ, αγνοώντας το δίκιο του, αφού ο άρρωστος από άνοια Τάσκερ έχει τα δικά του σχέδια και ο Σαμ πρόκειται σύντομα να τα μάθει…  
Το Supernova/ Σουπερνόβα, δεύτερη ταινία του Χάρι Μακουίν, φιλοδοξεί να γίνει αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος της και ελπίζει ο ένας ήρωάς της –ένα αστέρι που θα αυταναφλεγεί σε μια έκρηξη και θα περάσει στην ανυπαρξία θεαματικά και με θόρυβο, γεμίζοντας με αστερόσκονη τους θεατές του. Τα καύσιμά της, όμως, παρά την καλή τους ποιότητα δεν θα επαρκέσουν για κάτι τόσο εντυπωσιακό, κι ο κόσμος, όπως λέει ο ποιητής, θα τελειώσει όχι μ’ ένα κρότο μα μ’ ένα λυγμό, συγκινητικό κι ανθρώπινο μεν, αλλά κάπως λειψό. Μοιάζει σαν μια ζεστή, καλογραμμένη, σονάτα, εκτελεσμένη με μέτρο, ευαισθησία και συναίσθημα, που θ’ ακουστεί μ’ ευχαρίστηση και θα βρει το κοινό της, αλλά μέλλει γρήγορα να ξεχαστεί, αφού σχεδόν οικειοθελώς κινείται διαρκώς στο «μέχρι εκεί» και σε απόσταση απ’ αυτό που θέλει να αναδείξει.
Οι υπαινικτικοί διάλογοι με την σχεδόν θεατρική χροιά, τα ωραία τοπία και σκηνικά που εναλλάσσονται ως αντίβαρο της εσωτερικής μελαγχολίας, η μουσική ως σημείο στίξης της αφήγησης, ο Σαίξπηρ που παίζει κρυφτό με την αστερόσκονη και κυρίως οι από καρδιάς ερμηνείες των Κόλιν Φερθ και Στάνλει Τούτσι, δίνουν ώθηση στην ταινία, δεν είναι, όμως, ικανές να υπερβούν την σκηνοθετική γραμμή της. Ο Μακουίν, εσκεμμένα ή μη, στερεί απ’ την ιστορία του κάτι απ’ την ίδια της την ουσία, έτσι όπως αρνείται να δοκιμάσει τα όριά της (όμοια με τον Τάσκερ που δεν αφήνει το Σαμ να δοκιμάσει τα όρια της αγάπης του), και προσπαθεί να μετατρέψει μια τραγωδία σ’ ένα είδος «πολιτισμένου» δράματος με διλήμματα που δεν προλαβαίνουν τα τεθούν και ερωτήματα που κλείνουν πριν καν ανοίξουν, δίνοντας «λύσεις» διεκπεραίωσης και μην αφήνοντας ποτέ να εξελιχθούν οι οποιεσδήποτε συγκρούσεις.
Η  άρνηση της τραγικότητας εμποδίζει την ταινία να απογειωθεί καθώς ο σκηνοθέτης δεν μπορεί να βρει εναλλακτικούς τρόπους, εξόδου από το δίλημμα έτσι όπως τίθεται απ’ τη μοίρα και το δικό της αναπόδραστο και να επιβάλλει τις δικές του διαστάσεις, όπως επιτυγχάνει ας πούμε ο Νικ Κασσαβέτης στο Ημερολόγιο/ The Notebook (2004) που κατορθώνει να είναι νίκη και ήττα μαζί και ταυτόχρονα η ελεγεία μιας αξιομνημόνευτης αγάπης.