του Sergei Loznitsa
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_austerlitz.jpg

«Όταν χάνεται η μνήμη, δε μένει τίποτα που να προκαλεί το φόβο»
S.L.

Γνωστός για την καταγραφή της πραγματικότητας από τη θέση ενός απόμακρου παρατηρητή, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη νεότερη ιστορία, ο Sergei Loznitsa με το Austerlitz έρχεται απλά να επικυρώσει τις θεμελιώδεις κινηματογραφικές του αρχές. Μόνο που εδώ το βλέμμα του  παρουσιάζεται περισσότερο απογυμνωμένο από ποτέ.
Αυτή τη φορά παρατηρεί πώς συμπεριφέρονται οι τουρίστες που επισκέπτονται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Dachau και του  Sachsenhausen στη διάρκεια μιας ζεστής καλοκαιρινής μέρας. Πρόκειται για ένα φαινομενικά απλό στην κατασκευή του ντοκιμαντέρ υπομονετικής και διεισδυτικής παρατήρησης, όπου το μόνο που συμβαίνει είναι η διαρκής μετακίνηση ανθρώπων στους συγκεκριμένους τόπους- αξιοθέατα, οι οποίοι με εξαίρεση την πινακίδα της πύλης εισόδου («Arbeit Macht Frei»), εμφανίζονται ως κενοί και μη αναγνωρίσιμοι. Οι κάμερες του Loznitsa, σταθερές και τοποθετημένες στο ύψος του βλέμματος, καταγράφουν από διαφορετικές γωνίες και αποστάσεις, σε καλά μελετημένα ασπρόμαυρα πλάνα χαμηλής χρωματικής αντίθεσης, ορδές τουριστών που περιφέρονται στους ανοιχτούς ή κλειστούς χώρους των στρατοπέδων. Μια αδιάκοπη ανθρώπινη ροή , που συνοδεύεται από ένα θόρυβο απροσδιόριστο -σχεδόν ενοχλητικό-, σε μία κατ’ επίφαση ουδέτερη τουριστική τοποθεσία. Ό,τι προβληματίζει ωστόσο το θεατή σχετικά με τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις των επισκεπτών είναι η επίγνωση ότι εδώ δεν πρόκειται για τους κήπους των Βερσαλλιών αλλά για μια τοπογραφία του τρόμου, την απεχθέστερη στην ανθρώπινη ιστορία.  
Ο θεατής στο Austerlitz δε βλέπει σχεδόν ποτέ το αντικείμενο παρατήρησης  αλλά μόνο το υποκείμενό του : Επισκέπτες διαφορετικής εθνικής προέλευσης, άνθρωποι ανώνυμοι, χωρίς ταυτότητα, μέλη στην πλειοψηφία τους ενός προγράμματος μαζικού τουρισμού, που διεξάγεται σε περιορισμένο χρονικό πλαίσιο. Με ανάλαφρη αμφίεση, ανάλογη με αυτήν της εποχής, περνάνε βιαστικά μέσα από μακρά στατικά πλάνα διάρκειας έως και εφτά λεπτών ή διέρχονται πιο αργά μέσα από τα αυστηρά κεντραρισμένα κάδρα του σκηνοθέτη. Άλλοτε κατά ομάδες, σπανιότερα κατά μόνας. Παρατηρούν (ή απλά κοιτούν), συνομιλούν, τρώνε, αστειεύονται και κυρίως φωτογραφίζουν ή φωτογραφίζονται. Ό,τι βαθμιαία ενοχλεί το θεατή είναι η χαλαρότητα που συνοδεύει τις κινήσεις τους, η λανθάνουσα ή και φανερή απάθεια, η έλλειψη σεβασμού προς το χώρο, η εμμονή της φωτογράφισης ακόμα και με τον πιο ανάρμοστο ηθικά αλλά και αισθητικά τρόπο. Κάποιοι συγκεντρώνονται γύρω από τους ξεναγούς των γκρουπ για την αναγκαία ενημέρωση. Οι ομιλίες αυτές των ξεναγών είναι και ο μοναδικός καθαρός λόγος στην ταινία. Ένας λόγος που διαφοροποιείται κατά περίπτωση και παρουσιάζει  το δικό του ενδιαφέρον για τον τρόπο διαχείρισης της ιστορικής πληροφορίας. Πέρα όμως από τον εκπεφρασμένο λόγο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γενικότερο ηχητικό περιβάλλον της ταινίας, όπως συμβαίνει σταθερά στη φιλμογραφία του Loznitsa. Ακατανόητες φωνές, κρωξίματα πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, καμπάνες μιας εκκλησίας, αλλά και ήχοι απροσδιόριστοι, σχεδόν ανατριχιαστικοί, όλα συγχωνεύονται και υπονομεύουν το βουβό, σιωπηλό τοπίο των στρατοπέδων. Κατά το Loznitsa «Ο ήχος εδώ έπρεπε να είναι ένας ωκεανός από φωνές, από όπου να μπορείς να αναγνωρίζεις μόνο κάποιες λέξεις. Η γλώσσα έχει συνειδητά θρυμματιστεί. Ακούς μόνο και ύστερα από μακρά επεξεργασία ένα βουητό. Κάτι που βγαίνει από τη μετακίνηση της μάζας των τουριστών».
Παρά τη διακριτική στάση του σκηνοθέτη ως αυτή ενός απόμακρου, μη εμπλεκόμενου παρατηρητή, το Austerlitz υποβάλλει στο θεατή μια δυσοίωνη πραγματικότητα. Σε έναν άδειο και γεωμετρικά σκηνοθετημένο χώρο, με βαρύ παρελθόν, όπου ελάχιστοι μοναχικοί περιπατητές αφουγκράζονται τη φρίκη του περασμένου αιώνα, ό,τι δεσπόζει είναι η παντελής  απουσία της  μνήμης. Αυτή την αίσθηση απουσίας αιχμαλωτίζει το Austerlitz. Αφήνοντας το θεατή να βγάλει τα δικά του προσωπικά συμπεράσματα.

Σημ.: Ο τίτλος «Austerlitz» φαίνεται ανακόλουθος, αλλά δεν είναι τυχαίος. Ο Loznitsa τον δανείζεται από το ομώνυμο γνωστό μυθιστόρημα του γερμανού συγγραφέα W.G.Sebald, το οποίο επίσης θίγει θέματα ιστορικής μνήμης και ειδικότερα την απήχηση του Ολοκαυτώματος στις νεότερες γενιές. Τα γεγονότα που αναφέρονται στο μυθιστόρημα λαμβάνουν χώρα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Theresienstadt, στις αρχές του 1940. Εκεί όπου είχε γυριστεί το ψευδο-ντοκιμαντέρ προπαγάνδας «Theresienstadt. Ein Dokumentarfilm aus dem jüdischen Siedlungsgebiet.»  (Terezin: A Documentary Film from the Jewish Settlement Area), που θα πρόβαλλε στους ξένους τους Εβραίους, ως ευτυχισμένους βιομηχανικούς εργάτες. Στην παραλλαγή του Loznitsa τη θέση των εργατών την έχουν πάρει οι γελαστοί τουρίστες. Αν και διαφορετικά τα μεγέθη, πρόκειται όμως  και στις δύο περιπτώσεις για ένα είδος ψευδούς αναπαράσταση ενός συγκεκριμένου χώρου.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου  [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]