(Ο μικρός Φέλιξ )
του Bozo Sprajc
(η συνέντευξη του σκηνοθέτη)

Ο Felix/ Μικρός Φέλιξ δεν είναι μια ταινία για το τέλος της Γιουγκοσλαβίας. Το βασικό κίνητρο, που με ώθησε να κάνω την ταινία, ήταν η έκπληξη που ένιωσα εγώ και η γενιά μου, όταν είδαμε το τέλος μίας σημαντικής περιόδου για αυτήν τη χώρα. Ήμουν προσωπικά –όπως όλοι της γενιάς μου - βέβαιος ότι δεν θα υπήρχαν πλέον άλλοι πόλεμοι σ’ αυτό το μέρος της Ευρώπης.
Η μέρα που διαδραματίζεται η υπόθεση της ταινίας είναι μια από τις πιο σημαντικές στην ιστορία της Σλοβενίας [η ημέρα που η χώρα απεχώρησε από την ενιαία τότε Γιουγκοσλαβία και διακήρυξε την ανεξαρτησία της]. Δεν μ’ ενδιέφεραν οι ιστορικές παράμετροι του γεγονότος, αλλά η ανθρώπινη μοίρα που βρισκόταν πίσω από την ιστορία. Είναι τα πολιτικά γεγονότα που αντανακλώνται στην ανθρώπινη μοίρα των χαρακτήρων. Π.χ., η σκηνή με τον πυροβολισμό στο κεφάλι [στο τέλος της ταινίας] είναι μια μεταφορά για τις συνέπειες του πολέμου.
(…) Η ταινία είναι μία σύνοψη, ένας συνδυασμός της μοίρας διαφορετικών ανθρώπων, από διάφορες περιοχές της Σλοβενίας. Συγκεντρώνονται όλοι, μία μέρα, σε μία τοποθεσία όπου και διαδραματίζεται όλη η ταινία. Στην ταινία, τρία πρόσωπα σχηματίζουν ένα δραματικό τρίγωνο –ο Φέλιξ, η δασκάλα και ο διευθυντής του τσίρκου. Η ταινία μιλά ουσιαστικά για το τι συμβαίνει σ’ αυτό το τρίγωνο των χαρακτήρων, και διαμέσου αυτών μιλά για την ανθρώπινη μοίρα όλων των άλλων χαρακτήρων. Η ταινία είναι μια κατάθεση των προσωπικών μου συναισθημάτων, γενικά για τον πόλεμο και όχι μόνο για τον πόλεμο στη Σλοβενία. Αυτή η ταινία θέλει να είναι διεθνής.
(…) Με το σεναριογράφο της ταινίας μελετούσαμε για ένα περίπου χρόνο την τότε κατάσταση στην Σλοβενία και κάναμε συνεντεύξεις με τους πραγματικούς πρωταγωνιστές των γεγονότων. Είδαμε, εγώ και οι συνεργάτες μου, γύρω στις 10 ταινίες, οι οποίες είχαν ένα μεγάλο πλήθος ηθοποιών: Αυτές ήταν σλοβένικες, αλλά και αμερικάνικες –κυρίως ναυτικές περιπέτειες και ταινίες με αεροπλάνα. Δεν επηρεαστήκαμε από αυτές, αλλά κοιτούσαμε να δούμε πως χειρίστηκαν αυτές οι ταινίες, το θέμα τους.
(…) Υπήρχαν πολλές δυσκολίες για να γίνει η ταινία. Καταρχήν όλες οι σκηνές γυρίστηκαν σε υψόμετρο 2000 μέτρων σε μία ερημική τοποθεσία, 60 χιλιόμετρα από τη Λιουμπλιάνα. Καθώς δεν υπήρχε εκεί ξενοδοχείο, οι ηθοποιοί και το συνεργείο έμεναν σε τροχόσπιτα. Επίσης, ένα άλλο πρόβλημα ήταν ο καιρός. Θέλαμε πάντα ήλιο, γιατί η ιστορία διαδραματίζεται σε μία ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα και έχει σχεδόν αποκλειστικά εξωτερικά γυρίσματα.
Το βασικό πρόβλημα στον οικονομικό τομέα είναι ότι δεν έχει ακόμα καλυφθεί ο προϋπολογισμός της ταινίας από τους παραγωγούς της.
Επίσης αντιμετώπισα κάποια προβλήματα με πολιτικές παρατάξεις στην Σλοβενία, οι οποίες δεν αισθάνονταν ιδιαίτερα ευτυχισμένες με την ταινία: Επειδή δεν παρουσίαζε τον πόλεμο μ’  ένα ηρωικό τρόπο, αλλά περισσότερο διερευνούσε τις σχέσεις των ανθρώπων, που συμμετέχουν χωρίς να το θέλουν σε μία εμπόλεμη κατάσταση.

(συνέντευξη Δημήτρης Μπάμπας. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Πρώτο Πλάνο)