(Νύχτα γεμάτη έρωτα)
του George Stevens
(κριτική του Bosley Crowther)
penny-seranade.jpg

Όταν πάτε στους κινηματογράφους αυτή τη φορά (γι’ αυτή την ταινία), μην ξεχάσετε να πάρετε μαζί σας πετσέτα και σφουγγάρι. Και αν κλαίτε και εύκολα, πάρτε και μία λεκάνη με νερό καλύτερα, για να πλυθείτε. Και μην ταραχθείτε διόλου αν ο διπλανός σας, σας λούσει με δάκρυα. Καθώς, αυτή τη φορά, η κωμωδία δίνει τη θέση της στο κλάμα και τη συγκίνηση. Αυτή τη φορά, οι Cary Grant και Irene Dunne, δύο ηθοποιοί που τους έχουμε συνηθίσει σε πιο ανάλαφρες και κωμικές ερμηνευτικές συνευρέσεις, είναι τόσο δεμένοι και πραγματικά ενωμένοι στο συγκεκριμένο φιλμ, που μόνο μία τραγωδία απειλεί να τους χωρίσει. Αυτή τη φορά, η νέα ταινία για την οποία μιλάμε είναι το «Penny Serenade», της Columbia.
Όταν σκεφτείτε την ταινία κάπως πιο ψύχραιμα και αποστασιοποιημένα – και αφού περάσει τουλάχιστον μία ώρα από όταν την είδατε – δε μπορεί παρά να νιώσετε πως κάποιος σας επιφύλασσε κάτι το διαφορετικό: Ίσως ο παραγωγός George Stevens, ο οποίος δημιούργησε ένα φιλμ που έχει όχι μία, αλλά έξι ή επτά «συνταγές» για σίγουρη συγκίνηση. Ίσως είναι η κα Dynne, η οποία υποκύπτει σε μία από τις πιο σοβαρές περιπτώσεις καλπάζουσας νοσταλγίας, που έχουμε δει ποτέ στη μεγάλη οθόνη. Και ίσως είναι ο κος Grant, αυτός ο χαρούμενος και αστείος τύπος, ο οποίος χωρίς ντροπή παραδέχεται πως ήθελε να παίξει ένα ρόλο τύπου «σπίτι μου, σπιτάκι μου», κάπου βαθιά μέσα του. Και η αλήθεια είναι πως δυσκολεύεσαι να τα πιστέψεις όλα αυτά, μέχρι που τα μάτια σου αρχίζουν να τρέχουν τα δάκρυα ποτάμι.
Αλλά, έτσι έχουν τα πράγματα. Από τη στιγμή που η κα Dunne στρέφεται μελαγχολικά προς το γραμμόφωνο και ακούει το «Εσύ ήσουν για μένα!» και αμέσως η σκηνή αλλάζει και μας πηγαίνει πίσω, στην πρώτη τους συνάντηση με τον Cary Grant, τότε καταλαβαίνει πως είσαι έτοιμος για να ζήσεις μία ανάμνηση – κλειδί! Και αργότερα, υπό τη μελωδία νοσταλγικών τραγουδιών, όπως το "Just a Memory," "Missouri Waltz," "Poor Butterfly," "Blue Heaven," κ.α., βρίσκεις τον εαυτό σου να ακολουθεί το ζευγάρι όταν παντρεύεται, όταν προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του, να στήσει την τοπική εφημερίδα, να υιοθετήσει ένα μωρό, και τελικά να χάσει το παιδί που τόσο αγαπούσε.
Και σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβεις, μεταφέρεσαι μαζί τους μέσω του φιλμ, από μία εύθραυστη και ντελικάτη κωμωδία, σε κάτι το απαλό και το ευσυγκίνητο, και από τη δονκιχωτική στιγμή της ερωτικής τους ένωσης σε ένα Πρωτοχρονιάτικο πάρτυ, στο μεγάλωμα του μωρού τους, με τα αστεία στιγμιότυπα κάθε νέου ζευγαριού με παιδί. Και μετά κλαις και συγκινείσαι όταν η μικρή τους παίζει στο πρώτο της σχολικό έργο και ακούς τη δασκάλα να τους λέει πως «θα είναι αυτή ο άγγελος του χρόνου», ξέροντας πως δυστυχώς έτσι θα είναι, καθώς πεθαίνει στην επόμενη χρονιά. Και είναι δύσκολο να πιστέψεις πως ο κος Grant, ως σύζυγος και πατέρας, συμπεριφέρεται τόσο αξιοθρήνητα στη σύζυγό του, όταν χάνουν την κορούλα τους, ενώ θα περίμενε κανείς το γεγονός αυτό να τους φέρει ακόμη πιο κοντά. Και αργότερα, όταν υιοθετούν το δεύτερο παιδάκι, κάποιος μπορεί εύκολα να αμφισβητήσει τη νέα τους, τόσο δροσερή και πάλι, χαρά.

(δημοσιεύθηκε στην εφ. New York Times 23-5-1941. ελληνική μετάφραση δ.τ.)