(Η άρπα της Βιρμανίας)
του Kon Ichikawa
the-burmese-harp.jpg

«Το χώμα της Βιρμανίας είναι κόκκινο, το ίδιο είναι και των βράχων της»: η φράση, που ανοίγει την ταινία Biruma no tategoto/ The Burmese Harp/ Η Άρπα της Βιρμανίας του Ιάπωνα Kon Ichikawa, ορίζει, σ’ ένα βαθμό, το πλαίσιο γι’ αυτήν τη γυρισμένη το 1956 ταινία. Διαδραματιζόμενη αμέσως μετά το τέλος του Β παγκόσμιου, η αντι-πολεμική αυτή ταινία έχει στο κέντρο της τις αιματηρές συνέπειες του πολέμου, τις τραγωδίες του -αυτή τη φορά όμως από την οπτική των ηττημένων Ιαπώνων στρατιωτών.
Στο κέντρο της αφήγησης υπάρχει ένας λόχος του Ιαπωνικού στρατού που επιχειρεί στα δάση της Βιρμανίας (σημερινό όνομα Μιανμάρ). Εξουθενωμένοι από τις πολεμικές επιχειρήσεις και όντας σε υποχώρηση, υποδέχονται μάλλον με ευχαρίστηση, την είδηση της παράδοσης και την επακόλουθη αιχμαλωσία τους. Η ιδιαιτερότητα του λόχου αυτού είναι ότι, σε αντίθεση με ότι τότε συνιστούσε το κυρίαρχο κλίμα στις τάξεις του ιαπωνικού στρατού, αυτός δεν χαρακτηρίζεται από τον ακραίο και βίαιο εθνικισμό. Συστατικό στοιχείο που σφραγίζει την παρουσία του λόχου είναι η μουσική: ο επικεφαλής λοχαγός Inōye έχει οργανώσει το λόχο του σε μια χορωδία. Η μουσική παίζει έχει έναν καταλυτικό -οργανικό ρόλο στη ζωή του λόχου: τόσο στις πολεμικές επιχειρήσεις, όσο και στις ώρες ανάπαυσης. Κέντρο του λόχου αποτελεί ένας εκ των μάχιμων στρατιωτών του, ο οποίος είναι επιπλέον ένας αυτοδίδακτος μουσικός –αρπίστας, ο Mizushima. Όντας ήδη αιχμάλωτος πολέμου και περιορισμένος σε στρατόπεδο εργασίας, ο Mizushima αναλαμβάνει να προσεγγίσει ένα λόχο του ιαπωνικού στρατού που αρνείται να παραδοθεί. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης χάνει την επαφή του με το λόχο του…
Δύο είναι οι βασικές αντιθέσεις που καθορίζουν τη δραματική πλοκή. Η πρώτη είναι η αντίθεση ανάμεσα στη μουσική και τη βαρβαρότητα του πολέμου. Ο λόχος συνιστά, λόγω της μουσικής, μια καταφανή εξαίρεση στη περιρρέουσα ατμόσφαιρα του πολέμου. Καταρχάς επειδή δεν εμφορείται από την εθνικιστική βαρβαρότητα και τυφλό εθνικισμό, που χαρακτήριζε τον ιαπωνικό στρατό στις πολεμικές του επιχειρήσεις: η μουσική συνιστά μια ασπίδα προστασίας, ένα κλειστό σύμπαν όπου η βαρβαρότητα του πολέμου και του εθνικισμού δεν μπορεί να εισβάλλει.
Αλλά επιπλέον, ο λόχος συνιστά εξαίρεση και λόγω της σύμπνοιας και των ισχυρών δεσμών αλληλεγγύης, που εξαιτίας της μουσικής έχουν αναπτυχθεί μεταξύ των μελών του. Οι στιγμές όπου ο λόχος τραγουδά είναι έκφραση μιας βαθιάς συλλογικής ταυτότητας. Είναι, ακριβώς γι’ αυτό, που στο επίπεδο της δραματικής πλοκής ο λόχος επέχει τη θέση ενός ολοκληρωμένου δραματικού προσώπου, ενός χαρακτήρα. Τα μέλη του συνιστούν μια ενιαία, σχεδόν αδιαίρετη συλλογικότητα.
Ό, τι συγκροτεί την αφήγηση της ταινίας είναι η αποκοπή ή η αποχώρηση απ’ αυτήν τη συλλογικότητα ενός εκ των μελών του λόχου, του αρπίστα Mizushima. Αν και η αφορμή είναι συγκυριακή, η αποχώρηση του αποκτά, στη συνέχεια, ένα μόνιμο χαρακτήρα, γίνεται μια επιλογή ζωής. Η περιπλάνηση του στα πεδία των μαχών, οι εικόνες φρίκης που αντικρίζει, οι σωροί των, σε αποσύνθεση, άθαφτων νεκρών του πολέμου, ωθούν τον μουσικό αρπίστα στην αποκοπή του από το σύνολο, στην ανάπτυξη μιας ατομικής συνείδησης, στην αποχώρηση του από τα εγκόσμια.
Και εδώ έγκειται η δεύτερη αντίθεση στο επίπεδο της δραματικής πλοκής: ανάμεσα στη συλλογική ταυτότητα του λόχου, που μουσική και πόλεμος διαμόρφωσαν, και στην ατομική συνείδηση, στην οποία ωθείται να διαμορφώσει, από τα όσα βλέπει στην περιπλάνησή του, ο Mizushima. Εντέλει η περιπλάνηση του στις ερήμους του (βουδιστικού) μοναχισμού είναι μια βαθιά διαδικασία συνειδητοποίησης. Μέσα απο τις περιηγήσεις του, ο Mizushima γίνεται ένα αληθινά τραγικό πρόσωπο: ένα πρόσωπο, που η μουσική ή η συλλογικότητα του λόχου δεν μπορεί να προστατεύσει, που στιγματίζεται από τη βαρβαρότητα του πολέμου, ένας μάρτυρας που αίρει τις αμαρτίες, ένα πρόσωπο στην υπηρεσία των (άθαφτων) νεκρών …

Δημήτρης Μπάμπας